Η καθολική εφαρμογή της φορολογικής ενημερότητας στην Ελλάδα, ακόμη και σε ιδιωτικές συναλλαγές, δεν αποτελεί μια ουδέτερη διοικητική πρακτική ούτε έναν διαχρονικό κανόνα του φορολογικού κράτους. Αντιθέτως, συνδέεται άμεσα με τη μνημονιακή περίοδο και τις απαιτήσεις των δανειστών για άμεση, μετρήσιμη και διαρκή είσπραξη δημοσίων εσόδων, ανεξαρτήτως κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών.
Πρόκειται για μια ελληνική ιδιαιτερότητα που, αντί να πλήττει τη μεγάλη φοροδιαφυγή και τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, καταλήγει να λειτουργεί ως μηχανισμός οικονομικής αφαίμαξης των πιο αδύναμων, επιτείνοντας τη στενότητα ρευστότητας και υπονομεύοντας την ίδια την πραγματική αγορά.
Από εργαλείο διοίκησης σε μηχανισμό προείσπραξης
Πριν από την κρίση, η φορολογική ενημερότητα είχε περιορισμένη χρήση και αφορούσε κυρίως συναλλαγές με το Δημόσιο ή ειδικές νομικές πράξεις. Μετά το 2010, όμως, στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, η λογική άλλαξε ριζικά. Το κράτος δεν αρκέστηκε πλέον στη βεβαίωση και μεταγενέστερη είσπραξη φόρων, αλλά υιοθέτησε τη λογική της προείσπραξης: πριν ο πολίτης ή ο επαγγελματίας πληρωθεί, πρέπει πρώτα να «καθαρίσει» με την εφορία.
Η φορολογική ενημερότητα μετατράπηκε έτσι σε φίλτρο ρευστότητας. Αν δεν είσαι ενήμερος –ακόμη και για μικρές ή ρυθμισμένες οφειλές– η πληρωμή είτε μπλοκάρεται είτε περνά μέσα από παρακρατήσεις, με το Δημόσιο να προηγείται αυτόματα έναντι κάθε άλλης ανάγκης.
Αυτή η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Υπαγόρευσε ένα μοντέλο στο οποίο το κράτος εξασφαλίζει έσοδα χωρίς πολιτικό κόστος: μεταφέρει τον ρόλο του εισπράκτορα στην αγορά και στους ίδιους τους ιδιώτες.
Γιατί αυτό δεν ισχύει αλλού στην Ευρώπη
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η φορολογική συμμόρφωση ελέγχεται κυρίως στο επίπεδο των δημόσιων συμβάσεων, όχι στις ιδιωτικές πληρωμές. Το κράτος παρεμβαίνει όταν πρέπει, μέσω κατασχέσεων ή δικαστικών διαδικασιών, χωρίς να εμπλέκει συστηματικά τον ιδιώτη πληρωτή.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η ευθύνη μετακυλίεται: ο ιδιώτης ζητά φορολογική ενημερότητα όχι επειδή τον αφορά η φορολογική κατάσταση του αντισυμβαλλόμενου, αλλά για να προστατευθεί ο ίδιος από ενδεχόμενη ευθύνη. Έτσι, η ιδιωτική συναλλαγή μετατρέπεται σε προέκταση της φορολογικής διοίκησης.
Ποιον πλήττει πραγματικά αυτή η πρακτική
Η εφαρμογή αυτή δεν πλήττει ισότιμα όλους. Οι μεγάλοι όμιλοι, οι οικονομικά ισχυροί και όσοι έχουν πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση μπορούν να απορροφήσουν τις παρακρατήσεις ή να περιμένουν. Αντίθετα, ο μικρός επαγγελματίας, ο αυτοαπασχολούμενος, ο εργαζόμενος με μπλοκάκι, ο άνθρωπος που ζει από την επόμενη πληρωμή, βρίσκεται παγιδευμένος.
Όταν το Δημόσιο παρακρατεί μέρος ή το σύνολο μιας πληρωμής δεν πληρώνονται ενοίκια, δεν καλύπτονται ασφαλιστικές εισφορές, δεν εξυπηρετούνται τρέχουσες ανάγκες.
Η ρύθμιση οφειλών, αντί να λειτουργεί ως εργαλείο επανένταξης, συχνά γίνεται παγίδα: ο οφειλέτης πληρώνει το κράτος, αλλά στερείται την αναγκαία ρευστότητα για να επιβιώσει οικονομικά.
Οι επιπτώσεις στην πραγματική αγορά
Η γενικευμένη απαίτηση φορολογικής ενημερότητας επιβραδύνει τις συναλλαγές, αυξάνει την ανασφάλεια, ενισχύει την άτυπη οικονομία, οδηγεί σε αμοιβές «στο χέρι» και σε αποφυγή τιμολογήσεων.
Με άλλα λόγια, το ίδιο το μέτρο που υποτίθεται ότι καταπολεμά τη φοροδιαφυγή, συμβάλλει στη διαιώνισή της. Η αγορά μαθαίνει να λειτουργεί αμυντικά απέναντι στο κράτος, όχι συνεργατικά.
Όταν η οικονομική ασφυξία μετατρέπεται σε φορολογικό αδιέξοδο
Η ασφυξία που προκαλεί η καθολική απαίτηση φορολογικής ενημερότητας δεν εξαντλείται στο επίπεδο της ρευστότητας. Πολύ συχνά οδηγεί τον οικονομικά ασθενέστερο πολίτη σε αντικειμενική αδυναμία να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξέλθει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο μηνιαίος ΦΠΑ. Στην Ελλάδα, ο επαγγελματίας υποχρεούται να αποδώσει τον ΦΠΑ με βάση το τιμολόγιο που έχει εκδώσει – όχι με βάση το αν έχει πράγματι εισπράξει τα χρήματα. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι σε έναν κλάδο όπου οι πληρωμές καθυστερούν δύο, τρεις ή και περισσότερους μήνες, ο φορολογούμενος καλείται να προκαταβάλει φόρο για έσοδα που δεν έχει ακόμη δει.
Όταν αυτό δεν καταστεί εφικτό, οι συνέπειες είναι άμεσες και δυσανάλογες.
Τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις για τον απλήρωτο ΦΠΑ
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής του ΦΠΑ, επιβάλλονται σωρευτικά:
-
Τόκος εκπρόθεσμης καταβολής, ο οποίος σήμερα ανέρχεται σε 0,73% ανά μήνα επί του οφειλόμενου ποσού (περίπου 8,8% ετησίως).
-
Πρόστιμο για μη υποβολή ή εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης, το οποίο κυμαίνεται:
-από 100 ευρώ για φυσικά πρόσωπα χωρίς τήρηση βιβλίων – 250 ευρώ για απλογραφικά βιβλία – 500 ευρώ για διπλογραφικά βιβλία.
Τα ποσά αυτά προστίθενται στον αρχικό φόρο, ενώ σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης αδυναμίας πληρωμής, το χρέος διογκώνεται ταχύτατα, καθιστώντας οποιαδήποτε ρύθμιση δυσβάσταχτη. Δεν πρόκειται απλώς για ένα διοικητικό πρόστιμο, αλλά για πολλαπλασιασμό της οφειλής σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Η σύγκριση με άλλες χώρες και η ελληνική αυστηρότητα
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το πλαίσιο είναι συχνά διαφορετικό. Υπάρχουν ευρύτερες δυνατότητες συμψηφισμού, χαμηλότερα πρόστιμα για πρώτη παράβαση, ή συστήματα απόδοσης ΦΠΑ με βάση την είσπραξη (cash accounting), ιδίως για μικρές επιχειρήσεις.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η μη πληρωμή –ακόμη και όταν οφείλεται σε πραγματική έλλειψη ρευστότητας– αντιμετωπίζεται ως παραβατικότητα, όχι ως ένδειξη οικονομικής αδυναμίας. Το αποτέλεσμα είναι ο φορολογούμενος να τιμωρείται επειδή δεν κατάφερε να πληρώσει φόρο για χρήματα που… δεν είχε εισπράξει.
Ένας μηχανισμός που παράγει χρέος αντί για συμμόρφωση
Η λογική αυτή δεν ενισχύει τη φορολογική συνέπεια. Αντιθέτως, δημιουργεί συνθήκες μόνιμης αδυναμίας συμμόρφωσης. Ο επαγγελματίας:
-
χάνει ρευστότητα λόγω παρακρατήσεων,
-
αδυνατεί να πληρώσει ΦΠΑ,
-
επιβαρύνεται με πρόστιμα και τόκους,
-
και τελικά εγκλωβίζεται σε ένα χρέος που δεν αντανακλά φοροδιαφυγή, αλλά οικονομική εξάντληση.
Έτσι, η φορολογική ενημερότητα, σε συνδυασμό με το καθεστώς του ΦΠΑ, παύει να είναι εργαλείο δικαιοσύνης και μετατρέπεται σε μηχανισμό αναπαραγωγής χρέους, ιδίως για εκείνους που βρίσκονται στο πιο ευάλωτο σημείο της οικονομικής αλυσίδας.
Μια πολιτική επιλογή με κοινωνικό αποτύπωμα
Η φορολογική ενημερότητα, όπως εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα, δεν είναι απλώς τεχνικό εργαλείο. Είναι πολιτική επιλογή που γεννήθηκε μέσα στην κρίση και διατηρείται και μετά, χωρίς ουσιαστική επανεξέταση των κοινωνικών της συνεπειών.
Αν ο στόχος είναι μια υγιής αγορά και πραγματική φορολογική συμμόρφωση, τότε η λύση δεν μπορεί να είναι η μόνιμη οικονομική ασφυξία των πιο αδύναμων. Διαφορετικά, η «ελληνική ιδιαιτερότητα» θα συνεχίσει να παράγει έσοδα βραχυπρόθεσμα, αλλά να διαλύει τη βάση της οικονομίας μακροπρόθεσμα.
Και αυτό είναι ένα τίμημα που, τελικά, το πληρώνει ολόκληρη η κοινωνία.


