12.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Γερμανικές επανορθώσεις – αποζημιώσεις: Παλλαϊκό αίτημα η διεκδίκησή τους

Ημερομηνία:

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου οι πολεμικές επανορθώσεις ήταν μέρος των Συνθηκών ειρήνης που η Ελλάδα υπέγραψε με τα κράτη – μέλη του Άξονα (πλην της Γερμανίας φυσικά). Τον Φεβρουάριο του 1947 η Ιταλία δεσμεύτηκε να καταβάλει και κατέβαλε 105 εκατομμύρια δολάρια της εποχής και η Βουλγαρία ένα μικρότερο ποσό. Η αναγνώριση του κατοχικού δανείου ήταν μέρος της συνθήκης ειρήνης με την Ιταλία, στο τμήμα που την αφορούσε και συμπεριλήφθηκε στις επανορθώσεις,

Το ζήτημα της Γερμανίας ήταν ιδιαίτερο. Πρώτον διότι ο όρος «παράδοση άνευ όρων» καταργούσε την κρατική υπόσταση και οντότητα του Γερμανικού Κράτους και, ως συνέπεια, καθιστούσε αδύνατη την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων ειρήνης με τον κλασσικό τρόπο: νικητές απέναντι σε ηττημένους. Παρόλα αυτά συγκλήθηκε στο Παρίσι ειδική διάσκεψη για τον προσδιορισμό των πολεμικών επανορθώσεων σε κάθε κράτος που βρέθηκε κάτω από την κατοχή της. Η Ελλάδα με ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό θυμάτων και τεράστιες καταστροφές, βρισκόταν ανάμεσα στους πρώτους δικαιούχους.

Στην Διάσκεψη του Παρισιού για τις γερμανικές επανορθώσεις το 1946 επιδικάστηκε στην Ελλάδα το ποσό των 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων της εποχής 1. Να σταθούμε λίγο σε αυτό το μέγεθος. Συγκριτικά η οικονομική στήριξη των ΗΠΑ στο κυβερνητικό στρατόπεδο στην περίοδο του Εμφυλίου πολέμου κόστισε στις ΗΠΑ δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Η πρώτη καταβολή στην Ελλάδα, με το Δόγμα Τρούμαν, ήταν 350 εκατομμύρια δολάρια. Με το σχέδιο Μάρσαλ, αργότερα, για την αποκατάσταση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και την στήριξη των αποικιοκρατικών δυνάμεων, η Γαλλία χρηματοδοτήθηκε με 2,3 δισεκατομμύρια, η Βρετανία με 3,3, η Ιταλία με 1,2 και η Δυτική Γερμανία με 1,4. Το τελικό ύψος του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν 12,7 δισεκατομμύρια δολάρια.

Τα παραπάνω μεγέθη αναφέρονται για να τονιστεί το σημαντικό ύψος των πολεμικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν στην Ελλάδα. Η δε συμφωνία που τις επιδίκασε ισχύει πλήρως. Ως εκ τούτου είναι μάλλον περιττή, ίσως και βλαβερή η επανεξέταση στην Ελλάδα των Γερμανικών επανορθώσεων. Αυτές έχουν πιστοποιηθεί και προσδιοριστεί από επίσημες συμφωνίες και συμβάσεις.

Η καταβολή του ποσού των επανορθώσεων έμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι την ρύθμιση ζητημάτων υπόστασης και αρμοδιοτήτων του γερμανικού κράτους. Με την είσοδο στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου και την ανοικτή πλέον διαμάχη του δυτικού στρατοπέδου με την Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες το ζήτημα περιπλέχθηκε. Η ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δημιούργησε δύο κρατικές οντότητες καμία από τις οποίες δεν επιθυμούσε να αναλάβει το βάρος των επανορθώσεων. Η δε ανάγκη επανεξοπλισμού της Γερμανίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ οδήγησε σε νέες αναβολές.

Στη Συμφωνία του Λονδίνου στα 1953 -μέσα στο πλαίσιο των «διευκολύνσεων» προς την Ο.Δ. Γερμανίας, αποφασίστηκε να μετατεθούν οι γερμανικές υποχρεώσεις μέχρι την σύναψη νέας Συνθήκης με μια ενοποιημένη Γερμανία.

Στο μεταξύ διάστημα η Ο.Δ. της Γερμανίας προσπάθησε να εκτονώσει και να συγκαλύψει το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων μεταφέροντας το σε ατομικές αποζημιώσεις παθόντων στην διάρκεια της Κατοχής. Η προτεραιότητα δόθηκε σε ανθρώπους διωγμένους για την θρησκεία ή τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, Εβραίους κυρίως. Στο πλαίσιο αυτό, ως μέρος διακρατικών συμφωνιών της εποχής η Γερμανία κατέβαλε στην Ελλάδα στα 1960 το ποσό των 115 εκατομμυρίων μάρκων το οποίο και διατέθηκε σε ατομικές αποζημιώσεις. Η γερμανική αυτή κίνηση αποσκοπούσε στο να δείξει ότι η γερμανική πλευρά ήταν πρόθυμη να πληρώσει τα θύματα της ρατσιστικής πολιτικής των ναζί και των διωγμών που αυτοί πραγματοποίησαν και όχι τις διακρατικές της υπoχρεώσεις – τις πολεμικές δηλαδή επανορθώσεις.

Εξάλλου στο γερμανικό νομικό σύστημα τα σχετικά εδάφια κάνουν πάντοτε λόγο για θύματα του ναζισμού και προσδιορίζουν σε φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους την αιτία των διωγμών. Με τον τρόπο αυτό το γερμανικό κράτος τοποθετείται στο απυρόβλητο και ακυρώνεται η ευθύνη του.

Ας σημειωθεί εδώ ότι η γερμανική τακτική για την αποφυγή των ευθυνών προσαρμόζεται σε κάθε περίπτωση χώρας αξιοποιώντας ή μάλλον στρεβλώνοντας- στοιχεία της επιμέρους ιστορίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας οι Γερμανοί -κράτος, ιστορικοί, επιστήμονες, δυστυχώς ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες επηρεασμένοι από την γερμανική θέση- τονίζουν τον ρόλο και την δράση των ντόπιων δωσίλογων στις καταστροφές και στις δολοφονίες, τα Τάγματα Ασφαλείας κλπ. – όπως και επιμένουν να αναφέρονται σε εσωτερικές συγκρούσεις στα κατεχόμενα κράτη και να υπερτονίζουν τη σημασία τους, Η ευθύνη της Γερμανίας σχετικοποιείται με τον τρόπο αυτό καθώς μάλιστα δεν συνδέεται η γερμανική κυριαρχία και κατοχή με αυτά τα φαινόμενα. Διακρίνεται ο κίνδυνος να θεωρηθεί ο γερμανικός στρατός Κατοχής ως επέμβαση κυανόκρανων στο μέλλον!

Ο αντίλογος στο παραπάνω σύστημα νομικής θωράκισης της γερμανικής πλευράς είναι αυτονόητος. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα η δύναμη που κατέλαβε την Ελλάδα (και τα άλλα κράτη της Ευρώπης), ο γερμανικός στρατός και η γερμανική κυβέρνηση ήταν. Δεν ήταν το ναζιστικό κόμμα που διαχειρίστηκε την λεηλασία της Ελλάδας, την καταστροφή των υποδομών της και την καταδίκη στην πείνα των κατοίκων της, Η γερμανική κυβέρνηση ήταν. Δεν ήταν το ο ναζιστικό κόμμα – έστω οι ιδιωτικοί του στρατοί και συμμορίες – υπεύθυνο για την καταστροφή εκατοντάδων χωριών, τις μαζικές εκτελέσεις των κατοίκων τους, τα μπλόκα στις συνοικίες των πόλεων, τα στρατόπεδα εξόντωσης, η γερμανική διοίκηση του γερμανικού κράτους ήταν. Τώρα αν «παρασύρθηκαν» από τους ναζί ή όχι, δεν αφορά τα θύματα – ας τα βρούνε μεταξύ τους ως προς τους ενόχους

Δεν είναι επίσης τα όποια Τάγματα Ασφαλείας οι εισβολείς που κατέλαβαν την χώρα. Οι Γερμανοί την κατέλαβαν και τα Τ.Α και οι λοιποί δωσίλογοι ήταν εργαλεία και αποτελέσματα της κατάκτησης και του εγκληματικού συστήματος Κατοχής που το γερμανικό κράτος οργάνωσε και επέβαλε.

Η λήξη του πολέμου πιστοποιήθηκε με την Συμφωνία «τέσσερα συν δύο» στις 12 Σεπτεμβρίου του 1990. Συνθήκη για την τελική ρύθμιση του ζητήματος της Γερμανίας, όπως επίσημα ονομάστηκε.

Οι τέσσερις χώρες που εκπροσωπούσαν το συμμαχικό στρατόπεδο ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία (διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης), η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία. Από την άλλη πλευρά υπέγραψαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας οι οποίες, σύμφωνα με την Συνθήκη θα ενώνονταν σε ενιαίο γερμανικό κράτος. Στην Συνθήκη δεν γινόταν μνεία των υποχρεώσεων της Γερμανίας ως προς τις πολεμικές αποζημιώσεις και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι ακύρωνε τις προηγούμενες συμφωνίες πάνω στο ζήτημα αυτό.

Επιπλέον η Συνθήκη τέσσερα συν δύο αφορούσε τις τέσσερις δυνάμεις που ανέλαβαν την κατοχή με ιδιαίτερες ζώνες- και την διοίκηση του γερμανικού εδάφους στα 1945. Αυτό δεν σημαίνει ό τι οι υπόλοιπες χώρες του συμμαχικού συνασπισμού δεν είχαν – συμβολικά έστω – συμμετοχή στην κατοχή και την στρατιωτική διοίκηση της Γερμανίας. Η ελληνική διπλωματική αποστολή στο Βερολίνο είχε, ως το 1990, στρατιωτικό χαρακτήρα και συμβόλιζε την συμμετοχή της χώρας στην νίκη του 1945 – ένα είδος κατοχικής παρουσίας. Η μη πρόσκληση και η αγνόηση των λοιπών χωρών που ανήκαν στο συμμαχικό στρατόπεδο και που είχαν δεχτεί εισβολή και κατοχή από τις γερμανικές δυνάμεις στον πόλεμο άφηνε εκκρεμότητες και επέτρεπε πολλές ερμηνείες.

Η πρώτη και ουσιαστική που επικαλείται η γερμανική πλευρά σήμερα είναι ότι η συμφωνία των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων στην διευθέτηση του γερμανικού ζητήματος έκλεινε το οποιοδήποτε θέμα αφορούσε το κάθε μέλος της συμμαχίας. Στην ουσία η γερμανική πλευρά διατείνεται ό τι οι τέσσερις σύμμαχοι υπέγραψαν και για λογαριασμό της Ελλάδας, της Πολωνίας ή όποιου άλλου συμμαχικού κράτους. Η θέση αυτή είναι οι διπλωματικά και πολιτικά επικίνδυνη καθότι εκχωρεί στοιχεία ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε τρίτο κράτος – έστω δύναμη. Η Ελλάδα τοποθετείται έτσι σε ειδικό χώρο «κρατών περιορισμένης ευθύνης» για λογαριασμό των οποίων και ερήμην τους μπορούν να υπογράφουν οι ισχυροί της Γης. Ορίζεται ως «κράτος υπό κηδεμονία» αναιρώντας defacto την ανεξαρτησία του. Είναι περιττό να επισημάνουμε τους πολιτικούς, εθνικούς κινδύνους που περικλείει μια τέτοια άποψη.

Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι τα επιχειρήματα της γερμανικής πλευράς έχουν τύχει αμφισβήτησης και από επίσημους φορείς το του γερμανικού κράτους. Ακόμα και πρόσφατα η νομική υπηρεσία της γερμανικής Βουλής κατέληγε στα παρακάτω συμπεράσματα:

«…Σε αντίθεση με τη γερμανική κυβέρνηση η επιστημονική υπηρεσία της Bundestag εκφράζει την άποψη ότι στη βάση του διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι τα ελληνικά αιτήματα έχουν παραγραφεί – ούτε στο θέμα των επανορθώσεων και ούτε στο θέμα του κατοχικού δανείου. Το πόρισμα αμφιβάλλει επίσης για το κατά πόσον λόγω υπογραφής της «Συνθήκης δύο συν τέσσερις» το 1990 (γερμανική ενοποίηση) δεν υφίσταται πλέον το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν συμμετείχε στη σύναψη αυτής της Συνθήκης δεν προκύπτουν για αυτή ούτε υποχρεώσεις, ούτε δικαιώματα. Συνεπώς, ακόμη κι αν το ζήτημα των επανορθώσεων δεν αναφέρεται στη Συνθήκη αυτή, με την οποία οριστικοποιήθηκε το τελικό μεταπολεμικό καθεστώς της Γερμανίας, δεν σημαίνει ότι το θέμα δεν υφίσταται.

Πέραν αυτού η επιστημονική επιτροπή της γερμανικής βουλής επισημαίνει ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της – ούτε με δήλωσή της και ούτε σιωπηρά. Η έκθεση αναφέρει τις κατά καιρούς ρηματικές διακοινώσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τις οποίες καθιστούσαν σαφές ότι το ζήτημα των επανορθώσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να επιλυθεί. Η τελευταία ρηματική διακοίνωση έγινε μόλις πρόσφατα. Μάλιστα, η επιστημονική υπηρεσία της γερμανικής βουλής και προκειμένου να υπάρξει «νομική σαφήνεια» προτείνει η Γερμανία και Ελλάδα να αποταθούν στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη. Ένα τέτοιο βήμα προϋποθέτει όμως τη σύμφωνη γνώμη και της Γερμανίας, πράγμα που απορρίπτει η γερμανική κυβέρνηση……..

Πέρα από τα όσα διατείνεται η γερμανική πλευρά η επανένωση της Γερμανίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 επανάφερε, το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων καθώς εκπληρώθηκαν οι πρόνοιες της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953. Υπήρχε πλέον μια ενιαία Γερμανία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος αναστολής των γερμανικών υποχρεώσεων.

Στο σημείο αυτό κλείνει το ζήτημα των πολιτικών, διπλωματικών, νομικών και ηθικών, υποχρεώσεων της Γερμανίας και ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο: αυτό την ατολμίας των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν ανέτοιμες και εμφανώς σαστισμένες μπροστά στην συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του 1990 και στις υποχρεώσεις που οι ανατροπές έθεταν μπροστά στην ελληνική πολιτική ηγεσία. Ετούτο το σάστισμα ήταν διαχρονικό και προερχόταν από την αντίληψη της ελληνικής αστικής τάξης ότι η χώρα-εννοούν η ταξική της διάρθρωση- έχουν πάντοτε ανάγκη εξωτερικής εύνοιας και προστασίας. Πρόκειται για το «τραύμα του εμφυλίου» το οποίο φαίνεται πάντοτε παρόν παρά το πέρασμα του χρόνου.

Η αμηχανία υπήρξε διαχρονική. Να σταθούμε λίγο στο σημείο αυτό.

Οι απαιτήσεις της Ελλάδας χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι οι οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις για τα όσα δεινά προκάλεσε στην χώρα η γερμανική κατοχή. Το δεύτερο αφορά την αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου που η τότε ελληνική ναζιστική κυβέρνηση της Ελληνικής Πολιτείας έδωσε στους Γερμανούς και Ιταλούς για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία στην Αφρική. Στις 14 Μαρτίου 1942 στην Ρώμη οι Γερμανοί και Ιταλοί αποφάσισαν την συμμετοχή της Ελλάδας στην χρηματοδότηση του πολέμου στην Αφρική διαμέσου της προκαταβολής μηνιαίων δόσεων των «εξόδων κατοχής». Η προκαταβολή ορίστηκε ως δάνειο.

Το δάνειο αυτό αναγνωρίστηκε από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Η κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ προέβη μάλιστα σε μια αρχή αποπληρωμής του με την καταβολή των δύο πρώτων δόσεων στην Αθήνα. Από την ιταλική πλευρά το μερίδιο της Ιταλίας στην δανειακή αυτή σύμβαση αναγνωρίστηκε επίσης και συνυπολογίστηκε στις ιταλικές επανορθώσεις που καθορίστηκαν με την Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 1947.

Η ελληνική πλευρά πολύ σωστά διαχώρισε το ζήτημα του κατοχικού δανείου από το γενικότερο ζήτημα των οφειλόμενων επανορθώσεων. Θεώρησε έτσι ότι η αποπληρωμή του δανείου από την γερμανική πλευρά δεν εμπίπτει στην αναστολή των γερμανικών υποχρεώσεων όπως τις καθόρισε η Συνθήκη του Λονδίνου στα 1953. Πλην όμως το σθένος των ελληνικών απαιτήσεων μόνο  ως υποτονικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Οικονομικοί παράγοντες έθεταν κατά καιρούς το θέμα του δανείου -ο Ξενοφών Ζολώτας στα 1955, ο Άγγελος Αγγελόπουλος στα 1964- χωρίς ουσιαστική πολιτική κάλυψη.

Στην δεκαετία του 1960, επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου ο υιός του Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε την διεκδίκηση της αποπληρωμής του δανείου σε πολιτική βάση. Ο τρόπος που το έθεσε ήταν προβληματικός και στιγμάτισε έκτοτε τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Να το εξηγήσω

Στην επίσκεψη του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βόννη, τον Φεβρουάριο του 1965 τέθηκε ζήτημα «συμψηφισμού» ή «συμβιβασμού» με την γερμανική πλευρά στο ζήτημα αυτό. Η λογική θύμιζε πιο πρόσφατες θεωρίες συμψηφισμού και winwin!

Έγραφε στην αναφορά του ο υιός του πρωθυπουργού

«…. Κατά τας συνομιλίας μου μετά των κυρίων Zachs και Kaizer ανέφερα την ύπαρξιν του εκκρεμούντος θέματος του δανείου της Τραπέζης της Ελλάδος προς τον γερμανικόν στρατόν κατοχής και υπεγράμμισα την σημασίαν την οποίαν αποδίδει η ελληνική κυβέρνησις εις ένα φιλικόν διακανονισμόν του εν λόγω θέματος. Ο διακανονισμός του θέματος τούτου, ετόνισα, ήθελεν εξαλείψει και τα τελευταία ίχνη ατυχών συμβάντων του παρελθόντος και συσφίγξει έτι περαιτέρω τας σχέσεις των δύο χωρών. Ειδικώτερον, εσημείωσα ότι ο διακανονισμός του εν λόγω δανείου δύναται να συνδεθή με την παροχήν υπό της γερμανικής κυβερνήσεως προς την Ελλάδα μακροχρονίου ατόκου ή χαμηλοτόκου δανείου προς προώθησιν της οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος κατά το πρότυπον του παρελθόντος προς την Γιουγκοσλαβίαν κατά το 1956 δανείου (200.000.000 γερμανικά μάρκα, 99 έτη, άτοκον). Δάνειον αυτής της μορφής, ετόνισα εις τους κυρίους Zachs και Kaizer, ήθελε συντελέσει αποτελεσματικώς εις την ολοκλήρωσιν της οικονομικής υποδομής της χώρας καθιστώσης ούτω αποδοτικωτέραν την συνεργασίαν γερμανοελληνικών επιχειρήσεων, αίτινες ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι. Επί του εν λόγω θέματος υποβάλλω εντός των ημερών γραπτόν σημείωμα εις τον κ. Kaizer. Δέον να σημειωθή ότι δια πρώτην φοράν από ελληνικής πλευράς τίθεται επισήμως το αίτημα διακανονισμού του δανείου τούτου…».

Η θέση αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου μετέβαλε ποιοτικά το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Η απαίτηση της Ελλάδας έπαψε να είναι νομικά ισχυρή και διπλωματικά απαιτητή καθώς υποβαθμίστηκε σε εργαλείο διαπραγμάτευσης με την γερμανική πλευρά για διεκδίκηση μάλιστα δανείου! Η νέα ετούτη λογική παγιώθηκε. Στα 1995, ενώ η ελληνική διπλωματία παρακολουθούσε αμήχανη τις εξελίξεις και τις νέες καταστάσεις που προέκυψαν από την ενοποίηση της Γερμανίας, επί Ανδρέα Παπανδρέου, πρωθυπουργού πλέον, με ενέργειες του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερμανία κ. Ι. Μπουρλογιάννης επέδωσε στις 14 Νοεμβρίου 1995 στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας κ. Χάρτμαν σχετική ρηματική διακοίνωση με την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.

Τη ρηματική αυτή διακοίνωση απέρριψε με δήλωση του κ. Χάρτμαν η γερμανική κυβέρνηση.

Από ελληνικής πλευράς ακολούθησε σχετική δήλωση του τότε υπουργού Τύπου, ο οποίος τόνισε πως «η Γερμανία είναι εταίρος και φίλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το θέμα αυτό είναι διακρατικού επιπέδου και γι’ αυτό και κινούμεθα όπως ακριβώς είχαμε προσφάτως ανακοινώσει Προς τούτο απαιτούνται ορθοί και υπεύθυνοι χειρισμοί τους οποίους η κυβέρνηση έχει αναλάβει κι έτσι θα προχωρήσει…..

Στη συνέχεια, κι ενώ πέρασαν περισσότερα από 15 χρόνια και μεσολάβησαν τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς τον Κώστα Σημίτη, τον Κώστα Καραμανλή και τον Γιώργο Παπανδρέου, το ζήτημα δεν επανατέθηκε επιτρέποντας στην γερμανική πλευρά να υποστηρίζει ότι το ζήτημα θεωρείται λήξαν.

Για να μην είμαστε απόλυτα άδικοι οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν έπραξαν μεν σχεδόν τίποτα για την διεκδίκηση των επανορθώσεων, από την άλλη μεριά όμως ποτέ δεν απέσυραν το ελληνικό αίτημα και ποτέ δεν θεώρησαν το θέμα λήξαν.

Υπήρξαν δε και ορισμένες εξάρσεις στο ζήτημα, άσχετα από την συγκυρία και τους λόγους που την προκάλεσαν. Στις 13 Δεκεμβρίου του 2010, επιτροπή της Βουλής κατέθεσε συγκεκριμένα μεγέθη για το ύψος των γερμανικών επανορθώσεων και το σώμα δέσμευσε τις ελληνικές κυβερνήσεις να προβούν στις δέουσες ενέργειες. Οι συνολικές απαιτήσεις της Ελλάδας ορίστηκαν στα 162 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς τους αναλογούντες τόκους. Από αυτό το αυτό το ποσό, τα 108 δισεκατομμύρια αφορούσαν τις πολεμικές επανορθώσεις και τα 54 δισεκατομμύρια το κατοχικό δάνειο.

Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (αναπληρώτρια υπουργός εξωτερικών η Σία Αναγνωστοπούλου) έκανε τη δεύτερη ρηματική διακοίνωση στην Γερμανική κυβέρνηση η οποία απορρίφθηκε επίσης. Η διακοίνωση έγινε στο τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ την παραμονή εκλογών που θα σηματοδοτούσαν την πτώση της. Η προεκλογική εργαλειακή χρήση του αιτήματος των αποζημιώσεων είναι προφανές ότι απομειώνει το κύρος των διεκδικήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί χώροι, άτομα και συλλογικότητες, επαναφέρουν, παραμονές εκλογών και, ίσως, πολιτικής κρίσης, το ίδιο ζήτημα. Προφανώς για να το ξεχάσουν αμέσως μετά.

Οι δε κινητοποιήσεις που αναγγέλλονται έχουν ένα χαρακτηριστικό.Δεν στρέφονται ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πολιτικό σύστημα που ταλαιπωρούν για πολλές δεκαετίες το ζήτημα, αλλά στρέφονται και διαδηλώνουν εναντίον της Γερμανίας. Η διεκδίκηση είναι θέμα πολιτικό, διπλωματικό, διακρατικό. Είναι ευθύνη και αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης να το θέσει στην γερμανική πλευρά. Τα υπόλοιπα έχουν νόημα μόνο αν υποχρεωθεί να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση το υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας.

Μια παρατήρηση ακόμα. Το ζήτημα των αποζημιώσεων επανέρχεται σε κάθε επετειακή εκδήλωση. Επανέρχεται σε ηθική όμως βάση. Διατραγωδούνται οι δολοφονίες, οι μαζικές εκτελέσεις, οι καταστροφές, οι εκτοπίσεις, οι πυρπολήσεις χωριών, τα στρατόπεδα θανάτου και όλα τα σχετικά. Πολύ καλά ως εδώ.

Τα παραπάνω όμως εγκληματικά έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από τις μεταπολεμικές συνθήκες και έχουν αποτιμηθεί σε πολιτική βάση – όχι ηθική. Βρισκόμαστε δηλαδή πέρα από το ζήτημα της ηθικής καταδίκης, στο κεφάλαιο της υλικής επανόρθωσης. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να επιστρέφουμε στο ηθικό πεδίο και να ζητούμε την εκ νέου ηθική αποκλειστικά- καταδίκη της Γερμανίας, Η ηθική καταδίκη αντιμετωπίζεται από μια «Συγγνώμη» του όποιο Γερμανού επισήμου. Η υλική υποχρέωση επανορθώσεων θέτει περισσότερα ζητήματα από την απλή «Συγγνώμη»

Η Γερμανία έχει κάθε λόγο να εκτρέπει το ζήτημα προς το ηθικό. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα.

Αυτό είναι σύγχυση. Και η σύγχυση υπονομεύει τον αγώνα για καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων».

Παραπομπές:

  1. Agreement on Reparation from Germany, on the establishment of an inter-allied reparation agency and on the restitution of monetary gold, Παρίσι, 14 Ιανουαρίου 1946: https://www.mzv.cz/file/198469/Paris.pdf
  2. Guinnane T., (2004), Financial Vergangenheitsbewaltigung: The 1953 London Debt Agreement, Leibniz Information Centre for Economics, Center Discussion Paper No 880/https://www.econstor.eu/bitstream/10419/98344/1/cdp880.pdf

Πηγές

  1. Περιοδικό Εθνική Αντίσταση, Απρίλης – Ιούνης 2024
  2. Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Α.Π.Θ. από παρεμβάσεις του σε εκδηλώσεις των παραρτημάτων Π.Ε.Α.Ε.Α.- Δ.Σ.Ε.

Σπύρος Δαράκης

πρώην πρόεδρος μαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
πρώην Δήμαρχος Μηθύμνης και μέλος του Δ.Σ του Δικτύου
Μαρτυρικών πόλεων και
χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)

 

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ