20.8 C
Chania
Saturday, November 23, 2024

‘‘Ένα τραγούδι πες μας απ’ την Σμύρνη’’

Ημερομηνία:

Πιλάτευα την γιαγιά μου την ‘Αννα την Σμυρνιά (Σαπουντζάκη – Κωνσταντουδάκη)! Πες μου ένα τραγούδι. Παιδάκι εγώ, πιο πολύ με τους μεγάλους μ’ άρεσε να ‘μαι, απ’ ότι με τ’ άλλα παιδιά.

Η φαντασία μου οργίαζε.

Έτρεχε σε μακρινά μέρη, έτρεχε εκεί στην Σμύρνη.

– Έλα γιαγιά πες μου ένα τραγούδι απ’ την Σμύρνη.

Και καθόμουν στην ποδιά της και πέρναγα τα χέρια μου στο λαιμό της και την φιλούσα την γέμιζα φιλιά. Και της ζητούσα τραγούδια απ’ την Σμύρνη.

Η γιαγιά δεν ήθελε να πει τραγούδια και ‘γω ήθελα ν’ ακούσω αμανέδες.

Φορούσα τα σαλβάρια μου, αυτά που μου ‘ραψε η μαμά μου.

Τα φόραγε η κόρη της Χανούμισσας στου Γετήμ Αγά. Ήταν στην ηλικία μου περίπου και ερχόταν συχνά έως το 1958 στο εξοχικό τους λίγο πριν το Βαμβακόπουλο. Σώζονται τα ερείπια του σπιτιού. Της άρεσαν και μου ‘φτιαξε και μένα.

Και η  γιαγιά μου άλλαζε κουβέντα.

– Είσαι όμορφη, μου ‘λεγε με τα σαλβάρια. Πολύ όμορφη. Να ‘σαι περήφανη γι’ αυτό. Το κεφάλι ψηλά. Ποτέ χαμηλά.

Να μην κοιτάς την γη.

Μόνο οι δούλοι κοιτάνε τη γη. Μοιάζεις με τα σαλβάρια με την Αισέ. Τι να κάνει τώρα;

Που να βρίσκεται; Είμαστε φιλενάδες. Χαθήκαμε.

Άσπρο δέρμα, σπαθάτο κορμί, μαύρα μάτια, φρύδια γιαταγάνι, μόνο τα μαλλιά της ήταν μαύρα. Πολύ μαύρα.

Η μαμά θύμωνε!

Άλλη κουλτούρα η Κρητικιά, άλλη κουλτούρα η Σμυρνιά.

– Θα μου χαλάσεις την κόρη μου, τι ‘ναι αυτά που της λες; Εγώ την θέλω χαμηλοβλεπούσα, σιγανή, ταπεινή. Τι ‘ναι το φουσάντο που της δίνεις; Θα μας καβαλήσει σε λίγο αυτή. Τον έχει τον αέρα και από μόνη της. Μην της βάζεις αέρα στα μυαλά της.

– Μην κοιτάς όλη μέρα τον καθρέφτη.

Έλεγε η μάνα μου.

–          Να, πάρε το καθρεφτάκι μου κοίτα τι ωραία που σου ‘φτιαξα τα μαλλιά σου. Μου ‘λεγε η Σμυρνιά.

Ήμουν η πρώτη εγγονή.

Είχα τ’ όνομά της.

Τα λόγια της γιαγιάς μ’ άρεσαν πιο πολύ απ’ της μαμάς κι’ όλο με τη γιαγιά βρισκόμουν.

–          Να, μου ‘λεγε: Βάλε αυτό το βιβλίο στο κεφάλι σου και περπάτα χωρίς να πέφτει το βιβλίο. Έτσι όπως οι Σμυρνιές. Στητές, περήφανες.

Και να εγώ παιχνιδάκι αγαπημένο στα χέρια τους.

Να πηγαίνω πάνω – κάτω με το βιβλίο στο κεφάλι. Και είχαν το γραμμόφωνο με τραγούδια Ανατολίτικα και ήταν πάντα όλες μαζί.

Η γιαγιά, η θεία η Καλλιόπη, η Νικολάου, η θεία η Λιλή η Τζιτζικαλάκη, οι κόρες της, η Ήρα και η Καίτη, η θεία η Χαρά, η θεία η Μπέμπα, η θεία η Μαριάμ.

Έπιναν καφέ, μετά γύριζαν το φλυτζάνι και λέγανε, λέγανε, λέγανε!

Και γελούσαν, γελούσαν, γελούσαν!

Χριστέ μου έλεγα, τι μαγική που είναι η Σμύρνη.

Μες στο φλυτζάνι βλέπουν την τύχη. Μπορούν να καθρεφτίζονται χωρίς να είναι κακό.

Μπορούν να περπατούν κορδιστές χωρίς να είναι κακό.

Μπορούν να φορούν καπέλα.

Να βάζουν αρώματα.

Να τραγουδάνε. Θεέ μου ωραία που θα ‘ταν στην Σμύρνη.

Μόνο η γιαγιά δεν τραγουδούσε.

Σπάνια. Δεν ξέρω γιατί.

Και εγώ ήθελα να μου πει ένα αμανέ.

Όπως αυτούς τους μελαγχολικούς, τους λυγμικούς, τους μελωδικούς και μακρόσυρτους σα μοιρολόγι, που ‘λεγε ο μπάρμπα Χρήστος, όταν έπιανε τον ναργιλέ και κλεινόταν στο δωμάτιό του.

–                Τώρα, φύγετε. Μην τον ενοχλείτε. Τώρα είναι δικιά του αυτή η ώρα. Αφήστε τον μόνο. Έτσι μας έλεγε η γυναίκα του.

Η καλή μας, που την αγαπούσαμε, όλα τα παιδιά της γειτονιάς.

Εμείς κάναμε πως φεύγαμε. Αλλά κρεμιόμαστε κρυφά στα παράθυρα και κοιτούσαμε.

Κάπνιζε τον ναργιλέ και τραγουδούσε: Ααααμααάν!

Και τα μάτια του τρέχανε δάκρυα.

Ήθελα τέτοια να μου πει και η γιαγιά μου.

Αμανέδες.

Έλα γιαγιά. Ένα τραγούδι απ’ την Σμύρνη.

Και η γιαγιά με τα πολλά άρχιζε:

Αααασσροοοοό μου περιστέεερι πέεεεταα στον ουρανοοοό τον γααλανοοό. Κι ‘τρέχαν ταμάτια της.

Σκεφτόταν πως μόνο ένα περιστέρι θα μπορούσε να ξαναδεί τον γαλανό ουρανό της Σμύρνης. Κι είχε τόσα πολλά στην αυλή της. Αναρωτιόμουν γιατί είχε τόσα πολλά περιστέρια.

Όμως εμένα το τραγούδι δεν μ’ άρεσε. Δεν ήταν αμανές. Δεν θέλω τέτοια της έλεγα. Θέλω αμανέ. Να μην μοιάζει με τα δικά μας. Θέλω τούρκικα.

Ααα τι ήταν να το πω αυτό;

Άστραψε και βρόντηξε.

Μην ξαναπείς τα τραγούδια τούρκικα ούτε και μεις είμαστε τουρκόσποροι. Ούτε αναμαζωξιάρηδες.

Είχαμε τα καλά μας εκεί. Και δεν φορούσαμε τσεμπέρια, ούτε δέναμε τις κάλτσες μας κόμπο πάνω απ’ τα γόνατα που κάνουν εδώ.

Και μου ‘δειχνε του ολόσωμο κορσέ της που τον έσφιγγε χιαστί με τα κορδόνια και τα στερέωνε τα γατζάκια.

Και τις κάλτσες ψηλά πάνω στους λευκούς της ωραίους μηρούς τις πέρναγε στα γατζάκια του κορσέ ζαρτιέρες νομίζω ήταν.

Και την καπελιέρα της.

Τσεμπέρια φορούσαν οι τουρκάλες και τα φοράνε και δω, μου ‘λεγε.

Μ’ αρκετή δόση περιφρόνησης.

Και οι Κρητικοί τι ‘ναι αυτές οι βράκες που φορούν;

Όπως οι Τσέτες. Και όταν έλεγε, τη λέξη ‘’Τσέτες’’ τα γαλαζοπράσινα της μάτια γινόταν πελώρια απ’ τον τρόμο. Οι Τσέτες κάνανε το κακό. Όχι οι Τούρκοι της Σμύρνης. Ήταν καλοί. Οι περισσότεροι. Καλοί μουσικοί, τεχνίτες. Κάνανε με τα χέρια τους ωραία πράγματα. Είχαν υπομονή στο χρυσό στο ασήμι. Κάνανε με το καρφί κομψοτεχνήματα. Χτυπούσαν το καρφί και σχημάτιζαν παπαρούνες! Ωραίες παπαρούνες. Μεγάλες βελουδένιες. Όπως αυτές τις κόκκινες και τις μωβ που τις έφερα από κει μέσα από την κοσμοχαλασιά και ήταν τόσο ωραίες. Νόμιζα πως ήμασταν στην αυλή μας στην Σμύρνη.

Κι’ ήρθαν προχτές οι ζαπιέδες και μου τις ξεπάτωσαν.

Και ‘γω δεν ήθελα.

Απ’ την Σμύρνη καλέ τις κουβάλησα να μου θυμίζουν τη γη μας. Και τώρα γιατί να τις ξεπατώσω ;

Αλλ’ αυτοί δεν αστειευόταν. Θα σε βάλομε φυλακή. Έτσι τσαλαπάτησαν και ξεπάτωσαν τις ωραίες μου παπαρούνες. Και σ’ όλη την γειτονιά. Δεν άφησαν μια για τον όρκο. Τόσο ωραίες που ήταν. Δεν υπάρχουν τέτοιες εδώ. Τόσο μεγάλες. Τόσο βελουδένιες. Κόκκινες και Μωβ.

Και εγώ παρόλο που ήμουν μικρή, δεν πήγαινα δημοτικό θυμάμαι την σκηνή.

Την γιαγιά με την μακριά ρόμπα να τρέχει να υπερασπιστεί τα λουλούδια της και οι ζαπιέδες με κείνες τις στολές με τα κουμπιά και με τις μπότες να την σπρώχνουν βάναυσα και να τις ξεπατώνουν απ’ τον κήπο της.

Και απ’ όλη τη γειτονιά μία παπαρούνα δεν άφησαν. Προσφυγογειτονιά. Πάει πια. Φύγαν οι ανθρώποι της πάει κι’ αυτή. Μαρίνας, Μετόχι, Φυντίκι  Μετόχι. Πάει, τέλος.

Αυτές οι παπαρούνες μου ‘λεγε η γιαγιά μου οι Τουρκάλες λένε πως είναι σπουδαίο φάρμακο. Καλλίτερο και απ’ το δικό μας, το τίλιο. Όταν, λέει τα μωρά τους έχουν κοιλόπονο και κλαίνε δίνουν μια σταλιά απ’ αυτό και αμέσως τους κόβεται ο πόνος αγγούρι. Και κοιμούνται σαν τ’ αρνιά. Αλλά αν κάνεις λάθος και τους δώσεις λίγο – λίγο παραπάνω πεθαίνουν τα μωρά.

Ααα πα-πά. Δεν θέλομε εμείς τέτοια φάρμακα. Μια χαρά είναι και το τίλιο μας. Για ομορφιά τις θέλομε εμείς. Βέβαια δεν μας δίνουν την αναλογία οι Τουρκάλες. Σου λένε οι ζηλιάρες: Εσείς έχετε το τίλιο σας και ‘μεις την παπαρούνα μας.

Κι εγώ μαγεμένη ζούσα τον κόσμο της Ανατολής.

– Γιαγιά θέλεις να ξαναπάς στη Σμύρνη;

Κούναγε το κεφάλι της, κοίταζε πέεερα μακρινά και έλεγε:  ‘’Σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη ζωή’’!

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε.

Σε μια άλλη ζωή!

Ίσως αυτό, όταν πριν δυο χρόνια πήγα στην Σμύρνη.

Έτσι ένα κομμάτι του εαυτού της, των γονιδίων της, που ζουν σε μένα είναι που  ‘‘σε μια άλλη ζωή’’, τη δική μου ζωή, ξαναγύρισαν στην Σμύρνη.

Ίσως γι’ αυτό, μου φαινόταν πολύ οικεία, αυτά τα βουνά, αυτός ο ουρανός, αυτή η θάλασσα.

Αυτή η οχλαγωγία της αγοράς, αυτή η βοή κι αυτός ο κόσμος μου φαινόταν όλα, τόσα οικεία, τόσο γνωστά.

Να ‘ταν οι αφηγήσεις της που μου φαινόταν πως είχα ζήσει εκεί;

Πως μέρη που πήγαμε τα ‘χα δει όνειρο;

Τι να ‘ταν άραγε;

Περιγραφή, φαντασία ή πραγματικότητα ;

Τι να ‘ταν αυτό, το συναίσθημα;

Το τόσο γλυκό.

Μήπως αυτό εννοούσε όταν έλεγε:

‘’Σε μια άλλη ζωή’’.

Μέσα από μένα ξαναγύρισε στη Σμύρνη; Τα γονίδια, το υποσυνείδητο, μπορούν να νοιώσουν;

Ποιος ξέρει;

Ίσως !!

Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ