Ας προχωρήσουμε σε μια υπόθεση εργασίας. Μια φιλοαμερικανική και φιλοϊσραηλινή δικτατορία βομβαρδίζει συστηματικά τις πόλεις της χώρας της, δολοφονεί κατά χιλιάδες τους πολίτες της, έχει εντάξει τα πλέον σκληρά βασανιστήρια στην τυπική ανακριτική διαδικασία και αρνείται κάθε δυνατότητα ειρηνικής μετάβασης στη δημοκρατία. Ποια θα ήταν η αντίδραση της Αριστεράς;
Πιθανόν να μην οργάνωνε συλλαλητήρια αντιιμπεριαλιστικής οργής και διεθνιστικής αλληλεγγύης όπως στο παρελθόν, μιας και είναι προφανές ότι η ευρισκόμενη υπό το ζυγό του Μνημονίου ελληνική κοινωνία πολύ δύσκολα κινητοποιείται για ζητήματα που δεν άπτονται της καθημερινότητάς της –οι ισχνές κινητοποιήσεις για το Παλαιστινιακό το αποδεικνύουν. Ωστόσο, μπορούμε να εικάσουμε με μεγάλη σιγουριά ότι τα αριστερά κόμματα θα εξέδιδαν ανακοινώσεις που θα καταδίκαζαν με τον πιο σκληρό τρόπο τον δικτάτορα και θα απαιτούσαν την άμεση αποπομπή του. Ούτε θα καλούσαν σε «συμβιβαστική λύση», ούτε θα χαρακτήριζαν «τρομοκρατικό εγκληματικό χτύπημα» την εκτέλεση ανώτατων αξιωματούχων της δικτατορίας. Γιατί λοιπόν, ενώ τα αριστερά κόμματα πιθανότατα θα κρατούσαν τη στάση που μόλις περιγράφηκε απέναντι στην υποτιθέμενη φιλοαμερικανική-φιλοϊσραηλινή δικτατορία, κινούνται με διαφορετικό τρόπο στην περίπτωση της Συρίας;
Προσωπικά είμαι επιφυλακτικός σε ό,τι αφορά τα νούμερα που ανακοινώνει το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, η κύρια πηγή πληροφόρησης των διεθνών ΜΜΕ. Και θα είμαι επιφυλακτικός όσο τα νούμερα των νεκρών δεν επιβεβαιώνονται από δεύτερη πηγή. Μπορεί δηλαδή οι νεκροί της εξέγερσης που έχει εξελιχθεί σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, να μην ξεπερνάνε τους είκοσι χιλιάδες. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νεκροί και οι τραυματίες είναι χιλιάδες, ότι το καθεστώς Άσαντ βομβαρδίζει τις συριακές πόλεις λες και είναι ξένη κατοχική δύναμη, ότι τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Οι τηλεοπτικές εικόνες και οι μαρτυρίες είναι τόσο πολλές και τόσο ξεκάθαρες που δεν μπορεί να αμφισβητηθούν. Και όμως, ενώ το καθεστώς Άσαντ σφάζει το λαό του, η Αριστερά μοιάζει να δυσκολεύεται να το καταδικάσει. Γιατί άραγε;
Τις αιτίες ίσως θα μπορούσαμε να τις αναζητήσουμε στο ότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός παίρνει όπλα από την Τουρκία και τις αντιδραστικές μοναρχίες του Κόλπου, στο ότι η εξέγερση εκτός από το αίτημα της ελευθερίας φέρει και τον αέρα της σουνιτικής εκδίκησης απέναντι στην για δεκαετίες τυραννική κυριαρχία της αλεβίτικης μειονότητας, στο ότι η Δύση απειλεί με επέμβαση εναντίον του Άσαντ, στο ότι η Αλ Κάιντα πολεμάει στον πλευρό των εξεγερμένων, στο ότι υπάρχει κίνδυνος «ιρακινοποίησης» της Συρίας μέσω της δημιουργίας τριών «ανεξάρτητων» περιοχών, σουνιτικής, αλεβίτικης και κουρδικής. Όμως τα ζητήματα για τα οποία έγινε μόλις λόγος, κανονικά θα έπρεπε να οδηγήσουν μόνο στη λήψη αποστάσεων από ορισμένες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καθώς και στην επισήμανση των κινδύνων που εγκυμονούν οι ξένες παρεμβάσεις και η απόδοση θρησκευτικού χαρακτήρα στην εξέγερση. Δεν μπορούν δηλαδή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη «ανοχή» απέναντι στη δικτατορία του Άσαντ. Άλλωστε, το παράδειγμα της Λιβύης είναι πολύ πρόσφατο για να ξεχαστεί. Η συμμαχία των αντιπολιτευόμενων με το ΝΑΤΟ δεν άνοιξε το δρόμο στην άφεση των (τόσο πολλών…) αμαρτιών του Καντάφι από την Αριστερά.
Νομίζω λοιπόν ότι απάντηση στο ερώτημα περί μιας ορισμένης αριστερής «ανοχής» απέναντι στον Άσαντ μάλλον βρίσκεται στο ότι η εν λόγω δικτατορία δεν είναι φιλοαμερικανική και φιλοϊσραηλινή αλλά οι ιμπεριαλιστικοί πάτρωνες της είναι η Ρωσία και η Κίνα. Το γεγονός ότι ο Άσαντ εμφανίζεται ως γεωπολιτικός αντίπαλος των ΗΠΑ και του Ισραήλ φαίνεται αρκετό για να παραβλεφθεί ως ένα βαθμό το ότι εξοντώνει το λαό του. Η ηθική ένσταση που αυτομάτως εγείρει μια τέτοια προσέγγιση είναι προφανής: μια Αριστερά που δεν είναι αμείλικτη με τους κάθε είδους δικτάτορες-σφαγείς, και υιοθετεί την αστική υποκρισία των δύο μέτρων και δύο σταθμών, έχει απολέσει το ηθικό προβάδισμά της ενάντια στις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. Αναρωτιέμαι όμως αν εγείρεται κι ένα δεύτερο, πολιτικό αυτή τη φορά, ζήτημα. Αν δηλαδή η εν λόγω στάση απέναντι στη Συρία πηγάζει από την αντίληψη ότι δεν είμαστε γενικά εναντίον της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, αλλά ότι υπάρχουν τρόπον τινά «φιλικοί» ιμπεριαλισμοί. Ιμπεριαλισμοί με τους οποίους, αν παραστεί ανάγκη, μπορεί και να συμπορευτούμε. Τι είδους όμως Αριστερά είναι αυτή που χωρίζει τους ιμπεριαλισμούς σε… περισσότερο και λιγότερο «ιμπεριαλιστικούς»;
Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς