Η συζήτηση για το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος επανέρχεται σταθερά στο προσκήνιο, ιδιαίτερα μετά τις μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές ενέργειας στην Ευρώπη και τις πιέσεις που δέχεται το εισόδημα των νοικοκυριών.
Αν και η ονομαστική τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα φαίνεται να κινείται γύρω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν μια διαφορετική πραγματικότητα: λαμβάνοντας υπόψη τους μισθούς και την αγοραστική δύναμη, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι για τους Έλληνες από τα ακριβότερα στην Ευρώπη.
Οι ονομαστικές τιμές: μια εικόνα «μεσαίου» κόστους
Σύμφωνα με τη Eurostat (2023–2024), η Ελλάδα καταγράφει τελικές χρεώσεις ηλεκτρικού ρεύματος στα νοικοκυριά οι οποίες:
-
βρίσκονται ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.,
-
απέχουν από τις πολύ υψηλές τιμές χωρών της Κεντρικής Ευρώπης,
-
αλλά παραμένουν υψηλότερες από χώρες όπου η παραγωγή βασίζεται σε φθηνότερες μορφές ενέργειας (όπως η Γαλλία με τα πυρηνικά).
Με άλλα λόγια, η τιμή «στον λογαριασμό» δεν είναι ακραία συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες. Ωστόσο, αυτή η εικόνα αλλάζει δραματικά όταν εξετάσουμε το κόστος σε σχέση με τα εισοδήματα.
Η πραγματική σύγκριση: το ρεύμα ως ποσοστό του μισθού
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες της Ε.Ε. με:
-
από τους χαμηλότερους καθαρούς μισθούς,
-
υψηλή ενεργειακή εξάρτηση από φυσικό αέριο,
-
μεγάλο ποσοστό ρυθμιζόμενων χρεώσεων στον τελικό λογαριασμό,
-
και την τρίτη υψηλότερη ενεργειακή επιβάρυνση για τα νοικοκυριά.
Σε δείκτες όπως ο energy affordability index και ο δείκτης ενεργειακής φτώχειας, η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στις χειρότερες 3–4 χώρες της Ευρώπης.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν η ονομαστική τιμή είναι «μέση»,
η πραγματική επιβάρυνση για το ελληνικό νοικοκυριό είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε.

Για παράδειγμα, ένα πάγιο κόστος ρεύματος 120–150 ευρώ τον μήνα αντιστοιχεί:
-
σε 15–20% ενός καθαρού μισθού 800–900 ευρώ,
-
αλλά μόλις σε 5–7% ενός μισθού 2.500 ευρώ σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Η Ελλάδα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο: Σταθερά υψηλή «ενεργειακή φτώχεια»
Η Eurostat καταγράφει ότι:
-
Το 17% έως 22% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνουν ότι δεν μπορούν να κρατήσουν το σπίτι ζεστό τον χειμώνα.
-
Η χώρα κατατάσσεται στην 4η χειρότερη θέση στην Ε.Ε. σε ενεργειακή φτώχεια.
-
Το κόστος ρεύματος απορροφά διπλάσιο έως τριπλάσιο ποσοστό εισοδήματος σε σχέση με χώρες με αντίστοιχες ονομαστικές τιμές.
Η ενεργειακή κρίση του 2021–2022 επιδείνωσε την κατάσταση, με την Ελλάδα να βρίσκεται για πολλούς μήνες ανάμεσα στις πιο ακριβές χώρες της Ευρώπης προ επιδοτήσεων.
Γιατί το ρεύμα είναι τόσο «βαρύ» για τα ελληνικά νοικοκυριά;
Οι ειδικοί εντοπίζουν τέσσερις κύριους λόγους:
1. Χαμηλοί μισθοί, υψηλές χρεώσεις
Η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους καθαρούς μισθούς της Ευρωζώνης, αλλά τιμές ρεύματος κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
2. Ενεργειακή εξάρτηση από το φυσικό αέριο
Η εγχώρια παραγωγή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε φυσικό αέριο, το οποίο είναι ευάλωτο σε διεθνείς διακυμάνσεις.
3. Μεγάλο βάρος ρυθμιζόμενων χρεώσεων
Στον τελικό λογαριασμό περιλαμβάνονται μια σειρά από χρεώσεις που αυξάνουν σημαντικά το κόστος (ΔΕΔΔΗΕ, ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ κ.λπ.).
4. Παλαιό κτιριακό απόθεμα
Τα σπίτια είναι ενεργειακά «αδύναμα», καταναλώνοντας πολύ περισσότερη ενέργεια σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Μια ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον
Το ζήτημα του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας δεν αφορά μόνο τη διαχείριση της καθημερινότητας. Συνδέεται άμεσα:
-
με την ενεργειακή ασφάλεια,
-
με τη μετάβαση σε ΑΠΕ,
-
με την κοινωνική συνοχή,
-
και με το δικαίωμα των πολιτών σε αξιοπρεπή διαβίωση.
Η αντιπαράθεση για τις επιδοτήσεις, τη ρύθμιση της αγοράς και τις υποδομές ΑΠΕ είναι περισσότερο από οικονομικό ζήτημα — είναι θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ναι λοιπόν, η Ελλάδα δεν έχει το ακριβότερο ρεύμα ονομαστικά στην Ευρώπη.
Όμως για τους Έλληνες πολίτες, με βάση τους μισθούς και την αγοραστική δύναμη,
το ηλεκτρικό ρεύμα είναι από τα ακριβότερα και πιο δυσβάσταχτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαμόρφωση πολιτικών που να λαμβάνουν υπόψη αυτή την πραγματική επιβάρυνση,
και όχι μόνο τις ονομαστικές τιμές, αποτελεί πλέον αναγκαιότητα.



