Ενώ η Ευρώπη φαίνεται να παίρνει μια μικρή ανάσα, με τους δείκτες της φτώχειας να δείχνουν σημάδια αποκλιμάκωσης, η Ελλάδα βιώνει μια εντελώς διαφορετική, σκληρή πραγματικότητα. Τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat για το 2024 δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες ή εφησυχασμό. Αποκαλύπτουν μια χώρα διχασμένη ανάμεσα στους ψυχρούς αριθμούς της στατιστικής «ευημερίας» και την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης, με την Ελλάδα να κατακτά μια θλιβερή πρωτιά: το υψηλότερο ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και η ελληνική εξαίρεση
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2024 το ποσοστό της υποκειμενικής φτώχειας στην Ε.Ε. μειώθηκε στο 17,4%. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι πλασματική αν δεν εστιάσει κανείς στις επιμέρους εθνικές τραγωδίες. Στην κορυφή της λίστας, μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, βρίσκεται η Ελλάδα.
Το ποσοστό σοκάρει: 66,8%.
Σχεδόν δύο στους τρεις Έλληνες δηλώνουν ότι δυσκολεύονται ή δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα. Η διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες είναι χαώδης. Ενώ στην Ολλανδία και τη Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 7,3% και στο Λουξεμβούργο 8,5%, η Ελλάδα βρίσκεται μόνη της στην κορυφή, ξεπερνώντας ακόμα και τη Βουλγαρία (37,4%), η οποία παραδοσιακά κατείχε αρνητικές πρωτιές. Αυτή η απόκλιση δεν είναι απλώς στατιστική· είναι δομική και αποτυπώνει το βάθος της πίεσης που δέχεται το ελληνικό νοικοκυριό.
Το μεγάλο χάσμα: Όταν οι αριθμοί δεν λένε όλη την αλήθεια
Το πλέον ανησυχητικό εύρημα της έκθεσης της Eurostat είναι η τεράστια απόσταση ανάμεσα στην «επίσημη» φτώχεια και την «υποκειμενική» φτώχεια, δηλαδή το πώς βιώνουν οι πολίτες την οικονομική τους κατάσταση.
Ενώ ο δείκτης κινδύνου φτώχειας (at-risk-of-poverty rate) στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 19,6%, το ποσοστό των ανθρώπων που νιώθουν και δηλώνουν φτωχοί εκτινάσσεται στο 66,8%. Αυτή η διαφορά των 47,2 ποσοστιαίων μονάδων είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Σημαίνει ότι ένα τεράστιο τμήμα της μεσαίας τάξης, το οποίο στα χαρτιά δεν θεωρείται «φτωχό» με βάση το εισόδημά του, στην πραγματικότητα αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του. Η ακρίβεια, το κόστος στέγασης και η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης έχουν δημιουργήσει μια νέα κατηγορία πολιτών: τους «στατιστικά επαρκείς» αλλά «ουσιαστικά φτωχοποιημένους». Σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιταλία ή η Μάλτα, όπου οι δείκτες σχεδόν ταυτίζονται, στην Ελλάδα η αίσθηση της οικονομικής δυσπραγίας είναι καθολική.
Οι ηλικιωμένοι στο στόχαστρο
Η ανάλυση των στοιχείων φέρνει στο φως και μια σημαντική δημογραφική ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης. Ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η υποκειμενική φτώχεια πλήττει κυρίως τους νέους κάτω των 18 ετών, στην Ελλάδα η εικόνα αντιστρέφεται.
Μαζί με χώρες όπως η Βουλγαρία και η Σλοβακία, η Ελλάδα καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας στους ανθρώπους άνω των 65 ετών. Οι συνταξιούχοι, μια ομάδα που θα έπρεπε να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων της, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της οικονομικής ανασφάλειας, σηκώνοντας συχνά το βάρος όχι μόνο της δικής τους επιβίωσης αλλά και της στήριξης των νεότερων μελών της οικογένειας.
Η επόμενη μέρα
Τα στοιχεία της Eurostat για το 2024 αποτελούν έναν καθρέφτη που δεν κολακεύει. Η πρωτιά της Ελλάδας στην υποκειμενική φτώχεια δεν είναι απλώς ένα νούμερο σε έναν πίνακα· είναι η καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών που μετρούν κάθε ευρώ. Το χάσμα ανάμεσα στους μακροοικονομικούς δείκτες και την κοινωνική πραγματικότητα απαιτεί γενναίες παρεμβάσεις. Όσο η «ευημερία των αριθμών» δεν μεταφράζεται σε «ευημερία των ανθρώπων», η κοινωνική συνοχή θα παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.



