«Ξεκλειδώστε επενδυτικές κινήσεις στην Ελλάδα – αξιοποιείστε την γεωπολιτική θέση της στηρίξτε την οικονομική της σταθερότητα και ανάπτυξη». Αυτή, σύμφωνα με συνεργάτη του πρωθυπουργού, είναι η κεντρική ιδέα των επαφών που έχει από χθες ο Αλέξης Τσίπρας στις ΗΠΑ και, κυρίως, της συνάντησης με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ το απόγευμα (ώρα Ελλάδας) της Τρίτης στον Λευκό Οίκο.
Κατά τους κυβερνητικούς επιτελείς το timing της επίσημης επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον είναι «το καλύτερο τα τελευταία χρόνια».Αυτό, όπως σημειώνουν, οφείλεται στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, στην επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και στην οικονομική-πολιτική σταθερότητα που παρατηρείται στην Ελλάδα «για πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης και της μνημονιακής καταιγίδας».
Τον γεωπολιτικό παράγοντα τον ανέδειξε χθες και ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, ο οποίος μάλιστα αναπτύσσει μία ιδιαίτερη κινητικότητα τους τελευταίους μήνες (σ.σ. μεταξύ άλλων συνόδευσε τον υπουργό Οικονομίας-Ανάπτυξης Δημήτρη Παπαδημητρίου στο road show που πραγματοποίησε τον Ιούνιο στις ΗΠΑ) και προετοίμασε την επίσημη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στον Λευκό Οίκο.
Μιλώντας χθες στην εφημερίδα της ομογένειας Greek News ο κ. Πάιατ ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως η Ελλάδα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ εστίασε στις δυνατότητές της να αποτελέσει ενεργειακό κόμβο της περιοχής. Και δεν παρέλειψε να τονίσει ότι ο ίδιος δίνει έμφαση στην μοναδική γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και στον ηγετικό της ρόλο στα περιφερειακά θέματα.
«Φως» στον ρόλο του ΔΝΤ
Στα top των αμιγώς οικονομικών θεμάτων φέρεται να τοποθετείται ο ρόλος του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Οι επίμονες διευκρινίσεις του Ταμείου, τις τελευταίες ημέρες, ότι το ίδιο δεν θα ζητήσει νέα μέτρα εάν η χώρα υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες έχει συμφωνήσει και, επιπλέον, πιάσει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% καταγράφονται ως «ιδιαίτερα θετικό στοιχείο».
Όχι τόσο διότι μένει χωρίς… πολεμοφόδια η εγχώρια αντιπολιτευτική επίθεση όσο, και κυρίως, διότι καλείται η ευρωπαϊκή πλευρά είτε να ζητήσει νέα μέτρα, εάν δεν επιτευχθεί το πλεόνασμα του 3,5%, είτε να αναπροσαρμόσει τον εν λόγω στόχο.
Εν προκειμένω, οι κυβερνητικοί επιτελείς εμφανίζονται αισιόδοξοι, παραπέμποντας στην «πιο ελαστική ματιά των ευρωπαϊκών θεσμών» (σε σχέση με το ΔΝΤ) και στις συζητήσεις που έχουν ήδη αρχίσει για την πορεία της Ευρώπης (με υπερδραστήριο τον Μανουέλ Μακρόν).
Το γεγονός ότι της συνάντησης Τσίπρα-Τραμπ (Τρίτη απόγευμα) θα έχει προηγηθεί το τετ α τετ του πρωθυπουργού με την Κριστίν Λαγκάρντ διευκολύνει σαφώς τα πράγματα, αφού το στίγμα των (όποιων) διαθέσεων του Ταμείου θα έχει δοθεί.
Κυβερνητικά στελέχη επιμένουν πάντως στην εκτίμηση ότι το ΔΝΤ «έχει μπει σε πορεία αποχώρησης από το ελληνικό πρόγραμμα και από την Ευρώπη, συνολικά», καθώς έδωσε τον απαραίτητο χρόνο για να ζυμωθεί και να προετοιμαστεί η μετατροπή του ESM σε «ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο».
Το “σταυρόλεξο” της Σούδας
Μία σημαντική πτυχή των συζητήσεων Τσίπρα-Τραμπ είναι… τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει η αμερικανική πλευρά προκειμένου να δώσει ώθηση ή πράσινο φως στα παραπάνω.
Πέραν του εξοπλιστικού προγράμματος (σ.σ. για το οποίο ενδιαφέρονται πρωτίστως και παγίως οι ΗΠΑ), ιδιαίτερη προβολή έχει ήδη γίνει στην «παράγοντα Σούδα».
Οι πληροφορίες των τελευταίων ημερών θέλουν την Ουάσιγκτον να επιθυμεί πενταετή, τουλάχιστον, ανανέωση της σύμβασης με την Ελλάδα για τη βάση της Σούδας στην Κρήτη αντί της τακτικής που ακολουθείται παγίως τα τελευταία χρόνια η ανανέωση να γίνεται σε ετήσια βάση.
Η αμερικανική πλευρά φέρεται να προβάλλει τον παράγοντα «συμβατική σταθερότητα» με το επιχείρημα ότι οι σοβαρές εξελίξεις στη Μ. Ανατολή δεν επιτρέπουν αβεβαιότητα και «εκπλήξεις».
Επ’ αυτού, ο κ. Πάιατ δήλωσε ευθέως (στην Greek News) ότι οι δύο πλευρές θα διερευνήσουν τρόπους για να καταστεί ενισχυμένη η χρήση αυτής της πλατφόρμας που ωφέλησε και τις δύο χώρες από την καθιέρωσή της το 1969.
Για την ελληνική πλευρά μία τέτοια κίνηση δεν θεωρείται «εύκολη». Κορυφαία διπλωματική πηγή υποστήριζε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχθούμε αλλαγή της μονοετούς ανανέωσης», ενώ έτερος κυβερνητικός παράγοντας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο και το συναρτούσε με τα οφέλη μίας τυχόν συμφωνίας «στα μείζονα».