Της Άννας Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη
Δεν ήταν μόνο ο Γιώργος Θαλάσσης και ο Σπίθας στο κόμικς «Ο Μικρός Ήρωας» χαρακτηριστικές φιγούρες του λαού μας στην συγκεκριμένη εποχή. Ήταν πολλοί οι μικροί ήρωες.
Παιδιά αμούστακα, ξυπόλητα, πεινασμένα αλλά με ηθικό υψηλό. Και συνείδηση πέρα ως πέρα αντιστασιακή.
Τιμή και Έπαινος σ’ αυτά τα παιδιά που κάποιοι τους αφαίρεσαν για πάντα την παιδική τους ηλικία. Αυτοί οι κάποιοι που ήρθαν ακάλεστοι εδώ, όχι ως τουρίστες, όχι ως επισκέπτες, αλλά ως κατακτητές. Για να μας επιβάλλουν δια της βίας την Κατοχή τους. Και ν’ αφαιρέσουν απ’ όλους και απ’ αυτά τα παιδιά για πάντα την παιδικότητά τους, την αθωότητά τους. Αυτοί οι κάποιοι που ακόμα και σήμερα επιδιώκουν εξίσωση με τα θύματά τους!
Τιμή στα παιδιά που πήγαιναν φαγητό σε κρυμμένους πολίτες και αντιστασιακούς στρατιώτες. Στα παιδιά που πέρναγαν πολεμοφόδια. Στα παιδιά που απ’ την στέρησή τους έκρυβαν ένα αυγό μια φέτα ψωμί, ότι υπήρχε στο φτωχικό τους ότι είχαν περισώσει απ’ την βουλιμία των Γερμανών και το πήγαιναν σ’ αυτούς που κρυβόταν στις σπηλιές και στις χαράδρες.
Ήταν αυτά τα παιδιά που με κίνδυνο της ζωής τους σάλταραν πάνω στα φορτηγά των Γερμανών πετώντας στο δρόμο για τους γείτονες ρύζι, ζάχαρη, αλεύρι, στάρι και στο τελευταίο τσουβάλι αυτό που θα κρατούσαν για τον εαυτό τους, το καβαλούσαν και τσουρούσαν μαζί απ’ το φορτηγό. Οι περίφημοι Σαλταδόροι. Παιδιά αδύνατα καχεκτικά αμούστακα ακόμα, αλλά με ΨΥΧΗ! Κάτι που λείπει σήμερα. Ναι, σήμερα μας λείπει η ψυχή. Γι’ αυτό μας κατάκτησαν ξανά οι Γερμανοί. Πονηρά και ύπουλα τώρα. Όχι φαντασμαγορικά, με μεταξωτά πουλιά κατεβαίνοντας απ’ τον ουρανό. Ύπουλα, να μην ξυπνήσομε απ’ τον μακάριο ύπνο μας.
Σαν τα πουλάκια που σιγά και αθόρυβα παραφυλώντας, τους πετάς το βρεγμένο πανί και τα τσουβαλιάζεις. Έτσι, αθόρυβα μας τσουβάλιασαν. Αλλά αυτό που δεν «θα τσουβαλιάσουν» ποτέ είναι η μνήμη μας. Η ιστορική μας μνήμη. Όχι αυτή που γράφει στα βιβλία της η Ρεπούση. Όχι αυτή που αναμασά η πολιτική σκοπιμότητα των λογής – λογής «Φίλη».
Είναι η δική μας ιστορική μνήμη. Αυτή που μας διηγήθηκαν οι γονείς μας. Αυτή που διηγούμαστε στα παιδιά μας! Αυτή που θα διηγηθούν στα παιδιά τους!
Είναι αυτή η μνήμη που κράτησε απ’ τις διηγήσεις του πατέρα του ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ο γυιός του Νίκος απ’ τα Τσικαλαριά Χανίων.
Ο πατέρας μου, μας λέει ο Κώστας ήταν μικρός στην Κατοχή. Και μας έλεγε συνέχεια για δύο Νεοζηλανδούς στρατιώτες που κρυβόταν στην σπηλιά Κουκουλίτσα. Ο ένας απ’ τους δύο στρατιώτες ήταν μεγαλόσωμος. Ο άλλος μικρόσωμος. Είχε γίνει μι ασκληρή μάχη στην περιοχή Τσικαλαριών με Νεοζηλανδούς και Γερμανούς. Αργότερα, στήθηκε μνημείο Νεοζηλανδών Μαχητών εκεί που έγινε η Μάχη και εκτός του Μνημείου ονομάσθηκε και ο δρόμος 42η οδός Νεοζηλανδών Μαχητών. Ο πατέρας μου Κώστας Παπγεωργίου ήταν τότε 13 χρονών. Είναι ακόμα εν ζωή. Μαζί μ’ ένα άλλο παιδάκι τότε, Γιάννης Μελεμενής ονομαζόταν, που τώρα έχει πεθάνει πήγαιναν στην σπηλιά Κουκουλίτσα που κρυβόταν δύο Νεοζηλανδοί και τους πήγαιναν ένα αυγό και μια φέτα ψωμί.
Από μικρό παιδί μας είπε ο γυιός του Νίκος μας συγκινούσε αυτή η ιστορία. Νιώθαμε περηφάνεια για τον μπαμπά μας που αψηφούσε τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών και πήγαινε φαγητό απ’ την πείνα τους στους δύο κυνηγημένους.
Πηγαίναμε στην σπηλιά Κουκουλίτσα. Ήταν ιδανική για κρυψώνα γιατί η είσοδος της δεν ήταν απ’ την μεριά του δρόμου. Δεν φαινόταν. Ο Νίκος, στις εκδηλώσεις για την Μάχη τ. Κρήτης φέτο συναντήθηκε με την κόρη και τις εγγονές του ενός απ’ τους δύο και αντάλλαξαν αναμνηστικά δώρα και διευθύνσεις.
Είναι αυτή η ιστορική Μνήμη που καμμιά Ρεπούση καμμιά πολιτική σκοπιμότητα, κανείς Φίλης δεν μπορεί να την παραχαράξει.
Και εγώ και η αδελφή μου και ο αδελφός μας φουσκώνομε από περηφάνεια όταν ο μπαμπάς μας Γιάννης Κωνσταντουδάκης 15χρονο παιδί τότε, αλλά καχεκτικό και αδύνατο που έμοιαζε 10χρονο πέρασε χειροβομβίδες κάτω απ’ τη μύτη των Ιταλών.
Ήταν μας έλεγε στον Αλικιανό φυλάκια των Ιταλών. Οι αντάρτες στο βουνό χρειαζόταν χειροβομβίδες. Ένας γνωστός μου απ’ τους αντάρτες ήταν φίλος μου, μας έλεγε ο μπαμπάς μας Γιάννης Κωνσταντουδάκης. Με έβλεπε που φόρτωνα λάχανα στο γαϊδούρι μας. Και ήξερε πως το γαϊδούρι μου, όταν, το γαργάλαγες λίγο στην δεξιά «μασχάλη» τσίναγε άγρια.
Ο μπαμπάς σ’ ένα κτήμα στην Αγυιά καλλιεργούσε λάχανα που τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και τα πούλαγε.
Ξεκούφωσαν τα λάχανα από μέσα και τα γέμισαν χειροβομβίδες και φόρτωσαν τον γάϊδαρο. Έπρεπε τώρα να περάσει το φυλάκια στον Αλικιανό για να τα πάει στους αντάρτες στο βουνό. Δεν τον υποψιάστηκαν οι Ιταλοί αλλά ζήτησαν λάχανα για να φάνε. Κόκκαλο ο πατέρας μου. Πάω, σκέφτηκε, με σκότωσαν. Θυμήθηκε την ιδιαιτερότητα του γαϊδάρου. Μόλις πλησίαζε ο Ιταλός να πάρει λάχανα, γαργαλά κάτω απ’ την μπροστινή μασχάλη, το γαϊδουράκι που άρχισε να τσινά λυσσαλέα. Που να πλησιάσει ο Ιταλός που είχε σκάσει στα γέλλια! Δεν με συμπαθεί το γαϊδουράκι σου πίκολο. Του λέει «Πέρνα πίκολο, φεύγα». Και έτσι πήγαν οι χειροβομβίδες στο βουνό.
Και ο Σαλταδόρος ! Τον λέγαν Κοντόπουλο. Τον θυμάμαι και γω στην δεκαετία του ’60 πούλαγε σάμαλη. Δύο πούλαγαν σάμαλη. Ο γέρος και ο Σαλταδόρος. Έτσι των φώναζαν. Ο Σαλταδόρος. Τον θυμάμαι. Ήταν αδύνατος μελαχροινός, μαλλιά μαύρα ίσια, έβαζε μπριγιόλ. Φορούσε πολλά δαχτυλίδια στο χέρι του. Έκανε σάμαλη αφράτη σαν ραβανί. Πολύ νόστιμη. Του γέρο η σάμαλη ήταν καθιστή με πέτσα από πάνω καλά σιροπιασμένη μοσχομύριζε μαστίχα. Και αυτή πολύ νόστιμη.
Στην Κατοχή ήταν παιδάκι ο Σαλταδόρος. Στον Κλαδισσό, εκεί που τώρα είναι ο κόμβος ήταν ελιές, καλάμια, και στροφή. Σκαρφάλωνε σε μια ελιά, περίμενε να κόψει το φορτηγό ταχύτητα στην στροφή και σάλταρε απ’ την ελιά στο φορτηγό πάνω. Το φορτηγό ήταν γεμάτο τσουβάλια με τρόφιμα που πήγαιναν οι Γερμανοί για το προσωπικό τους στις φυλακές Αγυιάς. Έριχνε τσουβάλια απ’ τον Κλαδισσό μέχρι την Μοναχή Ελιά. Η Μοναχή Ελιά ήταν λίγο πριν το πρώτο ΙΝΚΑ της λεωφόρου Καζαντζάκη. ΟΙ κάτοικοι έβγαιναν έπαιρναν τα τρόφιμα που τους έριχνε. Στην Μοναχή Ελιά στην στροφή σάλταρε πάνω στο φορτηγό πέταγε για τον εαυτό του τώρα μερικά τσουβάλια και στο τελευταίο το καβάλαγε και καθώς το φορτηγό είχε κόψει ταχύτητα τσουρούσε καβάλα στο τσουβάλι, στον δρόμο. Αυτός ήταν ο Σαλταδόρος που μου ‘ λεγε ο μπαμπάς μου. Που τον θυμόταν όλοι οι παλιοί γειτόνοι και που τον γνώρισα και ‘γω όταν πουλούσε με τ’ άσπρο του καρότσι και με το άσπρο του πουκάμισο σάμαλη. Αυτοί είναι οι «Μικροί Ήρωες» που τους αξίζει τιμή και μνήμη αιώνια. Ιστορική, από γενιά σε γενιά, που δεν γράφεται σε κανένα βιβλίο. Αλλά μένει για πάντα ατόφια.