Αρκετοί ασθενείς -ασυμπτωματικοί ή μη- που νόσησαν από κορωνοϊό, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζουν συμπτώματα, σε μερικές φορές μάλιστα αρκετά σοβαρά, ακόμα και μετά από 4 μήνες.
Πρόκειται για τα λεγόμενα συμπτώματα long Covid, όπως τονίστηκε στην πρώτη Διαδικτυακή Συζήτηση Στρογγυλής Τράπεζας του 7ου Κύκλου Διαλέξεων του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος με θέμα «Σημαντικές Συνέπειες μετά από Νόσηση COVID-19».
Οι συγκεκριμένοι ασθενείς συνήθως αντιμετωπίζουν νευρολογικά, πνευμονολογικά και ψυχικά προβλήματα ή εμφανίζουν πνευμονική ίνωση.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο και οι επιστήμονες που πήραν μέρος στην συζήτηση τόνισαν την αναγκαιότητα του εμβολιασμού όλων (νέων και ηλικιωμένων).
«Ο εμβολιασμός είναι αναγκαίος σε όλες τις ηλικίες. Κι αυτό γιατί έχει παρατηρηθεί ότι ακόμη και σε ηλικιακά νέους ασυμπτωματικούς ασθενείς εμφανίστηκαν συμπτώματα long Covid μετά από τέσσερις μήνες. Για παράδειγμα, ανοσμία και απώλεια γεύσης», ανέφερε ο πρόεδρος της Ελληνικής Νευρολογικής Εταιρείας, καθηγητής Νευρολογίας ΕΚΠΑ, διευθυντής Β’ Νευρολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «ΑΤΤΙΚΟΝ», Γεώργιος Τσιβγούλης.
Από την πλευρά του, ο ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Παύλος Σακκάς, ανέφερε πως «για να αποτελέσει παρελθόν τους επόμενους μήνες η νόσος COVID-19 χρειαζόμαστε ταχύτερη εμβολιαστική κάλυψη σε παγκόσμιο επίπεδο».
Σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν και η τοποθέτηση του αντιπροέδρου της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας και καθηγητή Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκου Τζανάκη.
Οι επιστήμονες σημείωσαν πως μέχρι σήμερα το μόνο όπλο απέναντι στη νόσο COVID-19 είναι ο εμβολιασμός. Όπως επεσήμαναν, ένα ποσοστό όσων νόσησαν εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά αναπνευστικά, νευρολογικά και ψυχικά προβλήματα.
Ας δούμε πιο αναλυτικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς:
1. Νευρολογικά προβλήματα
Ο κ. Τσιβγούλης, μιλώντας για τις νευρολογικές επιπτώσεις που αφήνει η νόσος COVID-19 σε όσους νοσήσουν, είπε ότι το 1/3 των ασθενών που έχουν επιβιώσει αντιμετωπίζει, για άγνωστο μέχρι στιγμής χρονικό διάστημα, σοβαρές νευρολογικές διαταραχές, όπως: Κόπωση ή έντονη κούραση, δυσκολία συγκέντρωσης, διαταραχή προσοχής, δυσκολία πνευματικής εργασίας, κεφαλαλγία, εμβοές, αγχώδη διαταραχή, ψύχωση, διαταραχές ύπνου, επώδυνα σύνδρομα.
Ωστόσο, συμπλήρωσε, «σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα επιστημονικών μελετών που έχουν γίνει σε ευρωπαϊκές χώρες, μετά την πάροδο έξι μηνών φαίνεται ότι οι όποιες εγκεφαλικές αλλοιώσεις έχει προκαλέσει στους ασθενείς η νόσος είναι λειτουργικά αναστρέψιμες».
Περισσότερες νευρολογικές επιπλοκές αφήνει σε άτομα που νοσηλεύτηκαν σε Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) ή ΜΕΘ και συγκεκριμένα γυναίκες με ιστορικό αγχώδους και ψυχικής διαταραχής, καθώς και παχύσαρκους άνδρες.
Αναφερόμενος στην ιατρική φροντίδα των ασθενών με νευρολογικές επιπλοκές, ο κ. Τσιβγούλης εξήγησε πως απαιτείται διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ νευρολόγων, ψυχολόγων, καρδιολόγων, ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών.
2. Αναπνευστικές επιπτώσεις
«Μανιώδη απατεώνα», χαρακτήρισε τη νόσο ο κ. Τζανάκης, συμπληρώνοντας πως «ο ιός, πολύ συχνά, μεταλλάσσεται και έχει στην αρμαθιά του πολλά κλειδιά για να μπει στον ανθρώπινο οργανισμό. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που η επιστημονική κοινότητα δεν έχει βρει ακόμη το φάρμακο για την οξεία φάση της νόσου».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Ν. Τζανάκης, το 24% όσων νοσούν από COVID-19 θα παρουσιάσουν αναπνευστικά προβλήματα (δύσπνοια, κ.λπ.) και το 5% πιθανόν θα εκδηλώσει πνευμονική ίνωση.
Παρά ταύτα, όπως δείχνουν τα πρώτα ευρήματα μελετών στις οποίες συμμετέχουν και Έλληνες ερευνητές, το 90 με 95% των ασθενών θα παρουσιάσει βελτίωση ενώ το 10% θα έχει μόνιμες βλάβες στους πνεύμονες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, οι ασθενείς με πνευμονολογικά προβλήματα θα πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης προσοχής, καθώς είναι αναγκαίο να εξετάζονται συχνά από τον θεράποντα ιατρό τους.
3. Πνευμονική ίνωση
Η πνευμονική ίνωση είναι επικίνδυνο σύνδρομο, το οποίο διαταράσσει σε ποσοστό 100% την καθημερινότητα του ασθενή και μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο.
Οι ασθενείς που κινδυνεύουν να εμφανίσουν πνευμονική ίνωση είναι, συνήθως, αυτοί που νόσησαν βαριά, με υψηλές ανάγκες οξυγόνου, διασωληνώθηκαν, είναι μεγάλης ηλικίας, είναι άνδρες, παχύσαρκοι, νοσηλεύτηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
4. Ψυχικές συνέπειες
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Σακκάς, δεν έχουν καταγραφεί μείζονες ψυχικές συνέπειες, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της καραντίνας, διαπιστώθηκε αύξηση της κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών και αγχολυτικών φαρμάκων στη χώρα, ενώ εκτιμάται ότι η χρήση ναρκωτικών, όπως η κοκαΐνη, πενταπλασιάστηκε στην Αττική.
Συγκεκριμένα, όπως τόνισε ο κ. Σακκάς, ενώ δεν είχαμε μείζονες ψυχικές συνέπειες, οι ασθενείς βίωσαν έντονο μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη και ενοχές, ενώ επίσης εμφάνισαν γκρίνια, επίκληση βοήθειας, αύξηση κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών (>20%), αγχολυτικών (100%) και αντιψυχωσικών φαρμάκων, καθώς επίσης και ναρκωτικών ουσιών.
Σημαντικό ρόλο για τους ασθενείς έπαιξαν η βαρύτητα της νόσου (απομόνωση, καραντίνα, νοσηλεία σε ΜΕΘ), η προσωπικότητα του καθενός, οι συνθήκες (κοινωνικό, οικογενειακό, εργασιακό, ιδεολογικό περιβάλλον), η οικονομική στήριξη και η απώλεια, η ηλικία, τα επιτεύγματα του παρελθόντος, η υπενθύμιση της θνητότητας, η κοινωνική στήριξη ή ο στιγματισμός.
Όσον αφορά στις κοινωνικές αντιδράσεις, σχετικά με την άρνηση ύπαρξης της νόσου, αλλά και της αναγκαιότητας του εμβολιασμού, ο καθηγητής Ψυχιατρικής τις απέδωσε στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς αρχικά υπήρχε αισιοδοξία για γρήγορο τέλος, στην καραντίνα, στην παραπληροφόρηση μέσω Social Media, στην άρνηση της ύπαρξης της νόσου από μικρή μειοψηφία του κόσμου.
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν φαίνεται να υπήρξαν ψυχικές επιπτώσεις στα παιδιά, παρά το γεγονός ότι απήχαν από το σχολείο και τις κοινωνικές συναναστροφές τους. Αυτό, διότι όπως ανέφερε, «τα παιδιά είναι περισσότερο προσαρμοστικά από τους μεγάλους και τα βγάζουν πέρα πολύ πιο εύκολα».
Τέλος, ο κ. Σακκάς υπογράμμισε πως η πανδημία φεύγοντας θα μας αφήσει σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική ζωή, όπως επιφυλακτικότητα στις συναστροφές (φιλιά, χειραψίες, εναγκαλισμοί), μέτρα προστασίας (μάσκες, αντισηπτικά), απομόνωση, τηλεργασία, αποφυγή συνωστισμού.