Της Άννας Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη
‘’Τω καιρό εκείνω’’ που ήμουν μικρή, δεν πήγαινα ακόμα δημοτικό, η γιαγιά μου μεγάλωνε για τα Χριστούγεννα ένα γουρουνάκι. Ναι, ναι… η γιαγιά μου η Σμυρνιά, η μεγαλωμένη στα λούσα και στα αρώματα, αφού σκεφθείτε μέσα στον μεγάλο χαμό δεν παρέλειψαν να φέρουν εδώ και τις καπελιέρες τους. Που τις θυμάμαι σαν όνειρο. Κάτι μεγάλα σατέν κουτιά με σατέν φιόγκους για κορδόνια. Αυτή λοιπόν η γιαγιά μου, που δεν γνώριζε από χωράφια και ζώα, μεγάλωνε κάθε χρόνο γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα.
Βλέπετε χήρεψε στα 34 της χρόνια, με τέσσερα παιδιά. Ο παππούς σκοτώθηκε νεαρός, μέσα στο πηγάδι που άνοιγαν για να ποτίζουν τα χωράφια τους και να πίνουν νερό. Έσπασε το σκοινί με την πέτρα που κατέβαζαν και έπεσε στο κεφάλι του παππού και πέθανε επί τόπου. Μπροστά στα τρομαγμένα μάτια της γιαγιάς, των παιδιών του και των τριών αδελφών του. Του Λάμπρου, του Μανούσου και του Βασίλη. Στην ουσία, ο καημένος ο μπαμπάς μου που ήταν τότε μόνο 12 χρονών ανέλαβε στις ευθύνες του πατέρα του. Ο μπαμπάς μου ο Γιάννης Κωνσταντουδάκης.
Μεγάλωναν λοιπόν το γουρουνάκι, το οποίο μου ξύπναγε μια απέραντη τρυφερότητα. Άλλα κοριτσάκια εκδήλωναν τα συναισθήματά τους με τις κούκλες κι εγώ με το γουρουνάκι μου. Που μ’ έχανες που μ’ έβρισκες, κάτω από τις μανταρινιές που το ‘χαν. Είχα πάρει την βούρτσα της μαμάς με τις μαλακές τρίχες που την είχε για να ξεσκονίζει τα ρούχα μας. Μάταια την έψαχνε η μάννα μου. Εγώ, τσιμουδιά!
Έτριβα το γουρουνάκι μου για να φεύγουν τα χώματα και αυτό γουργούριζε ευτυχισμένο. Κυλιόταν στα χώματα σαν να με πείραζε. Σαν να μου ‘λεγε: ‘’λερώθηκα, ξανατρίψε μου’’ και δώσ’ του εγώ! Και όταν το τρίχωμά του γυάλιζε από καθαριότητα, το στόλιζα με κορδέλες. Αυτές που μου ‘κανε φιόγκο η μαμά μου στις μακριές, πλούσιες κοτσίδες μου. Τις έβγαζα και τις έδενα φιόγκο στο λαιμό του, στα ποδαράκια του. Τι όμορφο που ήταν! Και τι χαδιάρικο!
Τα γουρουνάκια είναι πολύ έξυπνα και πολύ χαριτωμένα. Να γυρνώ πίσω στο σπίτι αναψοκοκκινισμένη απ’ την χαρά μου, αναμαλλιασμένη, να ‘χουν ξεπλέξει τα μαλλιά μου χωρίς τους φιόγκους που μου τα συγκρατούσαν. Η μαμά μου τρόμαζε, έτσι που μ’ έβλεπε. Είχε μανία να είμαστε πεντακάθαρες και καλοχτενισμένες. Κι εγώ κυλιόμουν με το γουρουνάκι αγκαλιά στα χώματα.
– Αννούλα, πως έγινες έτσι; Που είναι οι κορδέλες σου;
– Δεν ξέρω μαμά. Θα μπέρδεψαν στις μανταρινιές.
– Πάλι με το γουρούνι έπαιζες; Την άλλη φορά που θα χάσεις τις κορδέλες σου θα σε δείρω!
Η μαμά, δεν ξέρω γιατί, δεν συμπαθούσε τα γουρούνια. Αλλά και η γιαγιά δεν πήγαινε πίσω.
– Αρτεμισία, μην αφήνεις την Αννούλα να παίζει με το γουρούνι, θα το κατσιάσει. Όλη μέρα το πλένει. Θα το κρυολογήσει. Τι θα σφάξομε τα Χριστούγεννα; Κι έπειτα; Σκέφτηκες τι θα γίνει άμα το σφάξομε; Θα χαλάσει τον κόσμο η Αννούλα. Ποιος θα την κάνει καλά;
Και πράγματι, ήρθε η φοβερή μέρα της σφαγής. Έχετε ακούσει πως κάνει ένα γουρούνι όταν το σφάζουν; Είναι κάτι το φριχτό. Πως σφαδάζει; Είναι ακόμα πιο φριχτό. Ευτυχώς τώρα δεν τα σφάζουν. Ο θάνατος τους είναι γρήγορος, χωρίς μαρτύριο. Έκαναν λοιπόν σύσκεψη ο μπαμπάς, η γιαγιά και η μαμά τι θα κάνουν με την σφαγή του γουρουνιού και με μένα. Και αποφάσισαν να με κλειδώσουν στο σπίτι για να μην πεταχτώ μπροστά τους την ώρα της σφαγής και βιώσω το φριχτό θέαμα. Έπαιζα λοιπόν εγώ και απολάμβανα την ελευθερία μου μέσα στο σπίτι, ψάχνοντας για γλυκό του κουταλιού, σκαλίζοντας τα μπιζού της μαμάς μου και κυρίως τις μαύρες της κομπινεζόν. Πως μ’ άρεσαν! Τις έβαζα, έβαζα και τα τακούνια της – ό,τι μου απαγόρευε – και κοιτιόμουν στον ολόσωμο καθρέπτη της ντουλάπας μας.
«Τι ωραίο, – σκεπτόμουν – να μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις!» Είναι ένα συναίσθημα που δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Να κάνω πάντα αυτό που θέλω! Όταν ξαφνικά άκουσα το γουρούνι μου να στριγγλίζει.
«Ααα, λέω μέσα μου, τι κάνουν στο γουρούνι μου; Γιατί κλαίει έτσι σπαρακτικά;» Πάω ν’ ανοίξω την πόρτα της κουζίνας… μάταια. Ήταν κλειδωμένη. Πηγαίνω από την κύρια είσοδο, κλειδωμένη και αυτή η πόρτα. Αρχίζω να πονηρεύομαι. Το γουρούνι να στριγγλίζει κι εγώ να πονώ με τις κραυγές του. Τρέμω σύγκορμη. Πηδώ, απ’ την αγωνία μου. «Τι κάνουν στο γουρούνι μου; Γιατί κλαίει έτσι; Γιατί με φωνάζει;»
Σκέφτομαι τρόπο διαφυγής μου. Βλέπω το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Βάζω μια καρέκλα, ανεβαίνω πάνω. Το ανοίγω, ανεβαίνω στο περβάζι του και πηδώ έξω. Τρέχω αλαφιασμένη προς το γουρούνι μου και αντικρύζω το πιο φριχτό θέαμα της ζωής μου. Το γουρουνάκι μου, με μια τεράστια πληγή στο λαιμό που στόλιζα με κορδέλες, γεμάτο αίματα. Να κυλιέται στο έδαφος. Να στριγγλίζει απεγνωσμένα. Ήταν εκεί όλοι μαζεμένοι για να το αποτελειώσουν. Ο μπαμπάς μου, ο θείος ο Βάσως, ο Παναγιώτης και ο Νίκος, η γιαγιά μου και η μαμά μου. Άρχισα να ουρλιάζω:
– Τι κάνατε στο γουρουνάκι μου;
Η μαμά με πλησίασε να μου κλείσει με την παλάμη της τα μάτια.
– Μη κοιτάς κοριτσάκι μου!
Της έδωσα της καημένης μια κλωτσιά στο καλάμι που βόγκηξε. Όρμησα πάνω στους άντρες, τους δάγκωνα, τους έφτυνα, τους κλώτσαγα. Έκλαιγα γοερά.
Περάσαμε μαύρα Χριστούγεννα! Δεν τους μιλούσα. Τους έπιασα κακοσύνη. Δεν έφαγα μπουκιά κρέας. Δεν έφαγα τίποτα. Όσο και αν με παρακαλούσαν. Μουρμούριζαν:
– Αυτό το παιδί έχει ένα ινάτι!
Όσο τους έβλεπα να με παρακαλούν τόσο φχαριστιόμουν που τους έκανα να υποφέρουν και έτσι τους τιμωρούσα. Βλέπετε υπήρξα έτσι η πρώτη απεργός πείνας. Γιατί δεν ξαναέφαγα κρέας μέχρι που έγινα 15 χρονών. Που στις σχολικές εκδρομές με έλεγαν ευαίσθητη και για ν’ αποδείξω το αντίθετο άρχισα να τρώγω γουρουνάκια και όχι μόνο. Νοστιμότατα!
Και του χρόνου! Καλά Χριστούγεννα με ευωδιαστά γουρουνόπουλα! Αλλά και με υγεία! Και όχι μόνο υγεία που λέμε. Και φαγητό και λεφτά γιατί χωρίς αυτά δεν υπάρχει υγεία…