Του Δημήτρη Χρυσικόπουλου
Από τα πολλά και διάφορα που είπε ο πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή του με τον γ.γ. του ΟΟΣΑ το ζήτημα της ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης στη χώρα είναι αυτό που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση.
Κι αυτό, διότι μετά από τρία μνημόνια, ων ουκ έστι αριθμός αξιολογήσεις από τεχνοκράτες των δανειστών, ακόμα και την αλήστου μνήμης task force του Χορστ Ραϊχενμπαχ, το πρόβλημα στην ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα παραμένει άλυτο και είναι το μόνιμο «αγκάθι» για όλες τις κυβερνήσεις, όταν συζητούν, για παράδειγμα με την Κομισιόν, το ΔΝΤ ή άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη ανάλυση του ΣΕΒ, η οποία «δανείστηκε» στοιχεία και από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι μόλις 455 μέρες και στη Λιθουανία χρειάζεται λίγο παραπάνω από ένα χρόνο για την τελεσιδικία μιας αντίστοιχης υπόθεσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την «ανάγκη να υπάρξει περαιτέρω επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Εφόσον οι Έλληνες πολίτες μας εμπιστευτούν και πάλι για μία δεύτερη τετραετία η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης θα αποτελέσει κεντρική πολιτική μας προτεραιότητα», μοιάζει εκ των ων ουκ άνευ. Άλλωστε επισημαίνεται και στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ.
Από τα στοιχεία της ανάλυσης του ΣΕΒ προκύπτει επίσης ότι η ελληνική δικαιοσύνη τελεί σε τεχνολογικό… μεσαίωνα: από το 2018 μέχρι το 2021 οι ψηφιακές καταθέσεις για διοικητικές και ποινικές δίκες αντιστοιχούσαν μόλις στο 7% του συνόλου, ποσοστό που πέφτει στο 0,2% στα Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και στο 3,4% στα Διοικητικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά.
Και φυσικά, η –οριακά…- αρνησιδικία που επικρατεί στη χώρα αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για τις επενδύσεις, καθώς υποθέσεις που στέλνονται στη Δικαιοσύνη, «σέρνονται» για χρόνια, αποθαρρύνοντας νέες επενδυτικές προσπάθειες και δημιουργώντας μια αίσθηση σχεδόν… καφκική σε πιθανούς επενδυτές.
Η αλήθεια είναι ότι στον τομέα του ψηφιακού εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση μέσω των συναρμοδίων υπουργείων Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης προωθεί κάποια έργα και, μάλιστα, κάποια από αυτά είναι ήδη λειτουργικά. Ωστόσο, ενδεικτικό της κατάστασης είναι το στοιχείο ότι το Πρωτοδικείο Αθηνών απέκτησε δωρεάν ασύρματο δίκτυο WiFi μόλις το 2018.
Προφανώς η τεχνολογία δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε και πρόκειται το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα να «πάει σφαίρα» με WiFi και ψηφιακές δίκες. Αντιθέτως, μαζί με τις καθυστερήσεις, η ελληνική Δικαιοσύνη έχει να αντιμετωπίσει και τη μεγάλη καχυποψία των πολιτών, καθώς σχεδόν επτά στους δέκα θεωρούν ότι στο χώρο της υπάρχει σημαντικό πρόβλημα διαφθοράς, σύμφωνα με έρευνα της GPO για την Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
Σημειώνεται, δε, ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου συγκαλεί την ερχόμενη Δευτέρα, 16 Ιανουαρίου 2023, σε σύσκεψη τις ηγεσίες της Δικαιοσύνης και την Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, για την επίλυση των προβλημάτων που απασχολούν το χώρο της Δικαιοσύνης, με έμφαση στο ζήτημα της επιτάχυνσης της απόδοσής της.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η σπουδή του Μητσοτάκη να αναγνωρίσει το ζήτημα της Δικαιοσύνης ως μείζον και να χαρακτηρίσει τη μεταρρύθμιση του συστήματος ως προτεραιότητα για την επόμενη τετραετία δεν είναι ούτε τυχαία ούτε απρόβλεπτη.
Το πρόβλημα είναι ότι έπρεπε να φθάσουμε λίγο πριν τις εκλογές για να συζητηθεί εκ νέου το ζήτημα αυτό…