Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα οι κτηνοτρόφοι πηγαίνανε τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ειδικά στα Σφακιά, χόρτα δε βγάζει ο τόπος. Για να διαθέτουνε κτηνοτροφές, δεν είχανε λεφτά να τις αγοράζουνε, αυτοκινητόδρομοι δεν ήτανε να τις μεταφέρουνε, υπόστεγα δεν είχανε να τις ταϊζουνε, και καταναγκαστική λύση ήτανε το χειμαδιό.
Κάθε χρόνο καθίζανε και κάνανε Χριστούγεννα στα σπίτια τους και μετά πηγαίνανε στα χειμαδιά και κάνανε μέχρι τέλους Μαρτίου. Εμένανε σε κακόσπιτα που τα λέγανε «κατούνες». Δεν είχανε πολλή επικοινωνία με κόσμο. Δεν είχανε τότε ούτε ένα τραζιστοράκι να ακούσουνε λίγη μουσική ή κανένα νέο. Για να σπάσει λίγο η ανία για ελάχιστο υποκατάστατο της ψυχαγωγίας άλλοτε τραγουδούσανε, άλλοτε αστειεύανε μεταξύ τους και καμιά φορά προσπαθούσε ο ένας να ρίξει τον άλλο σε γκάφα για να γελάσουνε όλοι. Σε κάθε κατούνα μένανε συνήθως 3-4 άτομα. Άμα ήτανε στην παρέα κανείς «μεσοκακόμοιρος» τον είχανε σαν αντικείμενο ψυχαγωγίας.
Σε μια κατούνα κάνανε κάπου – κάπου «τη μακρέ χέρα» και απούσανε κανέναν αρνάκι από τα ξένα κοπάδια «για να αλλάξει μια ουλιά το φαητό ντωνε». Ο «μεσοκακόμοιρός» τους βέβαια δεν ήταν εικανός ούτε για να κλέψει, όμως μια φορά του είπανε: «Είδες που σου κουβαλούμενε και τρώεις κρεάς; Να ‘ρθεις κι εσύ κιαμιά βραδιά στην κλεψιά» όπως ήτανε τσεβδός, των είπε: «Ναι να ρθώ σέλει κι εγώ κιαμιά βραζιά» Όταν του ορίσανε βραδιά για συμμετοχή, την ώρα που του είπανε: «άντε πάμε» αυτός είπε: «κι α μασε ζούνε; Κι α μασε νιώσουνε; Όι ζεν έρχομαι». Αυτοί πήαγνε και φέρανε ένα αρνάκι και άμα το σφάξανε στείλανε το μεσοκακόμοιρο να πλύνει τα εντόστια στο ποταμάκι που ήτανε εκεί κοντά.
Την ώρα που έπλυνε αυτός αμέριμνος την κοιλιά, όπως ήτανε νύχτα, παρουστήκανε ξαφνικά ο ένας του σύντροφος από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη και ανοιγοσφαλίζοντας τα κινητά ουραία (δήθεν για να βάλουνε φυσέκι στη θαλάμη), προσποιούμενοι τους κατόχους του κλεμμένου αρνιού, του φωνάζουνε άγρια: «Μωρέ άτιμε, εσύ που χαντάς πως θα μασε κάμεις να μη έχωμε οζά, εμείς θα σε κάμομενε να μην αναπνέεις και να μην ξαναπειράξεις κιανένα». Ο φίλος μας ο μεσοκακόμοιρος εσηκώθηκε τρομοκρατημένος και για να βρει κατανόηση έβρισε τους συντρόφους του: «Ζε φταίω εγώ, ζε φταίω! Ο γάζαρος ο Γιάννης και ο γάζαρος ο Νικολής τα κλέψανε».
Φυσικά οι σύντροφοι του Μεσοκακόμοιρου δεν το γράψανε στα υπόψιν το ότι τους έβρισε, διότι κάποιες φορές οι μεσοκακόμοιροι βρίσκονται στο απυρόβλητο λόγο βλακείας.
Είναι μια αληθέστατη ιστορία μόνο τα ονόματα δεν είναι τα αληθινά.
Κανάκης Ι. Γερωνυμάκης