Του Απόστολου Λουλουδάκη
«Χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα και ένα νέο κίνημα. Μια ηθική, κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία που θα διατρέχει όλα τα προοδευτικά κόμματα, θα αγγίζει όσους έχουν γυρίσει τη πλάτη στο πολιτικό σύστημα, θα απαντά στην ακροδεξιά δημαγωγία και θα δίνει κίνητρο στους πολίτες να σηκωθούν από τον καναπέ» – Αλέξης Τσίπρας, στη Διάσκεψης για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη, που οργάνωσε το ομώνυμο Ινστιτούτο.
Στην εποχή της ταχύτητας, της εικόνας και του «scroll», ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς της κοινωνικής κινητοποίησης θεωρείται… ο καναπές. Κατηγορείται ως το άτυπο σύμβολο της αδράνειας: εκεί όπου ο σύγχρονος πολίτης αποχαυνώνεται, με το τηλεκοντρόλ στο ένα χέρι και το τάμπλετ στο άλλο, παρακολουθώντας ριάλιτι, πατώντας like και κάνοντας share… τα προβλήματα των άλλων.
Ο καναπές, λένε, έχει γίνει το ναρκωτικό της σύγχρονης συνείδησης. Από εκεί δεν σηκώνεται κανείς ούτε για να διαμαρτυρηθεί, ούτε για να διαβάσει, ούτε καν για να σκεφτεί. Ο πολίτης έγινε «καναπεδάκιας» — ένας μοντέρνος homo immobilis.
Αλλά είναι όμως πάντα έτσι;
Ας πάμε λίγο πίσω. Πολύ πίσω. Πιο πίσω και από την εποχή που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, τάμπλετ, memes και tweets. Πάμε στην εποχή ενός κυρίου με κομψή περούκα και αυστηρό πρόγραμμα: του Ιμμάνουελ Καντ.
Ο Καντ υπήρξε ο κορυφαίος διανοητής του Διαφωτισμού. Κι όμως — και εδώ είναι το παράδοξο — δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη του, το Κένιξμπεργκ. Δεν ταξίδεψε, δεν πήγε σε συνέδρια, δεν έκανε εμφανίσεις. Αν ζούσε σήμερα, πιθανότατα θα ήταν ο τύπος που δουλεύει από το σπίτι με πιτζάμες, γράφει φιλοσοφικά threads στο X και λέει “σόρι, δεν μπορώ να βγω, έχω να ολοκληρώσω την Κριτική του Καθαρού Λόγου”.
Ο Καντ είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος του καναπέ. Όχι επειδή τεμπέλιαζε — κάθε άλλο. Αλλά γιατί απέδειξε πως ο στοχασμός δεν απαιτεί γεωγραφική μετατόπιση. Αρκεί μια πολυθρόνα, μια γραφομηχανή (ή σήμερα, ένα πληκτρολόγιο) και, κυρίως, η δύναμη του νου. Από εκείνη τη γωνιά του κόσμου, ξεκίνησε να ανατέμνει το Λόγο, την Ηθική, τον Χρόνο, τον Χώρο και την ελευθερία του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, έκανε επανάσταση χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του.
Τι σημαίνει αυτό για εμάς τους σημερινούς καναπεδάτους;
Μήπως ο καναπές δεν είναι το πρόβλημα αλλά το πώς τον χρησιμοποιούμε;
Άλλος κάθεται και βλέπει οκτώ ώρες reality. Άλλος διαβάζει Πλάτωνα. Άλλος γράφει ραπ κοινωνικής διαμαρτυρίας. Άλλος φτιάχνει memes με τον Διογένη στο βαρέλι και τον Σωκράτη να τρολάρει τους Σοφιστές. Ο καναπές είναι ουδέτερος: γίνεται όπλο ή νανούρισμα ανάλογα με το χέρι που τον κρατά.
Ίσως λοιπόν ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να κατηγορούμε το έπιπλο και να αρχίσουμε να κοιτάμε τι κάνουμε πάνω του. Να τον κάνουμε «καναπέ του στοχασμού». Εκεί όπου ο πολίτης δεν απλώς κάθεται — αλλά αναλογίζεται. Εκεί όπου γίνεται η μετάβαση από την κριτική του καναπέ στην κριτική από τον καναπέ. Κι αν θέλουμε να το πάμε ακόμα πιο μακριά, μπορεί να γίνει και καναπές της αυτοκριτικής — και τότε, ναι, ίσως πλησιάσουμε λιγάκι τον Καντ.
Γιατί, όπως θα έλεγε κι εκείνος, σκέψου μόνος σου, ακόμη κι αν είσαι με τις πιτζάμες σου, στο σαλόνι σου, με καφέ στο χέρι. Το θέμα δεν είναι να σηκωθείς. Το θέμα είναι να ξυπνήσεις.
Κι αν όλα αυτά φαίνονται πολύ «καντιανά», ας πάρουμε και ένα παράδειγμα πιο… μποέμικο.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, δεν έγραφε τα έργα του σε κάποιο απομονωμένο σπουδαστήριο, μα στους καναπέδες και τις καρέκλες των μπιστρό του Σαιν Μισέλ στο Παρίσι, με καφέ ή κρασί στο πλάι και την Σιμόν ντε Μποβουάρ απέναντι. Εκεί, πάνω σε καναπέδες ντυμένους με δέρμα και τσιγάρα που καπνίζονταν με βαθυστόχαστη απελπισία, γεννήθηκαν τα θεμέλια της υπαρξιστικής φιλοσοφίας του: η ελευθερία, η αγωνία, η ευθύνη του να είσαι άνθρωπος.
Ο καναπές, είτε είναι σε σαλόνι στο Κένιξμπεργκ είτε σε παρισινό μπιστρό, μπορεί να γίνει εργαστήρι σκέψης, όχι παθητικό καταφύγιο. Εξαρτάται από το μυαλό που κάθεται πάνω του. Εκεί όπου άλλοι ξεροσταλιάζουν βλέποντας talent shows, κάποιοι άλλοι αναλύουν την Κριτική του Πρακτικού Λόγου ή γράφουν θεατρικά που ξεγυμνώνουν τη μεταπολεμική συνείδηση.
Και ας μην ξεχνάμε κι έναν πιο δικό μας άνθρωπο του πνεύματος: τον Οδυσσέα Ελύτη. Κι εκείνος, μακριά από τα μεγάλα σαλόνια της πολιτικής και της προβολής, έγραφε την ποίησή του από τη μοναχικότητα του γραφείου ή της πολυθρόνας του, σε ένα δωμάτιο γεμάτο φως και Αιγαίο — αλλά πάντα καθισμένος. Δεν χρειάστηκε να φωνάξει για να ακουστεί. Δεν χρειάστηκε να σταθεί στο βήμα. Έγραψε από το «καθιστό ύψος» της σκέψης. Κι έτσι μας έδωσε τις πιο ψηλές κορφές του νεοελληνικού λόγου. Ο καναπές του Ελύτη δεν είχε τηλεόραση απέναντι — είχε το φως, το μπλε, και το καθαρό βλέμμα προς τα μέσα. Έγραφε «με μία σταγόνα ουρανό στο μελάνι του».
Στον καναπέ εξ άλλου ο Φρόυντ δεν ζητούσε απαντήσεις — ζητούσε νήματα. Και το ασυνείδητο, επιτέλους, έπιανε κουβέντα
Ο καναπές του δεν είναι έπιπλο· είναι μηχανισμός αποκάλυψης. Είναι ο τόπος όπου η ψυχή, απαλλαγμένη από την αγκύλωση της συνείδησης, αρχίζει να μιλά. Εκεί όπου η γλώσσα γίνεται μονοπάτι προς το άρρητο — εκεί όπου το υποκείμενο, χάνοντας τον έλεγχο, συναντά τον εαυτό του.
Ίσως ο καναπές να είναι ο σύγχρονος τόπος του φιλοσοφείν. Όχι αυτός της αλήθειας, αλλά της αποκάλυψης. Όχι αυτός της δράσης, αλλά της εμβάθυνσης. Ίσως τελικά, για να δούμε καθαρά, να πρέπει πρώτα να κλείσουμε τα μάτια — και να ξαπλώσουμε.
Ή, όπως θα έλεγε κι ο Οκτάβιο Παζ:
Η σκέψη είναι πράξη. Η σιωπή είναι δράση. Το να μένεις μόνος και να κοιτάζεις μέσα σου, δεν είναι φυγή — είναι ένας άλλος τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο.
Ένας καναπές, ένα βιβλίο, ένα μυαλό που σκέφτεται. Μπορεί να μην ακούγεται τίποτα.
Κι όμως — εκεί γεννιούνται οι πιο εκκωφαντικές ιδέες.



