Με μεγάλη επιτυχία και με την συμμετοχή πλήθους κόσμου και παρούσες όλες τις Αρχές του τόπου πραγματοποιήθηκαν, την Κυριακή το απόγευμα 16 Οκτωβρίου 2016, τα αποκαλυπτήρια μνημείου για τον παπά-Μαρουλιανό (κατά κόσμον Εμμανουήλ Ανδρεδάκη). Ομιλήτρια της εκδήλωσης ήταν η θεολόγος Αναστασία Κοπανάκη. Το μνημείο αυτό αποτελεί ένα μικρό δείγμα ευγνωμοσύνης για εκείνους που έδωσαν τα πάντα για να ζούμε σε μια λεύτερη πατρίδα. Αμέσως μετά ακολούθησε στην ταβέρνα Μυλόπετρα κρητικό κέρασμα προσφορά της Ενορίας του χωριού.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Σε όλες τις Κρητικές Επαναστάσεις, «οι κληρικοί υπηρέτησαν την υπόθεση της ελευθερίας ως μαχητές, ως στρατιωτικοί ηγέτες, ως πολιτικοί και ως διπλωμάτες. Όπως γράφει ο ιστορικός Νικόλαος Τωμαδάκης, «μακράν θα έφερεν ο λόγος» για να αποτιμήσουμε την προσφορά του κλήρου στους αγώνες της Κρήτης, για την κατάκτηση της λευτεριάς.[1]
Ένα τέτοιο παράδειγμα κληρικού είναι και ο παπά Μαρουλιανός που η βιωτή του αποτελεί άριστο δείγμα αγωνιστή και φανερώνει την αδήριτη ανάγκη του να προσφέρει τον εαυτό του για χάρη του τόπου του, διώχνοντας απ΄αυτόν τον Οθωμανό κατακτητή.[2]
Ο κατά κόσμον Εμμανουήλ Ανδρεδάκης γεννήθηκε στο χωριό Σελλί Ρεθύμνου,. Το χωρίο του, όπως και η ευρύτερη περιοχή του Βρύσινα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας «υπήρξε θέατρο»[3] συμπλοκών και μαχών ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Καταγόταν από την οικογένεια των Ανδρεδάκηδων, μια από τις πιο παλιές οικογένειες του χωριού.[4]Πρόγονός τους ήταν ο Γεώργιος Ανδρεδής, από τον οποίο προήλθε το επίθετο Ανδρεδάκης. Γεννήθηκε το 1824 ή 26 και είχε αδέλφια τον Αδάμ, τον Αντρουλή και τον Χαράλαμπο.
Μετά το γάμο του, με την κόρη του ιερέα Ιωάννη Μοσχάκη,ο οποίος είχε 22 παιδιά, 19 αγόρια και 3 κορίτσια.[5],εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μαρουλά.
Η πολεμική του δραστηριότητα ξεκίνησε από πολύ νωρίς, στην επανάσταση του 1858, όπως μαρτυρά ο ίδιος σε χειρόγραφό του:
«Κατά το έτος 1858 ήμην ιερεύς, εκραγείσης όμως της επαναστάσεως δεν εδίστασα να λάβω μέρος και εγώ στον αγώνα, όστις δε διήρκησε πολύ».
Τα αμέσως επόμενα χρόνια ξεσπά η μεγάλη επανάσταση του 1866-69 στην οποία παίρνει ενεργό μέρος όπως γράφει ο ίδιος:
«και πάλι εξακολούθησα μετά θάρρους τον υπέρ της απελευθερώσεως και του μεγαλείου της πατρίδος μου αγώνα. αναγκάστηκα να υποχωρήσω εις ορεινότερα μέρη της νήσου, ίνα εξασφαλίσω την ζωήν της οικογένειάς μου, εγκατέλιπον δε άπασα την περιουσία μου, κινητήν και ακίνητον»
Στην επανάσταση αυτή συνεργάστηκε με τους πρωτεργάτες του αγώνα, όπως ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, τον οποίο όπως ο ίδιος ο οπλαρχηγός αναφέρει στα απομνημονεύματά του φιλοξένησε στο σπίτι του στο Μαρουλά.
Την περίοδο αυτή έλαβε μέρος με την ομάδα του σε πλήθος μάχες συνεργαζόμενος και με άλλες επαναστατικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή του Ρεθύμνου.του Μυλοποτάμου και του Αμαρίου, όπως, του Στυλιανού.Βαρδάκη, του Ευστρ. Βενιανάκη κ.ά.
Συμμετέχει σε όλες τις Επιτροπές του τμήματος Ρεθύμνου ενώ η Γενική Συνέλευση των Κρητών τον διόρισε Γενικό Αρχηγό των πολεμικών Επιχειρήσεων του τμήματος Ρεθύμνου, αναγνωρίζοντας έτσι τις στρατηγικές και πολεμικές του ικανότητες καθώς και το αξιοζήλευτο φρόνημά του. Η ώριμη σκέψη του, η άριστη γνώση του «κλεφτοπόλεμου», η κατάληψη δηλαδή θέσεων σε περάσματα και δύσβατες περιοχές και οι επιθέσεις στα μετόπισθεν του εχθρού, η απαράμιλλη ικανότητά του να στήνει ενέδρες, αλλά και η αποχή του από κάθε είδους αντιπαλότητες, έριδες και ανταγωνισμούς αναγνωρίστηκαν από όλους.
Στα γεγονότα του Αρκαδίου παίρνει ενεργό μέρος, προσπάθησε και κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλη ομάδα εθελοντών προκειμένου να επιτεθούν και να αιφνιδιάσουν τους Τούρκους που πολιορκούσαν τη Μονή. Ωστόσο, αν και συγκροτήθηκαν τέτοια σώματα, δεν κατέστει δυνατό να επιτεθούν εξ αιτίας των έντονων κατακλυσμιαίων βροχοπτώσεων[6].
Τους επόμενους μήνες προκαλεί μεγάλες απώλειες στους εχθρούς σε μάχες που έγιναν κυρίως στο Βρύσινα και στο Μαρουλά. Το 1867, τραυματίζεται σοβαρά στο μέτωπο, σε σώμα με σώμα μάχη έξω από τον Πύργο του χωριού αλλά εξαιτίας σοβαρής βλάβης στο δεξί μάτι μεταφέρθηκε στο Βασιλικό Νοσοκομείο Αθηνών για πλήρη ίαση.
Τον Ιανουάριο του 1869 θα αναχωρήσει μαζί με άλλους αγωνιστές και εθελοντές, με το ατμόπλοιο «Φωσέν», αρχικά για τη Σύρο, για να φτάσει τελικά στο Ναύπλιο, που ήταν και ο αρχικός προορισμός του, μια και η οικογένειά του βρισκόταν εκεί από τριετίας. Εκεί θα υπηρετήσει ως εφημέριος στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, την ιστορικότερη εκκλησία του Ναυπλίου.
Το 1878 θα μετοικήσει στην Αθήνα . Μερικούς μήνες αργότερα λαμβάνει εντολή από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου να κατέβει στην Κρήτη, να βοηθήσει τον αγώνα και την επανάσταση που ξαναφούντωσε. Μεταβαίνει στο Ναύπλιο, όπου στρατολογεί 50 εθελοντές και μαζί με το γιό του Γεώργιο, επιστρέφει στην Κρήτη. Συστήνει μια μεγάλη ομάδα 500 ατόμων που δημιουργεί συνεχώς ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη του Ρεθύμνου. Στις σκληρές μάχες που ακολουθούν τραυματίζεται ο γιός του, που έμεινε κλινήρης για δύο μήνες.
Μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας, αναχώρησε με τους εθελοντές του από την Κρήτη για την Αθήνα.
Διορίζεται εφημέριος στο Ναό των Αγίων Αναργύρων στο ιστορικό κέντρο των Αθηνών. Παίρνει ενεργό μέρος σε όλες τις Επιτροπές, και συνεργάζεται με τους πιο έγκριτους Κρήτες των Αθηνών, όπως τον Παρθένιο Κελαϊδή και τον Παρθένιο Περίδη, Μαζί με αυτούς, γράφει υπομνήματα, υπογράφει αιτήματα, ενημερώνει την Κυβέρνηση. Βοηθά στη μεγάλη συνάθροιση, στις στήλες του Ολυμπίου Διός, στην οποία εκλέγεται μέλος και δημοσιεύει επιστολές αφύπνισης, κυρίως στην εφημερίδα Άστυ.
Τον Φεβρουάριο του 1897 ζητά και παίρνει «αόριστον άδεια» από τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο «ίνα κατέλθει εις Κρήτην ως αγωνιστής»! Τον συνοδεύουν οι δύο μεγαλύτεροι γιοί του Γεώργιος και Παντελής, κάτι για το οποίο νιώθει περήφανος καθώς και 100 εθελοντές[7]
Αμέσως θα έρθει σε συνεννόηση με άλλους οπλαρχηγούς του Ρεθύμνου και με έδρα το Αρκάδι, που συνεχίζει να διαδραματίζει τον εθνικό του ρόλο, θα οργανώσουν τη δράση τους. Είναι 73 ετώνν, αλλά θα προτιμήσει για ακόμη μία φορά το μπαρούτι, από το εορταστικό κλίμα της πρωτεύσας, που υποδεχόταν τους πρώτους Ολυμπιακούς σύγχρονους αγώνες.[8]
Με τις ένοπλες ομάδες του καλύπτει ολόκληρη την περιοχή του Κατωμεριού και αυτός με το κύριο Σώμα 50 ανδρών δρούσε ως αναξάρτητη δύναμη και ενίσχυε όποιο σημείο δεχόταν επίθεση των Οθωμανών. Αυτές τις παρεμβάσεις θα υμνήσει ο πατριάρχης της λαογραφίας στο Ρέθυμνο Π.Βλαστός και θα γράψει:
Σ’ εβλέπαμεν, σ’ εβλέπαμεν σόλας σχεδόν τας μάχας
Του Ρεθυμνίου τμήματος γενναίως ηνδραγάθης,
Είσουν «ο πανταχού παρόν» βουνά κοιλάδες ράχας,
Κ΄αυτά τ’ άψυχα μαρτυρούν κ’ ημάς μάρτυρας νάχης
Όπου παπά Μαρουλιανός οι Τούρκοι υποχώρουν
Στο όνομά σου έφευγαν και πίσω δεν εθώρουν.
Με το πέρας της τελευταίας «τυχερής επανάστασης», θα αναχωρήσει για την Αθήνα, όπου θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής του. Απεβίωσε στις 11 Δεκεμβρίου 1909 σε ηλικία 85 ετών, έχοντας κάνει το χρέος του προς την πατρίδα και τον Ιησού Χριστό.Τον κήδευσαν τα παιδιά του Γεώργιος ,Παντελής, Νικόλαος, Ελένη, Μαρία, Όλγα, Κατίνα.
Έτσι ο Κολοκοτρώνης του κατωμεριού θα περάσει στην ιστορία και θα μείνουν οι εφημερίδες της εποχής που υμνούν με επικήδειους λόγους και καταγράφουν τη δράση του :
Ως η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη εις Πελοπόνησω αμέσως ήγειρεν φόβο παρά Τούρκοις, ούτω και εν Ρεθύμνης ο κόσμος ηρώτα «Ήλθεν ο Παπάς;» Η άφιξη του παπά Μαρουλιανού προσέδιδε λάμψη και σπουδαιότητα στα επαναστατικά κινήματα.
Οι αγώνες του παπά Μαρουλιανού δόθηκαν για αξίες και ιδανικά για το βαρύ και αμετάθετο χρέος , του αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης. Γι΄αυτό δεν υπολειπόταν σε θάρρος , παλικαριά και γενναιότητα αλλά και σε σύνεση και περίσκεψη, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.
Η δράση του δεν αποτιμάται με τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα. Ήταν η βαθιά πίστη στο θεό, το απαράμιλλο θάρρος και πεισμονή που τον παρωθούσε σε πράξεις παράτολμες. Δεν ακολούθησε τα μονοπάτια της ψυχρής λογικής που συχνά οδηγούν στον ενδοτισμό. Δε υπολόγισε τη δύναμη και τον εξοπλισμό του εχθρού, αλλά είχε ως οδηγό το πύρωμα της ψυχής και τον άσβεστο πόθο της λευτεριάς
Μέσα από την πολυτάραχη ζωή του φαίνεται πως ο αγωνιστής αυτός, βάσταξε επάξια στους ώμους του, το βάρος χιλιάδων ετών ιστορίας και με τους αγώνες του χάρισε, όπως και άλλοι, την ελευθερία στο νησί του. Η γενιά του παπά Μαρουλιανού και ο ίδιος προσωπικά, δεν ήταν εκείνοι που ευθύνονταν για την υποδούλωση και τη μακραίωνη σκλαβιά. Την κληρονόμησαν ως δεδομένη κατάσταση. Τόλμησε όμως και διεκδίκησε εκείνο που, αν και αυτονόητο δικαίωμα, εγγενές της ανθρώπινης φύσης, ποτέ του δεν είχε γευθεί. Την ελευθερία.Και πέτυχε, γιατί δεν διάλεξε τον εύκολο δρόμο του εφησυχασμού, της ταπείνωσης και της υποταγής, αλλά πάλεψε με αυταπάρνηση και πάθος , με εμμονή και με έργα δείχνοντας αυτόν το δρόμο, κατ΄αρχήν στα παιδιά του και στη συνέχεια σε ολόκληρη την κοινωνία χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση.
[1] Π. Μιχαήλ Βλαβογιλάκη, σελ.25
[2] Ν.Ζαχαρόπουλος, στο Α.Κοπανάκη, ο παπά Μαρουλιανός, σελ.10
[3] Εμμ. Γενεράλης στο λήμμα Βρύσινας της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας Δρανδάκη
[4] Μιχ. Αντωνογιαννάκης, ο Βρύσινας, σελ.
[5] Κων. Μοσχάκης, Μαρουλάς, σελ.78.
[6] Π.Περίδης, σελ.120
[7] Μ.Τρούλης, 1998, σ.91
[8] Η.Κοπανάκης, σ.188