Βιασμός ψυχής. Αυτό αποτελεί για πολλούς η επαφή με τον δημόσιο τομέα του κράτους. Μία αναποτελεσματική γραφειοκρατική μηχανή όπου η πολύωρη εργασία των υπαλλήλων δεν παράγει παρά ελάχιστα! Προσπαθώ να νοιώσω κάποια συμπάθεια γι’ αυτούς τους υπαλλήλους, για τις περικοπές στους μισθούς τους, για τις επικείμενες απολύσεις, αλλά δυστυχώς, τα όρια μου συνεχώς στενεύουν. Δεν είναι τεμπέληδες, είναι στην πλειοψηφία τους σκληρά εργαζόμενοι που έχουν υποστεί μεγάλες περικοπές στους μισθούς τους. Όμως, αυτό δεν αρκεί.
Η ζωή έχει γίνει δυσβάστακτη. Ο πολίτης έχει απέναντί του ένα κράτος το οποίο διαρκώς αλλάζει νόμους, εισάγει νέους φόρους, επιβάλλει νέα πρόστιμα, απαιτεί την άμεση πληρωμή, απειλεί με κατασχέσεις, καταστέλλει και διώκει αυτούς που αντιστέκονται.
Στο πιο καθημερινό επίπεδο, η επαφή με το κράτος είναι μέσω των υπηρεσιών του. Εκεί, εισέρχεσαι σ’ ένα τρομερό μηχανισμό όπου μέσα του ανακαλύπτεις χιλιάδες μικρούς Ευάγγελους Βενιζέλους. Μεγάλα ΕΓΩ σε μικρές θέσεις εξουσίας, χαμηλώνουν τα γυαλιά και με ύφος καθηγητικό, σου λένε: ΕΓΩ γνωρίζω καλύτερα τον νόμο! ΕΓΩ αποφασίζω τι είναι σωστό! ΕΓΩ δε σηκώνω αντιρρήσεις! ΕΓΩ θα αποφασίσω πότε θα σε εξυπηρετήσω, πότε θα βάλω την υπογραφή μου!
Η συγκεκριμένη προβληματική κατάσταση επιδεινώθηκε, με τις περικοπές και το μπάχαλο που έχει δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση. Πλέον, έχει γίνει απολύτως μη λειτουργική. Διαδικασίες που θα έπρεπε να ξεμπερδεύεις μέσα σε μερικές ημέρες, παιρνούνε μήνες δίχως αποτέλεσμα.
Κι έτσι, η μία υπογραφή που ζητούσες σε μία κόλλα χαρτί τώρα απαιτεί δεκάδες χαρτιά που να δικαιολογούν την υπογραφή και πολλά πρωινά αλλά και χρήμα για τη συλλογών αυτών. Ένα ολόκληρο σύστημα “ταΐζεται” από τη δική σου ταλαιπωρία.
Και όταν επιτέλους συλλέξεις αυτά τα χαρτιά, η μία μοναδική υπάλληλος μπορεί να λείπει σε διακοπές. Και ο καιρός περνά. Εν τω μεταξύ, άλλες δημόσιες υπηρεσίες σε πιέζουν. Αλλά εσύ δε μπορείς να προχωρήσεις εφόσον «η υπάλληλος απουσιάζει» και δε μπορεί ΚΑΝΕΙΣ να αναπληρώσει το κενό της. Όχι εφόσον δε θέλεις να ξαναξεκινήσεις τη διαδικασία από την αρχή! Και όταν τελειώνει η άδεια, τότε μπορεί «η υπάλληλος» να «έχει αρρωστήσει». Και μετά «η υπάλληλος έχει αποκλειστεί στην Αθήνα». Και ως τότε, δεν πρέπει ούτε να εκφράζεις τη δυσαρέσκειά σου, γιατί «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει», κι άλλωστε «δε θέλεις να δυσαρεστήσεις», γιατί «μπορεί να λειτουργήσουν εκδικητικά μετά»! Καλύτερα λοιπόν να ρωτήσεις με ειλικρινές ενδιαφέρον «και περνά καλά στις διακοπές της;»
Ναι! Αυτή είναι η εμπειρία μου στη «δημόσια υπηρεσία των Αναστεναγμών». Αυτό το όνομα της δίνω, γιατί οι πολίτες και οι επαγγελματίες που μπαινόβγαιναν από τα πολλά γραφεία της όλο αναστενάζανε. Από προβληματισμό, από ψυχική κατάπτωση, από κούραση κι απογοήτευση.
Και οι μέρες περνούν. Και κάθε φορά που ζητάς να προχωρήσει η δουλειά σου νοιώθεις περίπου ένοχος, αφού στο αίτημά σου για εξυπηρέτηση, αντιμετωπίζεις τα γεμάτα έκπληξη μάτια των υπόλοιπων υπαλλήλων. Ακόμα και άλλων πολιτών.
Μα είναι τρελός; Να έχει τέτοια αιτήματα; Δε γνωρίζει τους κινδύνους που δημιουργούν τέτοιους ερωτήσεις; Δεν γνωρίζει πως δε λειτουργούν εδώ έτσι τα πράγματα; Αναρωτιούνται με τα γουρλωμένα τους μάτια κάποιοι πολίτες.
Και μετά, άλλοι υπάλληλοι, θα μπορούσαν να σκέφτονται: Μα, πώς περιμένετε να εξυπηρετηθείτε έτσι εύκολα; Τι θράσος! Τι έπαρση! Όχι κύριε! Πρέπει να υποφέρετε! Πρέπει να πονέσετε για να εκτιμήσετε την αξία αυτού που θα αποκτήσετε! Μα τι νομίζετε; Πως είστε κάποιος προνομιούχος; Πως είστε ανώτερος από εμάς; Πως είστε άλλης κάστας; Εμείς είμαστε η εξουσία! Εμείς θα βάλλουμε την υπογραφή μας! Εμείς θα σφραγίσουμε το έγγραφό σας!
Ή, αν είναι καλοπροαίρετος, σχεδόν με λύπηση σε κοιτάζει σα να σου λέει: «μα γιατί το είπες τώρα αυτό; Γιατί έχασες την υπομονή σου; Τώρα, ποτέ δε θα εξυπηρετηθείς… »
Σα σε κάποιο στρατόπεδο τότε υπάρχουν στιγμές αντίστασης και αλληλεγγύης, και υπάρχουν φορές που κάποιος υπάλληλος από το πουθενά ξεπροβάλλει, σε πιάνει από τη μασχάλη και σε παίρνει από κοντά του, σου δίνει συμβουλές, ψιθυριστά. Για να μη τον ακούσουν. Για να μη τον αντιληφθούν! Συνωμοτούμε! Κάνουμε σχέδιο! Αυτό θα κάνεις, εκεί θα πας, σ’ αυτή μην αντιμιλήσεις, «κι έλα μετά από εμένα». Θα τα βρούμε. Θα τελειώσεις! Στο υπόσχομαι! Σα σε κάποια φυλακή! Σα να είσαι αιχμάλωτος!
Και πριν απ’ αυτή την υπηρεσία υπήρχε μία άλλη υπηρεσία, με παρόμοιους χαρακτήρες και παρόμοιες πρακτικές, λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές, χρονοβόρες, κοστοβόρες. Και περνάνε έτσι οι μήνες, τα χρόνια, η ζωή ολόκληρη.
Και ο πολίτης εκπαιδεύεται μέσα απ’ τα χρόνια, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία στη δουλοπρέπεια, εκπαιδεύεται να μην έχει απαιτήσεις, να σκύβει το κεφάλι. Το ηθικό του σπασμένο. Αδύναμος πολίτης, λειψή δημοκρατία. Τώρα μνημονιακή. Διαρκώς. Για να μην ενοχλήσει. Προπαντώς, μην ενοχλείτε! Αφήστε τα πράγματα ως έχουν. Λειψά, εξαρτημένα, δουλικά, φοβισμένα.
Και πλέον έχει περάσει 1 μήνας. Μονάχα στην τελευταία υπηρεσία. Προθεσμίες έχουν χαθεί. Η πίεση έχει αυξηθεί τρομακτικά. Άλλες δημόσιες υπηρεσίες αλλά και ιδιώτες σε κυνηγούν. Σου ζητούν άλλα έγγραφα. Που έχουν επιπλέον κόστος. Η υπομονή έχει χαθεί. Η όρεξη επίσης. Είναι χυδαία αυτή η πραγματικότητα! Είστε χυδαίοι κύριοι! Όλοι εσείς εκεί πάνω που μας κουνάτε το δάκτυλο!
Κι αφού έχουν χαθεί πολλά παραγωγικά πρωινά δίχως κανένα αποτέλεσμα, στη δική μου περίπτωση, υπάρχει και η δουλειά της ημέρας που μπορεί να κρατήσει μέχρι και τις 12 το βράδυ. Υπό ποιες συνθήκες μπορείς να δουλέψεις; Με τι ηθικό;
Ποια συμπάθεια, λοιπόν, να νοιώσω γι’ αυτούς τους υπαλλήλους; Όταν αυτοί καμία συμπάθεια δε δείχνουν στον γολγοθά που μπορεί να αντιμετωπίζει ο κάθε πολίτης με τον οποίο έρχονται αντιμέτωποι; Πώς να τους σεβαστώ; Πώς εκπλήσσονται όταν βλέπουν την απουσία αλληλεγγύης προς τα αιτήματά τους;
Ας το ξεκαθαρίσω εδώ. Υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά. Στο δικό μου λάθος, στη δική μου απερισκεψία, στη δική μου αργοπορία υπάρχουν συνέπειες. Δεν έχει σημασία η κούρασή μου από την πρωινή ταλαιπωρία σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Και πώς να εξηγήσω και σε ποιον πως έτρεχα απ’ το πρωί για κάποιο χαρτί το οποίο, αφού το πήρα στα χέρια μου, έπρεπε να χαραμίσω 1 ½ ώρα στην αναμονή για να το δώσω στα χέρια μίας υπαλλήλου η οποία, το μόνο που είχε να μου πει ήταν: «έλα αύριο» Το πρωί; «Όχι, έλα το μεσημέρι. Έλα τη Δευτέρα; Όταν μπορέσω.» Μα μου είχατε πει χθες; «Έλα αύριο. Έλα τη Δευτέρα!» Μα γιατί μου είπατε χθες; “Άλλαξαν τα πράγματα. Όχι πια. Έλα τη Δευτέρα! Έλα την Τρίτη! Καλύτερα πάρε τηλέφωνο πριν έρθεις”. Ποιος θα «δείξει κατανόηση»;
Ακούστε αγαπητή μου, θα είχα εγώ ποτέ το δικαίωμα να πάω κάπου διακοπές ή να αρρωστήσω δίχως να φροντίσω να υπάρχει κάποιος να αναλάβει τη δουλειά μου; Πώς αυτό είναι εφικτό στο δημόσιο; Γιατί στο δημόσιο η απουσία ενός υπαλλήλου θα πρέπει να σημαίνει πάγωμα όλων των διαδικασιών για τον πολίτη; Δεν είναι παράλογη η ερώτησή μου, δε νομίζετε; Μη μου πείτε, «δίκιο έχεις, αλλά τι να κάνουμε κι εμείς; Απλοί υπάλληλοι είμαστε»! Θέλω κι εσείς να κάνετε κάτι γι’ αυτό! Θέλω να αντιδράσετε κι εσείς. Να προτείνετε λύσεις.
Στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αργοπορία, η ανικανότητα, η τρομερή αναποτελεσματικότητα του τρόπου οργάνωσης των δημόσιων υπηρεσιών δεν έχει καμία απολύτως επίπτωση. Δε ζητούν καν κατανόηση. Δε ζητούν συγνώμη από τον πολίτη γι’ αυτή την αποτυχία. Αντιθέτως, εντός του συστήματος κάποιων δημόσιων υπηρεσιών και από τους υπαλλήλους που λειτουργούν εντός αυτού, είναι αυτονόητο: «Έτσι έχουν τα πράγματα εδώ. Θα πρέπει να το συνηθίσεις». Μα δε θέλω να το συνηθίσω αυτό! Την ασχήμια και την κακομοιριά δεν πρεπει να τη συνηθίζεις.
Και η δουλειά που ήταν να γίνει χθες και σου είπαν να έρθεις σήμερα, μετατίθεται για αύριο, τη Δευτέρα, την Τρίτη. Κάποτε. Άλλωστε, οι υπάλληλοι είναι λίγοι, οι δουλειές είναι πολλές, το κράτος όλο αλλάζει νομοθεσία, και οι νόμοι είναι πολλοί, αγαπητέ κύριε. Μη θυμώνετε λοιπόν! «Αυτό είναι η Ελλάδα». Ε, δεν τη θέλω αυτή την Ελλάδα! Γιατί αυτή η Ελλάδα είναι ο ραγιαδισμός ενός κυβερνήτης που σκύβει το κεφάλι πειθήνια στους ισχυρούς και βαράει αλύπητα τους αδύναμους.
Κι υπάρχουν μετά οι διακοπές, οι απεργίες, τα απρόοπτα. Και όσο συμβαίνουν αυτά, η δουλειά μένει πίσω, γιατί όταν κάποιος αναλαμβάνει κάποια δουλειά δεν υπάρχει κανείς να τον αντικαταστήσει. Και είμαστε λίγοι. Ποιον λοιπόν να πρωτοεξυπηρετήσουμε; Με ποιο κριτήριο. Γιατί εσάς;
Μην ξεχνάτε, λοιπόν, «ΕΓΩ είμαι το κράτος»! Δυσλειτουργικό, υδροκέφαλο, βίαιο και απαιτητικό, αλλά ΕΓΩ είμαι το κράτος. Είμαι το ίδιο κράτος που ταλαιπωρεί, μετά απειλεί με κατασχέσεις, βιαιοπραγεί και στο τέλος διώκει, εξοντώνει τους πολίτες του. Είμαι το ίδιο κράτος που επιβραβεύει όσους παρακάμπτουν την πολυνομία με τις γνωριμίες τους ή τα δώρα τους. Πλέον, το ίδιο προβληματικό κράτος, υπό τις παρούσες συνθήκες, με την απόλυτη διάλυση που έχουν επιφέρει τα απανωτά μνημόνια, ρουφά την κάθε ικμάδα ηθικού, και στο τέλος πίνει το ίδιο το αίμα του πολίτη. Πλέον, έχει μετατραπεί σε κράτος κανιβάλων κι εμείς σιγοβράζουμε στη χύτρα.
Μα συγχρόνως κράτος υπό τον έλεγχο των δανειστών, σχεδόν προτεκτοράτο. Γιατί ένα ανεξάρτητο ισχυρό κράτος χρειάζεται πολίτες ισχυρούς, που να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά τους, όχι φοβισμένους, εξουθενωμένους, εξοντωμένους, σε παραίτηση… Η κούραση, η απογοήτευση, η απελπισία των πολιτών είναι η ασφάλεια των δανειστών, η ασφάλεια της επένδυσής τους. Όταν η επένδυση είναι αποικιοκρατικής μορφής σε χώρα «μπανανία», αυτά πάνε μαζί.
Αφορμή για το σχόλιο είναι συγκεκριμένα περιστατικά σε συγκεκριμένη υπηρεσία για τα οποία ευχόμαστε να μη χρειαστεί να επανέλθουμε αναλυτικότερα.
Γιάννης Αγγελάκης