Σας προτείνω ν’ αναζητήσετε την ταινία «Hotel Ουάσινγκτον».
Να δείτε πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί κανείς άστεγος.
Να δείτε πόσο «ωραία» πέρναγαν στο ίδρυμα “Hotel Ουάσινγκτον».
Και να πείτε χίλιες φορές να μένουν μόνοι τους και ελεύθεροι σε κτίρια εγκαταλλειμένα.
Πού όμως θα τους παρέχεται απ’ την πολιτεία νερό, ρεύμα, θέρμανση και ένα επίδομα.
Αλλά χωρίς φύλακες, απαγορεύσεις εισόδου και εξόδου και εκμετάλλευσή τους απ’ αυτούς που διορίστηκαν να τους φυλάνε. Σα να ‘ναι κοπάδι, αγέλη.
Η ταινία σπάει κόκκαλα και ξυπνά συνειδήσεις όμως εκείνα τα μαύρα γράμματα στους τοίχους με το επιτυχημένο περιεχόμενο που διαβάζαμε κάποτε και τώρα. Πότε – πότε.
Αναφέρεται σ’ έναν απόστρατο του Βιετνάμ που έμεινε άνεργος και σ’ έναν ταλαντούχο απόφοιτο κολλεγίου.
Φωτογράφος με όνειρα που κέρδισε το Α’ βραβείο σε διαγωνισμό που έκανε ένα περιοδικό, αμείφθηκε και η καριέρα, παρ’ όλο το ταλέντο του, τέλος.
Άνεργος. Ζούσε με το επίδομα ανεργίας. Που για να το παίρνεις πρέπει να δηλώνεις μόνιμη κατοικία, Δ/νση και αριθμό. Δηλαδή στέγη.
Το επίδομα ανεργίας ήταν μικρό γι’ αυτό νοίκιαζε σε παλιά πολυκατοικία.
Ένα πρωινό ξύπνησε βίαια. Χωρίς καμμιά ειδοποίηση είχαν πάει τα συνεργία να κατεδαφίσουν την πολυκατοικία. Τους πέταγαν απ’ τα σπίτια τους χωρίς σεβασμό, χωρίς ειδοποίηση προηγουμένως.
Άλλωστε, γιατί να τους σεβαστούν; Ήταν άνεργοι, φτωχοί και τα ενοίκια που πλήρωναν μικρά. Δεν άξιζαν λοιπόν σεβασμού. Σιγά, που θα κατανάλωναν χρόνο μέχρι να βρουν άλλη στέγη. Στον δρόμο λοιπόν. Έτσι ο νεαρός ταλαντούχος φωτογράφος, απόφοιτος κολλεγίου, βρέθηκε στον δρόμο.
Έτρεξε στη μάνα του που έμενε σ’ άλλη πολιτεία. Αλλά η μάνα του έλειπε διακοπές. Και εκεί που είχε αφήσει το κλειδί δεν είχε προνοήσει για το παιδί της. Έτσι αρνήθηκαν να του επιτρέψουν να μείνει στο σπίτι της μάνας του. Ούτε και να δηλώσει την δ/νση του σπιτιού της ως μόνιμη κατοικία του. Του έκοψαν λοιπόν το επίδομα ανεργίας.
Έμεινε στο δρόμο, χωρίς στέγη, χωρίς φαγητό, χωρίς τίποτα. Άρχισε να καθαρίζει τζάμια στα φανάρια.
Άλλοι τον έδιωχναν, άλλοι του έδιναν. Κοιμόταν όπου έβρισκε. Κάτω από γέφυρες, μέσα σε ρόδες, και μέσα σ’ ένα παλιό λεωφορείο μαζί μ’ έναν βετεράνο του Βιετνάμ. Ζητιάνος κι’ αυτός.
Η πολιτεία φρόντιζε τους άστεγους όπως ο μπόγιας τα σκυλιά.
Τους μάζευε απ’ τους δρόμους και τους μάντρωνε σε ίδρυμα. Για να μην περιφέρονται στους δρόμους και να αποτελούν έτσι θέαμα όχι καθώς πρέπει για μια πολιτισμένη κοινωνία.
Εκεί, το τι τραβούσαν!
Γι’ αυτό απέφευγαν το ίδρυμα.
Όμως φαίνεται τους «Παπακωνσταντίνου» τους είχαν στην Αμερική εφεύρει προ πολλού.
Έτσι, είχαν περάσει στους πολίτες την νοοτροπία του ρουφιάνου.
Πήγαν λοιπόν οι γείτονες και τους κάρφωσαν ότι κοιμούνται μέσα σ’ ένα παλιό λεωφορείο.
Τους μάζεψαν και τους πήγαν στο ίδρυμα αστέγων.
Χειρότερα και από φυλακή.
Μέχρι που στο τέλος εκεί μέσα έχασε τη ζωή του.
Τον σκότωσαν!
Στο τέλος της ταινίας είδαμε στην οθόνη μας αυτά τα γραμματάκια που λένε πως η ιστορία που είδαμε είναι αληθινή.
Γι’ αυτό είναι η πίκρα πιο έντονη.
Για τον κόσμο που ζούμε.
Που είναι μπροστά μας.
Σε όλους τους «καθώς πρέπει» συμπολίτες μας, σε όλες τις ευαίσθητες μύτες που δεν μπορούν να οσφρίζονται παρά μόνο «Μαντάμ Ροσά», σε όλους τους εκλεπτυσμένους οφθαλμούς που δεν μπορούν να βλέπουν παρά μόνο ντυμένους Armani και Λακόστ, προτείνω να δουν την ταινία.
Σε όλους τους πρώην συντρόφους μας που τώρα συντροφεύουν με τις απόψεις της Άκρας Δεξιάς, σ’ όλους τους πρώην προοδευτικούς που μεταλλάχθηκαν σε συντηρητικότατους προτείνω να δουν την ταινία.
Προτείνω να δουν την ταινία!
Για ν’ αφήσουν ήσυχες τις στέγες των αστέγων.
Και να βλέπουν και την άλλη πλευρά.
Α.Κ.