Η ιδέα είναι παλιά. “Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν”. Άλλωστε ο Αίσωπος το είχε εφαρμόσει σε κάποιους ιδιαίτερα σύντομους, αλλά πολύ σημαντικούς μύθους του. Αυτή η παλιά ιδέα κρίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, στους ρυθμούς μιας ζωής που πορεύεται συνεχώς τροχάδην. Το όλο εγχείρημα της συμπύκνωσης του αφηγηματικού λόγου απαιτεί ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και ωριμότητα, στοιχεία τα οποία μπορεί να διαθέτει ο συγγραφέας ο οποίος έχει διαβεί μέσα από την αφαίρεση της ποίησης.
Τα δύο νέα έργα του Νικόλα Κακατσάκη, δύο συλλογές με οκτώ μικρομυθοπλασίες η κάθε μία, αποτελούν έμπρακτη απάντηση στις παραπάνω προκλήσεις. Στην ιστοσελίδα “121 Words” διαβάζουμε:
“…Πριν 121 περίπου χρόνια ο Άντον Τσέχωφ προέβλεψε: “Η τέχνη του να γράφεις είναι η τέχνη του να συντομεύεις”. Σήμερα το microfiction αποτελεί τη νέα πρόκληση στη συγγραφή, συμβαδίζοντας με τους γρήγορους ρυθμούς της εποχής του διαδικτύου και αξιοποιώντας την ευρύτητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Όμως, πώς καταφέρνει να συγκλονίσει ένα κείμενο που διαβάζεται σε λιγότερο από ένα λεπτό; Πόσες γραμμές χρειάζεται ο γραπτός λόγος για μια ολοκληρωμένη ιστορία;…”
Οι στιγμές που αποτυπώνει ο συγγραφέας της μικρομυθοπλασίας λειτουργούν όπως το βότσαλο που πέφτει στα ακίνητα νερά της λίμνης. Η περιδίνηση που προκαλούν επεκτείνεται σε μεγάλη ακτίνα και το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Τα σκόπιμα κενά της αφαίρεσης ή τα όποια αιωρούμενα ερωτήματα αναπληρώνονται και απαντώνται από τον ίδιο τον αναγνώστη, ο οποίος βρίσκεται μέσα στο Εδώ και Τώρα, όπως το περιγράφει με σκηνογραφική δεινότητα ο Νικόλας Κακατσάκης.
Ναι, μια ιστορία μπορεί να χωρέσει σέ ένα καρυδότσουφλο, σε μια χοχλιδόκουπα, και, βέβαια, σε μια σελίδα με 121 λέξεις.
Σε αυτά τα λεπτουργήματα του λόγου ο πρόλογος αποτελεί ουσιαστικό μέρος της αφήγησης. Όπως στην ιστορία με τίτλο “Ο ΛΑΡΗΣ”:
“Έχει ο γείτονας το σκύλο του το Λάρη και του φωνάζει διαταγές: “Λάρη, έξω!” ακούω ενώ κάθομαι στην κουζίνα και πίνω καφέ. Παίρνω την κούπα μου και βγαίνω στο μπαλκόνι. Μετά από λίγο: ” Λάρη, μέσα!”. Σηκώνομαι από την πάνινη πολυθρόνα και γυρνώ στην κουζίνα…”
Οι ρεαλιστικές αφηγήσεις του Νικόλα Κακατσάκη εμπεριέχουν σουρεαλιστικά και συμβολικά στοιχεία. Κερδίζουν την προσοχή του αναγνώστη και οδηγούν σε ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές ατραπούς. Όπως συμβαίνει και στη μικρομυθοπλασία με τίτλο “Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΛΙΤΣΑ”:
“Η βαλίτσα είναι το χρέος ψυχής που κουβαλάς στη ζωή και είναι πάντα από σκούρο κόκκινο δέρμα. Δεν έχεις πολλές επιλογές, όταν την ετοιμάζεις πριν τα ταξίδια.
Περιέχει τους λίγους εναλλακτικούς εαυτούς που θα χρειαστεί να φορέσεις για να ξεμπερδεύεις με τις διατυπώσεις στα σύνορα και στα τελωνεία. Περιέχει το ιατρικό σου ιστορικό…”
Το νέο αυτό βήμα του Νικόλα Κακατσάκη δεν εκπλήττει, δεδομένης της συγγραφικής του επάρκειας, ωστόσο εντυπωσιάζει ευχάριστα και δημιουργικά. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι αναδεικνύει όχι μόνο το ταλέντο του, αλλά και τις δυνατότητες της μικρομυθοπλασίας. Η φρεσκάδα και η γνησιότητα του ύφους, η αμεσότητα και οικονομία του λόγου ο οποίος παραμένει στέρεα συνδεδεμένος με την ενσυναίσθηση, αποτυπώνουν με ευκρίνεια τα ουσιαστικά μηνύματα του συγγραφέα προς κάθε αποδέκτη, σε μια εποχή απόλυτης μοναξιάς και αποξένωσης.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη