Συνεχίστηκε την Παρασκευή στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας η δίκη για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ. Στο εδώλιο κάθονται δύο Έλληνες, αδέρφια, 41 και 49 ετών, οι οποίοι φρουρούνται από αστυνομικούς με βαρύ οπλισμό και κουκούλες.
Στην αρχή της συνεδρίασης η εισαγγελέας της έδρας διάβασε την κατηγορία και στη συνέχεια ζήτησε τον λόγο ο μικρότερος σε ηλικία κατηγορούμενος: «Θα ήθελα όσοι είναι στην αίθουσα να δουν τους δολοφόνους (σημ. τη φωτογραφία των δραστών στο μηχανάκι) και να δουν κι εμάς. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε στη συνέχεια», είπε, προτού ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία.
Ως πρώτη μάρτυρας κατέθεσε η σύζυγος του Γιώργου Καραϊβάζ, Στάθα Αλεξανδροπούλου. «Ο Γιώργος ασχολείτο με δύσκολα θέματα, τα πρώτα χρόνια με την τρομοκρατία και τα επόμενα με το οργανωμένο έγκλημα. Ήταν παθιασμένος με τη δουλειά του, έγκριτος, με πολυετή συνεργασία σε πολλά Μέσα. Ήταν εργάτης της δημοσιογραφίας», είπε.
«Δεν μου είχε πει ποτέ ότι τον απασχολούσε κάτι. Δεν φοβόταν κάτι και μάλιστα έδινε το ίδιο αυτοκίνητο στον γιο μας, που έχει τον ίδιο σωματότυπο και φορά τα ίδια ρούχα. Δεν θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο τον γιο μας», πρόσθεσε η χήρα Καραϊβάζ.
Ρωτήθηκε από το δικαστήριο και την υπεράσπιση αν γνωρίζει τα ονόματα των Δημήτρη Μάλαμα και Δημήτρη Καπετανάκη (σημ. αναφέρονται και οι δύο στην έρευνα της ΕΥΠ για την Greek mafia κι έχουν δολοφονηθεί). Η κα. Αλεξανδροπούλου απάντησε ότι ο σύζυγός της, αναλόγως με τα θέματα που χειριζόταν, επικοινωνούσε με όλες τις πλευρές για να φτάσει στην αλήθεια και να μην αδικήσει κανέναν.
«Είχε τηλεφωνικές επαφές με το υπουργείο, με αξιωματικούς και με ποινικούς, όμως δεν μου είχε αναφέρει κάτι συγκεκριμένο. Ότι δεχόταν απειλές το διάβασα εκ των υστέρων», απάντησε.
Για την ίδια δικογραφία της Greek mafia ο Καραϊβάζ είχε κληθεί να καταθέσει ως ύποπτος. Στο υπόμνημά του, όπως και σε σειρά άρθρων του για τη διαφθορά στην Αστυνομία, ο ίδιος είχε επαναλάβει ότι λόγω της δουλειάς του, μιλούσε με όλους.
«Τον έμπλεκαν σε μία ιστορία, που όμως δεν προχώρησε. Δεν γνωρίζω καν αν είχε δικηγόρο. Στο σπίτι δεν μιλούσαμε για τη δουλειά ούτε και ο ίδιος μοιραζόταν πράγματα με συναδέλφους του», είπε η Στάθα Αλεξανδροπούλου.
«H εντολή για την εκτέλεση του δόθηκε από κάποιον που ενοχλήθηκε από όσα έγραφε, κάποιος από το οργανωμένο έγκλημα, που ήθελε να του κλείσει το στόμα. Ο Γιώργος Καραϊβάζ είναι νεκρός, λόγω της δημοσιογραφικής του ιδιότητας», πρόσθεσε εμφατικά η ίδια σε άλλο σημείο.
«Άκουγε όλες τις πλευρές, έδινε δεύτερη ευκαιρία στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και στον επικήδειο ο γιος μας είπε ότι ο πατέρας του θα συγχωρούσε τους δολοφόνους».
Η ίδια περιέγρψε ότι την προηγούμενη μέρα είχε επιστρέψει μαζί με τον σύζυγό της στον Άλιμο, αργότερα από τη συνηθισμένη ώρα. Το δικαστήριο επέμενε σε αυτό, γιατί σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι δράστες είχαν βρεθεί και την προηγούμενη μέρα έξω από το σπίτι του θύματος, όμως δεν χτύπησαν γιατί είχε περάσει η ώρα και αποχώρησαν.
Για τη μέρα της δολοφονίας η χήρα Καραϊβάζ ανέφερε ότι ο δημοσιογράφος την κάλεσε λίγο πριν τις 2 το μεσημέρι, όπως κάθε μέρα, όταν τελείωνε από την εκπομπή στην τηλεόραση. «Ρώτησε “πού σας βρίσκω;” και ξεκίνησε για το σπίτι.
»Στις 2.20 μια γειτόνισσα μου είπε ότι έγινε συμπλοκή στον δρόμο, ότι σκότωσαν κάποιους. Λίγο μετά μου τηλεφώνησε ο συνδικαλιστής αστυνομικός Γιώργος Καλλιακμάνης και με ρώτησε αν είμαστε καλά. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Είδα τον κόσμο και κατέβηκα κάτω. Ήταν άξιος άνθρωπος» είπε κλαίγοντας η Στάθα Αλεξανδροπούλου.
Στη συνέχεια κατέθεσε η μητέρα του άτυχου δημοσιογράφου. «Ήταν ένα χρυσό παιδί, πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Διάβαζε και βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα που ζει σε χωριό της Δράμας. «Πάντα μου έλεγε, “Μάνα όλα καλά”. Το μόνο που θέλω είναι να τιμωρηθούν οι δράστες και οι εντολείς τους, όπως τους αξίζει». Το ίδιο κατέθεσε και η αδερφή του, η οποία ζει στη Γερμανία.
Στο μεταξύ, αντιδράσεις στο δικαστήριο προκάλεσε η απουσία ενός αστυνομικού, ο οποίος είναι σημαντικός μάρτυρας στην υπόθεση. Όπως έγινε γνωστό, το τελευταίο διάστημα υπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία στο Αμπού Ντάμπι. Τόσο η υπεράσπιση όσο και η πολιτική αγωγή είπαν ότι θεωρούν κρίσιμη την παρουσία του στο ακροατήριο.
«ΙΔΙΟΣ ΣΩΜΑΤΟΤΥΠΟΣ»
Ως μάρτυρας κατέθεσε, πάντως, ένας αστυνομικός στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Είπε ότι είδε βίντεο και φωτογραφίες της υπόθεσης και για πρώτη φορά στο ακροατήριο, απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέως, είπε ότι ο σωματότυπος ενός εκ των δύο ανδρών πάνω στο σκούτερ, το οποίο καταγράφεται πριν και μετά τη δολοφονία στον Άλιμο, ταιριάζει με τον σωματότυπο του μικρότερου σε ηλικία κατηγορούμενου που βρίσκεται στο εδώλιο.
«Δεν λέω ότι είναι ο ίδιος. Λέω ότι ο σωματότυπος ταιριάζει, γιατί είναι γυμνασμένος», κατέθεσε ο αστυνομικός, προκαλώντας την αντίδραση της υπεράσπισης. «Κοιτάξτε τους αστυνομικούς φρουρούς στην αίθουσα, παρακαλώ. Ποιος ταιριάζει επίσης στον σωματότυπο του άνδρα στο σκούτερ;», ρώτησε δεικτικά ένας από τους συνηγόρους.
Έπειτα, από το δικαστήριο εξετάστηκε ένας αυτόπτης μάρτυρας, κηπουρός στον Δήμο Αλίμου, που τη στιγμή τη δολοφονίας καθόταν στο παρκάκι μπροστά στο οποίο δολοφονήθηκε ο Καραϊβάζ. «Ήμουν με άλλους δύο συναδέλφους μου. Ακούσαμε έναν κρότο σαν εξάτμιση μοτοσικλέτας κι έπειτα ένα “Ααχ”. Σηκώθηκα όρθιος και είδα δύο άντρες πεζούς. Ο ένας κρατούσε όπλο κι έριχνε αβέρτα στο θύμα, που ήταν στον δρόμο», περιέγραψε.
«Οι δύο άντρες είχαν καλυμμένα χαρακτηριστικά και ένας εξ αυτών, που έριχνε με το όπλο, φαινόταν γυμνασμένος. Γύρισαν και έφυγαν ήρεμοι. Μου έριξαν ένα βλέμμα κι έπειτα ανέβηκαν στο σκούτερ και έφυγαν πολύ ψύχραιμοι. Τηλεφώνησα στην Αστυνομία και μου είπαν, “Πήγαινε να δεις αν το θύμα έχει σφυγμό”. Δεν μπορούσα, όμως, να πλησιάσω γιατί το σημείο είχε πλημμυρίσει στο αίμα. Οι αστυνομικοί έφτασαν σε λιγότερο από πέντε λεπτά».
Οι συνήγοροι υπεράσπισης επιμένουν ιδιαίτερα κατά την εξέταση των μαρτύρων στο δρομολόγιο που ακολούθησαν οι εκτελεστές, παρουσιάζοντας στοιχεία από δεκάδες κάμερες ασφαλείας σε σπίτια και καταστήματα της περιοχής και την έκθεση αναλύσεως.
Μετά από σύντομη διακοπή, ως μάρτυρας κατέθεσε ένας νεαρός, εργαζόμενος σε συνεργείο αυτοκινήτων, ο οποίος είχε δει το σκούτερ των δραστών να αποχωρεί με μεγάλη ταχύτητα και παρουσιάστηκε αυτοβούλως στην Αστυνομία, για να βοηθήσει όπως είπε.
«Ο σωματότυπος των δύο κατηγορούμενων ταιριάζει με τους δύο αναβάτες της μηχανής», είπε, απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέα, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει, για δεύτερη φορά στη σημερινή συνεδρίαση, νέος γύρος ερωτήσεων από την υπεράσπιση και την πολιτική αγωγή. «Το σκούτερ έτρεχε με 80 χλμ. κι εσείς συγκρατήσατε λεπτομέρειες», σχολίασε συνήγορος υπεράσπισης.
Ζητήθηκε από τον μάρτυρα να κάνει στο ακροατήριο μία εκτίμηση για το ύψος των κατηγορούμενων. «Είναι πολύ διαφορετικό, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που λέτε», είπε ο συνήγορος. Η υπεράσπιση, επίσης, σχολίασε: «Υπάρχουν τέσσερις μάρτυρες που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους δράστες. Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν κλήθηκε έκτοτε να κάνει οποιαδήποτε αναγνώριση υπόπτων, είτε σε φωτογραφίες είτε με φυσική παρουσία».
Σημειώνεται ότι στην αρχή της συνεδρίασης οι συνήγοροι υποστήριξης της κατηγορίας, αναφέροντας ότι στο παραπεμπτικό βούλευμα δεν γίνεται αναφορά στο κίνητρο της δολοφονίας, που κατά την άποψή τους αφορά τη δημοσιογραφική ιδιότητα του θύματος, ζήτησαν από το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τις πληροφορίες περί χρημάτων που εντοπίστηκαν σε λογαριασμούς των κατηγορουμένων.
Ζήτησαν, επίσης, την εφαρμογή μέτρων ασφαλείας με αστυνομικό έλεγχο κατά την είσοδο του κοινού στο ακροατήριο. Στο ακροατήριο βρέθηκαν σήμερα συγγενείς του θύματος και δημοσιογράφοι, μεταξύ αυτών η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων.
Η δίκη θα συνεχιστεί την προσεχή Πέμπτη.