Χάρη στα χαμηλά επιτόκια, η Γερμανία κατέβαλε τα τελευταία χρόνια πολύ λιγότερα χρήματα από τα προβλεπόμενα για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Υπολογισμοί της Bundesbank κάνουν λόγο για 290 δισ. ευρώ.
Από το 2008, το γερμανικό δημόσιο εξοικονόμησε συνολικά 290 δισ. ευρώ σε τόκους. Μόνον το 2017, η ομοσπονδία, τα κρατίδια, οι δήμοι και τα ασφαλιστικά ταμεία πλήρωσαν 50 δισ. ευρώ λιγότερα επιτόκια, σε σύγκριση με την εποχή προ κρίσης. Αυτό δείχνουν προσωρινοί υπολογισμοί της γερμανικής ομοσπονδιακής τράπεζας (Bundesbank) που επικαλείται η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
Για την ανάλυσή της αυτή, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα συνέκρινε το επίπεδο των επιτοκίων του 2007, τη χρονιά δηλαδή πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, με τα εκάστοτε επίπεδα των χρόνων που ακολούθησαν. Ενώ η Γερμανία δανείζονταν το 2007 με επιτόκια μέσης απόδοσης 4,23%, έφτασε να δανείζεται το 2017 έναντι επιτοκίων μόλις 1,86%. Η συνεχής πτώση των επιτοκίων δανεισμού είχε φυσικά ως αποτέλεσμα το γερμανικό δημόσιο να καταβάλει όλο και λιγότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ενώ για παράδειγμα η ομοσπονδία κατέβαλε το 2008 40,2 δις ευρώ σε τόκους, το 2016 πλήρωσε μόλις 17,5 δις ευρώ, λιγότερα δηλαδή από τα μισά.
Η τεράστια αυτή εξοικονόμηση ωφελεί φυσικά και τους Γερμανούς φορολογούμενους και αποταμιευτές, επισημαίνει η Handelsblatt. Διότι, τα χρήματα στους προϋπολογισμούς της κεντρικής κυβέρνησης, των κρατιδίων και των δήμων και κοινοτήτων που έπρεπε να καταβληθούν παλαιότερα για την αποπληρωμή επιτοκίων μπορούν να επενδύονται, για παράδειγμα, στην εκπαίδευση ή στις υποδομές. Ή και για τη μείωση της φορολογίας την οποία διαπραγματεύονται τα δυο μεγάλα κόμματα στις εν εξελίξει διερευνητικές.
Πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν πάντως τους δυνητικούς εταίρους να μην εκμεταλλευτούν την ευνοϊκή συγκυρία για αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Διότι όταν ανέβουν και πάλι τα επιτόκια -και αυτό σύμφωνα με τους ίδιους είναι απλά θέμα χρόνου- τότε θα αυξηθεί και το κόστος δανεισμού για τα δημόσια ταμεία. Εάν αυξανόταν το επιτόκιο δανεισμού της Γερμανίας κατά μόλις μια ποσοστιαία μονάδα, το δημόσιο θα έπρεπε να καταβάλλει κάθε χρόνο 20 δισ. ευρώ περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους.