Του Μανόλη Καψή
Τα τελευταία 24ωρα πολλές γυναίκες ηθοποιοί αποφάσισαν να μιλήσουν. Να μιλήσουν και να αποκαλύψουν αυτά που φαίνεται πως γνώριζαν πολλοί στον χώρο του θεάτρου, για γνωστούς συναδέλφους τους και την συμπεριφορά τους απέναντι στις γυναίκες. Μια συμπεριφορά που ορίζεται ως σεξουαλική παρενόχληση, αλλά μάλλον πλησιάζει την έννοια της σεξουαλικής κακοποίησης.
Τελευταία στη σειρά των γυναικών που τόλμησαν να μιλήσουν και να αποκαλύψουν τι βίωσαν με συγκεκριμένο συνάδελφό τους, ήταν η Τζένη Μπότση που περιέγραψε στο δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΙ το χρονικό του τρόμου που έζησε– όπως ακριβώς και άλλες γυναίκες ηθοποιοί- στη διάρκεια οντισιόν.
“Κατ’ απαίτηση του διάσημου ηθοποιού φόρεσε φούστα και κάποια στιγμή αυτός της είπε να χορέψει και την γύρισε προς τον τοίχο ώστε να μην τον βλέπει. Όταν μετά από λίγο η ηθοποιός ένιωσε την ανάσα του γύρισε και τον είδε να αυτοϊκανοποιείται, κάτι που την σόκαρε και άρχισε να ουρλιάζει, ενώ έκλαιγε ταυτόχρονα. Προφανώς ούτε ο σταρ περίμενε αυτή την αντίδραση, οπότε μετά από μια λεκτική αντιπαράθεση η Τζένη Μπότση έφυγε από το διαμέρισμα – γραφείο.”
Η αφήγηση αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο φυσικά, γνωστό στους πάντες από προηγούμενες αφηγήσεις και μαρτυρίες που αναφέρονταν επώνυμα σε ηθοποιό του θεάτρου, αλλά η περιγραφή περιορίζεται πλέον στη διατύπωση ο “διάσημος ηθοποιός” ή ο σταρ. Τι συμβαίνει;
Συμβαίνει ότι ο Κώστας Σπυρόπουλος, αλλά λίγο μετά και ο Πέτρος Φιλιππίδης απευθύνθηκαν στα ΜΜΕ μέσω των δικηγόρων τους και απαίτησαν απόλυτη σιωπή όσον αφορά τις καταγγελίες που τους αφορούν. Απαίτησαν να μην αναφέρεται το όνομά τους και να μην εμφανίζεται ούτε η φωτογραφία τους.
Πρώτος απαίτησε απόλυτη σιωπή ο Κώστας Σπυρόπουλος δια μέσου του δικηγόρου του Αλέξη Στεφανάκη. Αφού αναφέρεται στις τηλεδίκες και απειλεί να προσφύγει στο ΕΣΡ, ο δικηγόρος του Κώστα Σπυρόπουλου απευθυνόμενος προς τα ΜΜΕ, σημείωσε:
“Για τους λόγους αυτούς σας ενημερώνω ότι ο εντολέας μου ρητά απαγορεύει την αναφορά του ονόματος σε οποιαδήποτε ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, αλλά και τη χρήση της εικόνας του από τηλεοπτικούς σταθμούς.
Σας καλούμε να εφαρμόσετε τους κώδικες λειτουργίας του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και σας καθιστούμε υπεύθυνους για ό,τι τυχόν συμβεί είτε στον ίδιο είτε στην οικογένειά του είτε στα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος.” Μια παραλλαγή της απαίτησης για απόλυτη σιωπή έστειλε αργότερα και προς τις ιστοσελίδες.
Ανάλογα αντέδρασε και ο Πέτρος Φιλιππίδης αν και για τον ηθοποιό δεν είχε παρουσιαστεί καμία επώνυμη καταγγελία. Ισως γι αυτό ο συνάδελφός του Αντώνης Καφετζόπουλος έκανε λόγο για “αυτογκόλ από τα αποδητήρια”. Μέσω του δικηγόρου κ. Σοφού ο Πέτρος Φιλιππίδης κάλεσε επίσης τα κανάλια και τα υπόλοιπα ΜΜΕ να απέχουν από οποιαδήποτε αναφορά στο πρόσωπό του:
“Αρνούμαι να κατακρεουργηθώ σε τηλεοπτικά παράθυρα, όπου ο κάθε ομιλών θα εκφέρει μια άποψη χωρίς να είναι σε θέση να διασταυρώσει προηγουμένως την όποια αναφορά σε αρμόδια αρχή, με αποτέλεσμα τη σπίλωση του ονόματός μου και της προσωπικότητάς μου…
Ξέρετε ποιος είμαι τα τελευταία 35 χρόνια. Ας μην καταδικάσουμε συλλήβδην όλο το θέατρο. Παρακαλώ θερμώς να σεβαστείτε τη σύζυγό μου και το παιδί μας, καθώς με τηλεδικαστήρια δεν αποκαλύπτεται η αλήθεια, αλλά προοικονομείται υπαιτιότητα χωρίς νόμιμο έρεισμα. Για όποιον δεν σεβαστεί αυτήν την ειλικρινή και αυθόρμητη τοποθέτησή μου, επιφυλάσσομαι ρητώς παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου”.
Εχουν δίκιο ή άδικο;
Η απαίτηση των δυο ηθοποιών οδηγεί έτσι σε ένα παραλογισμό. Αν και τις προηγούμενες ημέρες γνωστές γυναίκες ηθοποιοί αναφέρθηκαν ονομαστικά στον Κώστα Σπυρόπουλο, σήμερα η αναπαραγωγή των καταγγελιών- μετά την παρέμβαση του δικηγόρου του- αναφέρεται με την υποσημείωση ότι αφορά “γνωστό ηθοποιό”, “θιασάρχη” ή “σταρ”, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Μάλιστα ο ΣΕΗ αποφάσισε να καλέσει τον κ. Σπυρόπουλο στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Σωματείου Ηθοποιών, (μαζί με τον Γιώργο Κιμούλη που όμως καταγγέλλεται για άλλου είδους, βίαιη και κακοποιητική συμπεριφορά και όχι για σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση).
Μήπως θα έπρεπε και η απόφαση του ΣΕΗ να αναφέρεται σε “κλήση σε απολογία του γνωστού ηθοποιού”; Παραλογισμός.
Βασικό επιχείρημα των δυο ηθοποιών είναι ότι οι καταγγελίες που έχουν δημοσιοποιηθεί, αν και επώνυμες, δεν έχουν φθάσει στη Δικαιοσύνη και δεν υπάρχουν αποδείξεις. Δεν υπάρχει αδίκημα και δεν υπάρχει αποδεικτική διαδικασία. Ο καθένας μπορεί να λέει το οτιδήποτε και να σπιλώνει προσωπικότητες και συνειδήσεις, χωρίς να καλείται να αποδείξει τα λεγόμενά του. Παραβιάζεται έτσι το τεκμήριο της αθωώτητας.
Υπάρχει κάποιο δίκιο στα όσα αναφέρουν, αφού θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι κάποιος μπορεί να “κατεδαφίσει” έναν ηθοποιό, στη βάση μιας αναπόδεικτης καταγγελίας, χωρίς ο καταγγελλόμενος να μπορεί να αμυνθεί. Αλλωστε εκ των πραγμάτων, τέτοιες υποθέσεις δεν έχουν μάρτυρες.
Ειδικά πάντως στην περίπτωση του Κώστα Σπυρόπουλου τα στοιχεία είναι διαφορετικά. Αφ’ ενός η καταγγελία δεν είναι μία, αλλά πολλές και επώνυμες– τόσες ώστε να αναγκαστεί και ο ΣΕΗ να παρέμβει- ενώ και ο ίδιος θεώρησε καλό να ζητήσει έστω μια μισή συγνώμη, σημειώνοντας, πάντα μέσω του δικηγόρου του, ότι “εάν προσέβαλε κάποιον ή τον έκανε να αισθανθεί άβολα, λυπάται ειλικρινά γι’ αυτό και δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν ήταν στις προθέσεις του”.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμα θέμα που προκαλεί απορίες. Ο κ. Σπυρόπουλος, σε αντίθεση με τον Γιώργο Κιμούλη, που κατηγορείται για τελείως διαφορετικό θέμα- για κακοποιητική συμπεριφορά και όχι για παρενόχληση ή κακοποίηση σεξουαλικής φύσεως- δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να βγει δημόσια και να απαντήσει στις καταγγελίες. Απέφυγε την αντιπαράθεση και την αντίκρουση των καταγγελιών. Ηταν ο λόγος της σιωπής, η αδυναμία του καταγγελόμενους να απαντήσει, όταν η κοινή γνώμη αυτόματα συντάσσεται με το “θύμα”; Θα μπορούσε να είναι αυτός ο λόγος. Είναι άλλοι λόγοι; Δεν είναι σαφές.
Αυτό που ζητά πάντως, όπως και ο συνάδελφός του Πέτρος Φιλιππίδης, είναι- με απειλή την προσφυγή σε αστικές αγωγές- την απόλυτη σιωπή και μάλιστα (στην περίπτωση του κ. Φιλιππίδη) προκαταβολικά. Με δυο λόγια την σιωπή των αμνών τόσο από τους καταγγέλλοντες, όσο και από τα ΜΜΕ. Με αυστηρούς νομικούς όρους, έχουν με το μέρος τους τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα προσωπικά δεδομένα. Εξ ού και οι γυναίκες ηθοποιοί, αποφεύγουν πλέον να ονομάζουν τους συναδέλφους τους που καταγγέλουν.
Η αντίδραση όμως δείχνει ανάγλυφα και τη δυσκολία των γυναικών να μιλήσουν για τις κακοποιητικές συμπεριφορές που έχουν υποστεί. Δεν είναι μόνο το ψυχολογικό βάρος, δεν είναι μόνο ο διασυρμός και τα σχόλια που συνοδεύουν τέτοιες καταγγελίες- πχ γιατί μιλάει τώρα, γιατί δεν τα είπε νωρίτερα, μήπως τα ήθελε κτλπ- είναι και η απειλή της δικαστικής εμπλοκής και ενδεχομένως και αστικών αποζημιώσεων.
Και κάπως έτσι τα θύματα μετατρέπονται σε θύτες. Η καλύτερα σε δύο φορές θύματα.