Του Όμηρου Ταχμαζίδη *
ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ συμπεριλάβαμε μια διάταξη σύμφωνα με την οποία υποψήφιος/α στις εθνικές εκλογές δύναται να είναι και άλλο πρόσωπο πέραν του προέδρου του κόμματος. Κάποιος ή κάποια που θα όριζε με απόφασή του το συνέδριο του κόμματος. Με αυτή την καταστατική δυνατότητα ο πρόεδρος του κόμματος, σε κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες, καλή ώρα όπως τώρα στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., παραμένει στη θέση του και επικεφαλής του ψηφοδελτίου για την πρωθυπουργία ορίζεται άλλο πρόσωπο.
Μια τέτοια δικλείδα ασφαλείας δεν υπάρχει στο καταστατικό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και σε συνάρτηση με την απευθείας εκλογή του προέδρου από ένα αδιευκρίνιστο σώμα ψηφοφόρων δημιουργούν την χαώδη και διαλυτική κατάσταση που παρακολουθούμε αυτή την περίοδο.
Ο κομματικός φορέας είναι αναγκασμένος να οπισθοβατεί στο ολισθηρό έδαφος ενός άτυπο εσωκομματικού εμφυλίου πολέμου διαφόρων μικροηγεμόνων, οι οποίοι θέτουν υποψηφιότητα παρακινούμενοι καταναγκαστικά από την αγωνία για την επίπλευσή τους την επόμενη ημέρα. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για υποψηφιότητες με αρχηγικές βλέψεις και προγραμματικούς στόχους, αλλά για φαινόμενα ανασφάλειας απέναντι στο ενδεχόμενο απώλειας συμβολικού κεφαλαίου στην όποια άτυπη “επετηρίδα” των κομματικών συσχετισμών και μηχανισμών. Αυτή η αγωνία τόσο πολλών ατόμων, που εκφράζεται από την πληθώρα των υποψηφιοτήτων, φανερώνει την προβληματική κατάσταση και την ασυνταξία που υπάρχει στο χώρο του στελεχικού δυναμικού του συγκεκριμένου κόμματος.
Πόσες υποψηφιότητες αντέχει, υπό κανονικές συνθήκες, ένας πολιτικός φορέας της σημερινής δυναμικότητας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.;
Δύο, το πολύ. Από μόνη της η πανσπερμία υποψηφιοτήτων δηλώνει ότι δεν υπάρχει ένας συνεκτικός ιδεολογικός και οργανωτικός πυρήνας με κινηματικό αφήγημα και επεξεργασμένη στρατηγική για την ανάκτηση της ηγεμονίας στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Για αυτό και υπερτονίζεται ο ρόλος του υποτιθέμενου ικανού ηγέτη που θα μπορέσει να κατανικήσει τον Κυρ. Μητσοτάκη.
Εμείς οι σοσιαλιστές δεν τρέφουμε καμία ψευδαίσθηση πως εάν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν ακολουθήσει διαδικασίες δημοκρατικής ανασυγκρότησης του, δεν προσδιορίσει τον πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό του, με όλες τις αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις που θα υπάρξουν – ένα δημοκρατικό κόμμα αρχών ζει και αναπνέει μέσα στην ατμόσφαιρα των παραγωγικών συγκρούσεων – η εκλογή νέου αρχηγού, ανδρός ή γυναίκας, ελάχιστα θα συμβάλλει στην ηγεμονική επάνοδο των δυνάμεων της προόδου στο πολιτικό προσκήνιο.
Με παλιές αντιλήψεις και πρακτικές δεν κτίζονται κόμματα εξουσίας που φιλοδοξούν να αλλάξουν κάτι στον τόπο. Ένας πρόεδρος που θα προέλθει από ένα πολτό περιστασιακών ψηφοφόρων και όχι από υπαρκτά και ενεργά μέλη ενός κόμματος θα βαρύνεται από τα απολίτικα χαρακτηριστικά αυτής της εκλογής. Η εκλογή προέδρου δεν είναι ευκαιρία για να κάνουν πασαρέλα στη δημοσιότητα και να εκθεατρίζουν τους φόβους ή τις μωροφιλοδοξίες τους διάφορα πρόσωπα. Κανείς δεν δικαιούται σε ένα δημοκρατικό φορέα να ισοπεδώσει την ιδιότητα του μέλους μέσα από την πολτοποίησή της με πρόφαση την άμεση εκλογή από ένα ευρύτερο σώμα άσχετων με το κόμμα πολιτών. Η πολτοποίηση της πολιτικής διεργασίας μέσω της άμεσης εκλογής προέδρου οδηγεί και στην πανσπερμία των υποψηφιοτήτων, αλλά και της χειραγώγησης της δημοσιότητας μέσω της κατευθυνόμενης “ονοματολογίας” και των δημοσκοπήσεων.
Από αυτή την τοξική συνθήκη δεν πρόκειται να προκύψει πρόεδρος, γυναίκα ή άνδρας, που να μην αμφισβητηθεί από την επόμενη ημέρα της εκλογής του. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν χρειάζεται να παρατεθούν. Κακό θα κάνει μια απαρίθμηση ενδεχομένων και, αυτή τη στιγμή και υπό αυτές τις συνθήκες, δε θα συνετίσει κανέναν και καμία.
Εδώ να προσθέσω και την αυτοκαταστροφική τάση των ηγετικών κύκλων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να επικαλείται κάθε στέλεχός του και ένα διαφορετικό σημείο αναφοράς από το παρελθόν του κόμματος. Αυτό που χρειάζεται η χώρα και ο προοδευτικός χώρος είναι ένα κεντρικό σημείο αναφοράς, από την ιστορία της μεταπολίτευσης, που θα σηματοδοτεί θετικά την έννοια της πολιτικής.
Και αυτό είναι η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό.
Επίσης θα πρέπει να γίνει σαφές στο αδιευκρίνιστο εκλογικό σώμα που θα κληθεί να επιλέξει μέσα από την πανσπερμία των υποψηφίων, ότι κανείς από όλους και όλες, υπό αυτές τις συνθήκες και αυτά τα πολιτικά προτάγματα, δεν μπορεί να νικήσει την (Ακρο)Δεξιά και τον Κυρ. Μητσοτάκη.
Για τρεις λόγους και μιλώντας κάπως γενικά: Ο πρώτος διότι και ο νέος πρόεδρος δε θα διαθέτει ισχυρή κομματική βάση και εσωκομματική αποδοχή. Και αυτός ή αυτή θα είναι, ευθύς εξαρχής, υπό τη διαρκή δημοσκοπική επιτήρηση και σε κατάσταση αναμονής.
Ο δεύτερος και κυριότερος, διότι το κόμμα δε διαθέτει στρατηγική ηγεμονίας, συνολικό αφήγημα και συνεκτικό πρόγραμμα. (Και ας βαυκαλίζονται διάφορα στελέχη του για το αντίθετο, θυμίζοντας – οι παλιότεροι γνωρίζουν – την ηττοπαθή νοοτροπία του “ανανεωτικού” ΚΚΕ (εσωτερικού) που έκανε την τρίχα τριχιά για να δικαιολογήσει την αποξένωσή του από τον λαϊκό κόσμο και, τελικώς, αντέδρασε με πολιτική μνησικακία και οι ηγέτες του παγίδευσαν μεθοδευμένα και συστηματικά το λαϊκό κόσμο της κομμουνιστικής Αριστεράς στη συμμαχία με την Δεξιά και τον “αποστάτη” – χρησιμοποιώ τον όρο με την σημασία που καταγράφετε στη συλλογική μνήμη του δημοκρατικού κόσμου της χώρας- Κώστα Μητσοτάκη.)
Ο τρίτος είναι η αδυναμία, σε σχέση και με τον δεύτερο, να επιβληθεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στον ευρύτερο δημοκρατικό προοδευτικό χώρο και να υπερβεί την “ασυμμετρία” που συνεχίζει να δημιουργεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να είναι λαϊκό, αλλά παραμένει συντηρητικό, δηλώνει σοσιαλδημοκρατικό, αλλά αγνοεί την δημοκρατική λειτουργία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, είναι κόμμα του κόσμου της εργασίας, αλλά αποστρέφεται την οργανική του σχέση με το σ.κ., είναι κόμμα προοδευτικό, αλλά βρίσκεται μακριά από τα κρίσιμα επίδικα που προσδιορίζουν τις ευαισθησίες και τις αντιλήψεις των νεότερων γενιών.
Εν τέλει, το ΠΑΣΟΚ έχει πρόβλημα “ταυτότητας”. Αποφεύγω να χρησιμοποιώ τον όρο – θεωρώ ότι πρόκειται για μια ακόμη εκδοχή “πλαστικής λέξης” – αλλά τον επιστρατεύω εδώ προς χάριν της ευκολότερης συνεννοήσεως και κατανοήσεως των γραφομένων μου.
Πόσους υποψήφιους αρχηγούς αντέχει ένα κόμμα; Απεριόριστους, όταν οι υποψηφιότητες προέρχονται από φοβίες ή τη ματαιοδοξία διαφόρων ατόμων. Αλλά κάπως έτσι (εξ)ευτελίζονται και οι θεσμοί.
Και τα κόμματα είναι θεσμοί της Ελληνικής Δημοκρατίας. Για αυτό, εμείς οι σοσιαλιστές, ασχολούμαστε και “συμπάσχουμε” με όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται, όλη αυτή την περίοδο μετά τις ευρωεκλογές, στον συγκεκριμένο όμορο πολιτικό χώρο. Και, φυσικά, όχι διότι μας ενδιαφέρει πολιτικά μόνο ο συγκεκριμένος, αλλά και ο ευρύτερος προοδευτικός χώρος.
Μας ενδιαφέρει η συνεργασία που ξεκινήσαμε ως ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Αρχικώς στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στις περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (υποψηφιότητα της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΖΕΜΠΙΛΙΑΔΟΥ, που υποστηρίχτηκε επίσης από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ!) και Κεντρικής Μακεδονίας (υποψήφιος ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ του ΠΑ.ΣΟ.Κ.).
Και, προσφάτως, με την υποψηφιότητα του ΓΡΗΓΟΡΗ ΖΑΡΩΤΙΑΔΗ, καθηγητή Οικονομικών και προέδρου της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ με το ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του νέου ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Τιμήσαμε και τιμούμε τις συνεργασίες, αλλά οι σύντροφοι στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι πολιτικές συμπλεύσεις δεν είναι α λα καρτ…
* Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)