Δεν υπάρχει περίπτωση να πας στη Γαύδο και να μην περάσεις από τον φούρνο της κυρίας Στέλλας, η οποία από υπάλληλος του τοπικού ΚΕΠ έγινε φουρνάρισσα. Της άρεσε, άλλωστε, ανέκαθεν να φτιάχνει γλυκά και κουλουράκια.
H Στέλλα Στεφανάκη ζει στη Γαύδο από το 2010. «Ηταν οι γονείς μου από το νησί, εγώ ήρθα για λίγο, αλλά μου άρεσε και παρέμεινα». Σήμερα εξυπηρετεί όλο το νησί, ειδικά το καλοκαίρι οι φούρνοι παίρνουν «φωτιά». Αλλά δεν είναι ο άρτος ο μόνος λόγος που ο κόσμος περνάει καθημερινά από το μαγαζί της.
Εδώ μαθαίνει κανείς όλα τα νέα, εδώ πίνει τον καφέ του όλο το νησί. Τις ημέρες με τις πολλές αφίξεις μεταναστών, ο φούρνος της κυρίας Στέλλας είχε γίνει «κέντρο μεταναστευτικής πολιτικής». Τη συναντάμε νωρίς το πρωί -η ίδια ξεκινάει να ζυμώνει στις τέσσερις- για να μας πει τα μυστικά της δικής της πίτσας.
«Μυρωδιά έχει η φωτογραφία;» μάς ρωτά καθώς την απαθανατίζουμε να βγάζει την πίτσα από τον φούρνο.
«Eμένα με ενδιαφέρει να είναι νόστιμη. Απλά την κάνω ανάποδα από ό,τι την κάνουν οι πιτσαδόροι, αυτοί κάνουν πρώτα τη σάλτσα, το τυρί, εγώ τα κάνω λίγο ανάποδα, τη σάλτσα την κάνω τελευταία», λέει προτού συνεχίσει με τα μαραθοπιτάκια. Η κυρία Στέλλα φουρνίζει τα ψωμιά στον έναν και μοναδικό φούρνο της Γαύδου, στο Καστρί.
Τις ημέρες που ξεκίνησε η μεγάλη προσέλευση των παράτυπων μεταναστών στο νησί, η κυρία Στέλλα ήταν η πρώτη η οποία «στρατολογήθηκε». Η αεικίνητη γυναίκα ήταν μία από τους κατοίκους του νησιού που κινητοποιήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν μια μικρή ανθρωπιστική κρίση.
«Εχουν βάλει στη ρότα τους τη Γαύδο»
«Από τον Οκτώβριο, νομίζω, ξαφνικά αρχίσαν βάρκες να φτάνουν στο νοτιότερο σημείο του νησιού. Στην αρχή νομίζαμε ότι είναι εφήμερο το φαινόμενο, αλλά μετά συνεχίστηκε για πολύ. Φτάνουν συνήθως όταν είναι πολύ καλός ο καιρός, γιατί έρχονται χωρίς σωσίβια, στριμωγμένοι μέσα στις βάρκες, χωρίς κανένα σωστικό μέσο. Και νομίζω ότι έχουν βάλει στη ρότα τους, δηλαδή έχουν βάλει στο GPS τους, τη Γαύδο. Είμαστε μπροστά στην τουριστική σεζόν, εμείς από έναν τουρισμό 60 ημερών ζούμε. Δύσκολο είναι και για αυτούς και για εμάς. Θέλω να πιστεύω ότι θα λυθεί αυτό το θέμα, και δεν θέλω να πω ότι είναι πρόβλημα γιατί εντάξει οι άνθρωποι αυτοί πάνε για κάτι καλύτερο αλλά κάπου πρέπει να χωρέσουμε όλοι και αυτήν τη στιγμή αυτοί εδώ πέρα δεν χωράνε», λέει στην «Κ».
«Νομίζω ότι έχουν βάλει στη ρότα τους τη Γαύδο. Είμαστε μπροστά στην τουριστική σεζόν, εμείς από έναν τουρισμό 60 ημερών ζούμε. Δύσκολο είναι και για αυτούς και για εμάς».
«Το νησί είναι μικρό και ο πληθυσμός του είναι περίπου 70 άτομα. Αυτοί που μπορούμε να βοηθήσουμε, να τρέξουμε, να ισορροπήσουμε κάπως την κατάσταση είμαστε πέντε – έξι άτομα. Οπότε ο καθένας θα κάνει ό,τι μπορεί. Εγώ τώρα που έχω τον φούρνο, μου είπε η δήμαρχος “φτιάξε κάποια ψωμιά για τους μετανάστες”, δεν μπορώ να πω όχι. Δεν γίνεται, δηλαδή. Πληρωθώ, δεν πληρωθώ, δεν μπορώ να πω όχι. Είναι σαν να έχω μουσαφίρηδες στο σπίτι μου, σαν να έχω φιλοξενούμενους. Όπως και τα παιδιά που μαγείρεψαν, ανοίξανε τα ντουλαπάκια τους, ανοίξανε τα ψυγεία τους και έφτιαξαν φαγητό. Το μοιράσανε. Ε, δεν γίνεται, πώς να τους αφήσεις έτσι.»
«Έρχονται χωρίς σωσίβια, στριμωγμένοι μέσα στις βάρκες, χωρίς κανένα σωστικό μέσο. Το σίγουρο είναι ότι εμείς σαν Γαύδος και σαν Δήμος, και εγώ σαν Στέλλα, αποκλείεται να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια κατάσταση».
«Υπάρχει λύση;» τη ρωτάω. «Δεν ξέρω αν είναι στο χέρι μας αυτή η λύση. Νομίζω ότι έχει να κάνει με όλες τις χώρες που εμπλέκονται, που είμαστε γύρω γύρω όλοι, και σίγουρα και με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους φίλους μας. Το σίγουρο είναι ότι εμείς σαν Γαύδος και σαν Δήμος, και εγώ σαν Στέλλα, αποκλείεται να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια κατάσταση. Δεν μπορεί να κάθεται μια παρέα τουρίστες και να λιάζεται στην παραλία της Τρυπητής και ξαφνικά να φτάσει μια βάρκα με μετανάστες δίπλα τους. Θέλει δραστικές λύσεις. Τώρα, δραστικές λύσεις, άλλοι ξέρουν. Εγώ μπορώ να σας πω πώς φτιάχνω ψωμί», λέει και κλείνει τη συζήτηση.