Ηπρόσφατη γνωμοδότηση του ΣτΕ κρίνει ως συνταγματικό το νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη που επιτρέπει την ίδρυση μη κρατικών, δηλαδή ιδιωτικών, πανεπιστημίων.

Οι αντιδράσεις, ιδίως από την πλευρά της ακαδημαϊκής κοινότητας, με τις οποίες συνοδεύτηκε η δημοσιοποίηση αυτής της γνωμοδότησης είναι εύλογες, αν ληφθεί υπόψη η σαφής και αδιαμφισβήτητη, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αναφορά του άρθρου 16 του Συντάγματος.

Σύμφωνα με την οποία:

«Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».

Και λίγο παρακάτω έρχεται και η ρητή απαγόρευση:

«Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Δεν χρειάζεται να είναι, συνεπώς, κανείς νομικός ή συνταγματολόγος για να αντιληφθεί ότι αυτές οι σαφείς αναφορές του Συντάγματος στα πανεπιστήμια αποκλειστικά ως ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, όπως και η ρητή απαγόρευση της σύστασης ανώτατων σχολών από ιδιώτες, δεν επιδέχονται καμίας άλλης ερμηνείας.

Απορίας άξιο είναι, συνεπώς, το πως κατάφεραν να αντιστρέψουν τις έννοιας του «αποκλειστικά» και του «απαγορεύεται».

Η γνωμοδότηση του ΣτΕ, πάντως, αν και νομικά έχει μεγάλη σημασία, πολιτικά έχει μικρή μόνο αξία. Καθώς το ίδιο αποτέλεσμα, η νομιμοποίηση, δηλαδή, της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα μπορούσε να επιτευχθεί ευθέως, με την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.

Αλλού είναι, επομένως, το πραγματικό πρόβλημα.

Η θεσμοθέτηση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα σήμερα δεν συνιστά νομικό, αλλά μείζον ακαδημαϊκό, κοινωνικό και εντέλει πολιτικό ζήτημα.

Αφού είναι η αιχμή μιας συνολικής κυβερνητικής πολιτικής που προχωρεί στην ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων και των κοινών αγαθών. Πρόκειται για μια πολιτική που έχει αποκαθηλώσει κάθε έννοια κοινωνικού κράτους και κάθε έννοια κοινωνικού αγαθού. Ξεκινώντας από τα δάση και τα οικοσυστήματα που μέχρι πρότινος προστατεύονταν από ευρωπαϊκές συνθήκες και φτάνοντας μέχρι την Υγεία, την Παιδεία, την Ενέργεια, τις Υποδομές και τις Μεταφορές.

Η ακαδημαϊκή διάσταση του ζητήματος της νομιμοποίησης των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αφορά στις αντικειμενικές συνθήκες και προϋποθέσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα σήμερα, ως προς την ίδρυση νέων ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης.

Αν, για παράδειγμα, χρειάζονται, πράγματι, νέα πανεπιστήμια, προκειμένου να απορροφηθούν σε αυτά οι αποτυχόντες των εισαγωγικών εξετάσεων που σήμερα αναζητούν διέξοδο στο εξωτερικό, ποιος ο λόγος της απόρριψης από τα δημόσια ιδρύματα 20.000 υποψηφίων κάθε χρόνο, με πρόσχημα ότι δεν συμπλήρωσαν το κατασκευασμένο εμπόδιο της Ενιαίας Βάσης Εισαγωγής, (ΕΒΕ);

Αν, δηλαδή, η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να ανακοπεί το brain drain, η μετανάστευση δηλαδή νέων που φεύγουν προς αναζήτηση σπουδών, γιατί δεν ακυρώνουν το νόμο της ΕΒΕ, επιτρέποντας έτσι στους 20.000 υποψήφιους να σπουδάσουν στα υψηλής στάθμης ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια; Οι οποίοι σήμερα αναγκάζονται είτε να φύγουν στο εξωτερικό, είτε να ακολουθήσουν την αβέβαιη ακαδημαϊκά οδό των ιδιωτικών κολεγίων, εκτός εισαγωγικών εξετάσεων, εκτός ΕΒΕ και εκτός άλλων προϋποθέσεων.

Κι ακόμη, αν η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να δώσει στους νέους περισσότερες ευκαιρίες φοίτησης σε ανώτατες σχολές, γιατί διαγράφει οριζόντια χιλιάδες ήδη φοιτητές, με το πρόσχημα ότι ξεπερνούν έναν ελάχιστο χρόνο φοίτησης;

Γιατί δεν τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στα δημόσια πανεπιστήμια; Στα οποία, άλλωστε, οι προς διαγραφή φοιτητές εισήχθησαν αξιοκρατικά και μετά από μεγάλη προσπάθεια. Αδυνατώντας στη συνέχεια να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους όχι γιατί δεν μπορούν, αλλά για καθαρά για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους σε μια ιδιαίτερα δύσκολη για τη χώρα εποχή.

Δεν χρειάζονται, λοιπόν, περισσότερα πανεπιστήμια στην Ελλάδα σήμερα για να ανακοπεί η φοιτητική μετανάστευση. Αρκεί να ενισχυθούν και να αναβαθμιστούν τα ήδη λειτουργούντα και υψηλής στάθμης, όπως διαβεβαιώνουν οι διεθνείς αξιολογήσεις, δημόσια πανεπιστήμια.

Ούτε, όμως, ο πραγματικός λόγος για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα σήμερα, είναι η προσέλκυση υψηλής στάθμης διεθνών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Τα οποία, δήθεν θα δώσουν μια διέξοδο ποιοτικών σπουδών. Αναγκάζοντας, συγχρόνως, τα δημόσια πανεπιστήμια, μέσω του ανταγωνισμού, να βελτιωθούν και να αναβαθμιστούν σημαντικά.

Κι αυτό γιατί η πραγματικότητα διαψεύδει όσους υπόσχονταν ότι μεγάλα και εμβληματικά ιδρύματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης συνωστίζονταν, δήθεν, προσμένοντας τη νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.

Είναι πολύ φτωχός ακαδημαϊκά ο κατάλογος όσων ξένων ιδρυμάτων υπέβαλαν, τελικά, αίτημα ίδρυσης μη κρατικού/ιδιωτικού πανεπιστημίου.

Από τα 13 ξένα ιδρύματα που υπέβαλαν αίτημα, τα 12 ήδη συνεργάζονται στη χώρα μας με ιδιωτικά κολέγια. Και το 13ο είναι ένα ιδιωτικό Κυπριακό πανεπιστήμιο, το οποίο χρηματοδοτείται από μεγάλο fund που έχει ήδη εκφράσει το ενδιαφέρον του να εξαγοράσει διάφορες δομές,  όπως υγείας και άλλες, στην Ελλάδα.

Ως προς την ποιότητα, τέλος, κανένα από τα 13 ιδρύματα που υπέβαλαν αίτημα δεν είναι αυτό που ορίζεται ως εμβληματικό και υψηλής στάθμης. Αφού τα περισσότερα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια υπερτερούν αυτών στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης.

Κανένα εμβληματικό και υψηλής στάθμης πανεπιστήμιο από τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη δεν ενδιαφέρθηκε να ιδρύσει μη κρατικό/ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Ελλάδα με τη μορφή παραρτήματος.

Πράγμα, άλλωστε, λογικό. Καθώς το οικονομικό ενδιαφέρον ίδρυσης ιδρυμάτων που θα παρέχουν ακριβές σπουδές και έρευνα στην Ελλάδα των μόλις 10 εκ. κατοίκων είναι εξαιρετικά περιορισμένο.

Κερδοσκοπικοί είναι οι λόγοι που ωθούν, τελικά, τα ξένα ιδρύματα να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. 

Γι’ αυτό και 12 στα 13 ιδρύματα που ενδιαφέρθηκαν και υπέβαλαν αιτήσεις, ήδη συνεργάζονται με ιδιωτικά κολέγια που παρέχουν χαμηλού κόστους σπουδές και καθόλου έρευνα στη χώρα μας.

Γίνεται πλέον φανερό ότι πίσω από τον σχετικό νόμο της κυβέρνησης δεν κρύβεται η ίδρυση νέων και υψηλής στάθμης μη κρατικών/ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εκείνο που κρύβεται είναι να αναγνωριστούν σαν πανεπιστήμια τα ήδη λειτουργούντα ιδιωτικά κολέγια.

Γι’ αυτό και η ανάγκη που θα καλύψουν τα νέα ιδρύματα που θα νομιμοποιηθούν να λειτουργήσουν σαν πανεπιστήμια θα είναι πολύ περιορισμένη.

Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Τα ξένα πανεπιστήμια, παραρτήματα των οποίων λειτουργούν με τη μορφή των μη κρατικών/ιδιωτικών σε αυτές, ούτε είναι υψηλής στάθμης, ούτε καλύπτουν περισσότερο από το 10% – 15% το πολύ της εκεί πανεπιστημιακής «αγοράς».

Μένει, λοιπόν, να εξεταστεί αν υπάρχουν ιδιαίτεροι κοινωνικοί λόγοι για να επιλέξουν οι Έλληνες σήμερα να σπουδάσουν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. 

Δεδομένης της οικονομικής κρίσης που πλήττει τις ελληνικές οικογένειες, όπως διαβεβαιώνει η Eurostat, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες χώρες και συγχρόνως η χώρα με τις μικρότερες αμοιβές που έχουν και τη μικρότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη και με δεδομένο, ακόμη, ότι είμαστε η φτωχότερη ευρωπαϊκή χώρα μαζί με τη Βουλγαρία, τέτοιοι λόγοι δεν προκύπτει να υπάρχουν.

Αντίθετα, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να υποστηριχθούν περισσότερο οι δωρεάν σπουδές σε δημόσια πανεπιστήμια. 

Με μεγαλύτερες δημόσιες χρηματοδοτήσεις και με περισσότερο ακαδημαϊκό προσωπικό, προκειμένου να καλύψουν την ανάγκη για ισότιμη πρόσβαση όλων σε πανεπιστημιακές σπουδές υψηλού επιπέδου.

Εδώ, όμως, βρίσκεται σήμερα η μεγάλη αντίφαση.

Η κυβέρνηση, από τη μια δίνει τη δυνατότητα να έρθουν ξένα πανεπιστήμια με τη μορφή ιδιωτικών παραρτημάτων στη χώρα, τα οποία, όμως, είναι χαμηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, όπως η πραγματικότητα αποκαλύπτει.

Κι από την άλλη, αντί να αναβαθμίσει τα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία είναι τελευταία στην Ευρώπη ως προς τις ετήσιες χρηματοδοτήσεις ανά φοιτητή και ως προς τον αριθμό των διδασκόντων ανά φοιτητή, εκείνη μειώνει τους φοιτητές, είτε μέσω ΕΒΕ, είτε μέσω μαζικών διαγραφών, για να επιτύχει δυο στόχους ταυτόχρονα.

Πρώτα να αυξηθεί τεχνητά ο δείκτης της ανά φοιτητή ετήσιας χρηματοδότησης. Κι έτσι η Ελλάδα να μη φαίνεται ότι είναι από τις τελευταίες χώρες στη  Ευρώπη ως προς την δημόσια χρηματοδότηση των πανεπιστημίων της.

Και ύστερα, να ενισχύσει τα χαμηλής στάθμης ιδιωτικά πανεπιστήμια, στέλνοντάς τους πελατεία τους διαγραμμένους και όσους απορρίπτονται, λόγω ΕΒΕ, από τα δημόσια πανεπιστήμια.

Διακηρύσσοντας, αναληθώς, ότι έτσι συμβάλλει στην βελτίωση της ανώτατης εκπαίδευσης.

Το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα σήμερα είναι ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει με θέρμη τα ιδιωτικά, ενώ την ίδια στιγμή απαξιώνει τα δημόσια πανεπιστήμια.

Νομιμοποιεί και διαφημίζει τα ιδιωτικά ως δήθεν υψηλής στάθμης, στέλνοντας σε αυτά πελατεία όσους φοιτητές διαγράφει και απορρίπτει από τα δημόσια.

Και από την άλλη υποβαθμίζει τα υψηλής, ομολογουμένως, στάθμης δημόσια πανεπιστήμια. Υποχρηματοδοτώντας και υποστελεχώνοντας τα και συρρικνώνοντάς τα με διαγραφές φοιτητών και απόρριψη υποψηφίων μέσω τεχνητών εμποδίων, όπως η ΕΒΕ.

Κι ακόμη, πόσο τυχαίο είναι ότι είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που ο πρωθυπουργός της διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι τα δημόσια πανεπιστήμιά της είναι άντρα ανομίας και εγκληματικότητας; 

Υπάρχει μεγαλύτερη δυσφήμιση πανεπιστημίων, από την εγκατάσταση σε αυτά ειδικών δυνάμεων «πανεπιστημιακής αστυνομίας» και τώρα και ειδικού σκοπού «πανεπιστημιακών εισαγγελέων»;

Το πρόβλημα, τελικά, της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι τα όποια ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα οποία έτσι κι αλλιώς θα καλύψουν, όπως συμβαίνει παντού, ένα μικρό μέρος του σχετικού ενδιαφέροντος.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι η υποβάθμιση και η απαξίωση των δημόσιων πανεπιστημίων.

Τα οποία η κυβέρνηση θυσιάζει στον βωμό του εύκολου κέρδους που υπόσχονται τα δεύτερης και τρίτης, ακαδημαϊκά, κατηγορίας μη κρατικά/ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Πρόκειται για ένα, ακόμη, «κόλπο» προκειμένου κάποιοι να κερδοσκοπήσουν, πουλώντας ψεύτικες ελπίδες καλής μόρφωσης στους ταλαιπωρημένους και καθημαγμένους Έλληνες πολίτες.

 

* Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ