Του Διονύση Σκλήρη
To βραβείο Νόμπελ δόθηκε στον Λάσλο Κρασναχορκάι σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη διέρχεται μια υπαρξιακή κρίση και, αίφνης, ο υπαρξιακός πεσιμισμός του Ούγγρου λογοτέχνη αποκτά μία παράδοξη επικαιρότητα. Το σκεπτικό της Ακαδημίας ήταν ότι ο Ούγγρος συγγραφέας αναδεικνύει την ισχύ της τέχνης ενώπιον του αποκαλυπτικού τρόμου. Με αυτόν τον τρόπο αποτελεί έναν κήρυκα του απολεσθέντος ανθρωπισμού έναντι κάθε είδους ολοκληρωτισμού. «Μαιτρ της αποκάλυψης» τον είχε, άλλωστε, χαρακτηρίσει η Σούζαν Σόνταγκ. Το έργο του Κρασναχορκάι, σε διάλογο, μεταξύ άλλων, με τον Νικολάι Γκόγκολ, τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, τον Φρίντριχ Νίτσε, τον Φραντς Κάφκα, τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Τόμας Μπέρνχαρντ, αποπειράται μία αντίσταση του πνεύματος μέσα από την ενδότερη αμφισβήτηση. Μέσω του Κάφκα ριζώνει στη λογοτεχνική παράδοση της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, εγκολπούμενος το γκροτέσκο χιούμορ, το εφιαλτικό, το φαρσικό, το σουρεαλιστικό και το μακάβριο ως έναν καμβά για την οντολογική αναζήτηση.
Οι ήρωες του Κρασναχορκάι είναι μοναχικοί λόγω του στοχασμού τους, αλλά όχι αποκομμένοι από τις κοινότητές τους. Αντιθέτως, όπως ο Ηράκλειτος, αναζητούν τον κοινό λόγο του ανθρώπινου πολιτισμού, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται μια αναγκαστική αυτοεξορία. Πρόκειται για σαλούς που η τρέλα τους επιτρέπει να αναδυθεί μια βαθύτερη αλήθεια της κοινότητας, απωθημένη από τη συνήθεια και την πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Το φόντο των έργων του Κρασναχορκάι είναι συχνά η παράλογη βία του πολέμου σε αντίστιξη με την οποία οι ήρωές του αναζητούν μια προσωπική αυθεντικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο Νομπελίστες της Ουγγαρίας, ο Ίμρε Κέρτες και ο Λάσλο Κρασναχορκάι ανήκουν αμφότεροι στην εβραϊκή κοινότητα, διαθέτοντας στα έργα τους έναν υπαρξιακό κοσμοπολιτισμό σε ένταση με την ουγγρική εθνική κοινότητα. Στο «Τανγκό του Σατανά», που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον συνοδοιπόρο του Μπέλα Ταρ, επιχειρεί να περιγράψει το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, επικεντρώνοντας σε ένα χωριό της επαρχίας της Ουγγαρίας. Στο περισσότερο πρόσφατο, όμως, «Herscht 07769. H ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ» θίγει την κρίση του γερμανόφωνου και εν γένει ευρωπαϊκού πολιτισμού σε μια αποκαλυπτική προοπτική.
Γενικότερα η εξέλιξη του έργου του μέσα στον χρόνο συνοδεύεται από ένα άνοιγμα από την ουγγρικότητα, που αφορά στα πρώτα έργα του, σε έναν στοχασμό για το μέλλον σύνολης της Ευρώπης, που αποτελεί χαρακτηριστικό των ώριμων μυθιστορημάτων του. Ενώ στα πρώτα έργα του πρωταγωνιστής είναι συλλογικότητες στην Ουγγαρία του τέλους του κομμουνισμού από το έργο «Πόλεμος και Πόλεμος» παρατηρούμε ένα άνοιγμα στην οικουμενικότητα, ενώ από το έργο «Seiobo εκεί κάτω» έχουμε ένα ενδιαφέρον για τους πολιτισμούς της Κίνας και της Ινδίας. Ο Κρασναχορκάι είναι διάσημος για τον μακροπερίοδο ελικοειδή λόγο του, όπου η συχνή απουσία των εξωτερικών ορίων των σημείων στίξης συνάδει με έναν εσωτερικό μουσικό ρυθμό. Η πολυπλοκότητα της γραφής ματαιώνει μια γραμμική ανάγνωση και εξασκεί τον αναγνώστη στο να προσλαμβάνει το έργο ως ένα όλον, όπου καλείται να επανέλθει σε όσα έχει ήδη διαβάσει και να τα διαυγάσει ξανά. Κατά έναν μεταμοντέρνο τρόπο δεν υπάρχει πρότερο και ύστερο, κέντρο και περιφέρεια στην οργάνωση της αφήγησης, αλλά ο αναγνώστης καλείται σε διαρκείς επαναδρομές σε ό,τι έχει ήδη διαβάσει.
Γεννημένος το 1954 στην πόλη Gyula της Ουγγαρίας, ο Λάσλο Κρασναχορκάι σπούδασε νομικά και φιλολογία στα πανεπιστήμια του Ζέγκεντ και της Βουδαπέστης. Είχε υπάρξει επαγγελματίας μουσικός σε ηλικία 14 έως 18 ετών, πριν αποφασίσει να αφιερωθεί στη συγγραφή. Η μουσική του προπαίδεια τον δίδαξε τη σημασία της δομής και της αρμονίας με αποτέλεσμα ο λόγος του να έχει μουσική ποιότητα. Πρόκειται για ένα ακόμη ηρακλείτειο χαρακτηριστικό ενός συγγραφέα που προσπαθεί να αποτυπώσει τον λόγο ως ρυθμό του γίγνεσθαι. Ακολουθώντας τον φιλόσοφο Φρίντριχ Νίτσε, ο Κρασναχορκάι εκδέχεται τη λογοτεχνία ως ένα είδος διονυσιακού χορού. Ο Μπέλα Ταρ προσπάθησε με σεναριογράφο τον ίδιο τον συγγραφέα να μεταφέρει αυτόν τον ρυθμό στον κινηματογράφο, επιμένοντας σε μια βραδύτητα η οποία προκαλεί μια αποστασιοποίηση στον θεατή σε σχέση με τη συμβατική εκτύλιξη του χρόνου. Σήμερα, σε μια Ευρώπη, που διέρχεται υπαρξιακή κρίση, ο Κρασναχορκάι παραμένει μια προφητική φωνή του εσχατολογικού και αποκαλυπτικού λόγου.



