Ο Τσιπουροστελής, μωρέ κοπέλια, ήτανε και λεβέντης και καλόκαρδος, και πασίχαρος για να βοηθήσει σε όσους είχανε ανάγκη. Μα ίντα το θέλεις απού δεν εκάτεχενε να μοιράσει δυό βουγιώ άχερα. Ακλούθανε τω μαθητώ όντεν ήτονε κοπελάκι κι έπχιαινε στο σκολειό μια δεκαρί χρόνια, μα μούδε να διαβάζει δεν έμαθε, μούδε και να μετρά. Εγνώριζε όμως τα ζα κι όποιο έλειπε το αναζήτουνε.
Δεν ήτονε ικανός να κάμει άλλο μ-πράμα, μα ήτονε όμως καλός βοσκός. Κάθε χρόνο έβγανεν αυτός τα καλύτερα αρνιά και η καλύτερη ράτσα των οζώ ήτονε αυτή απού έκαμενε αυτός στα ζα ν-του επά γύρου – γύρου. Ήτονε μερακλής μπάρε μου στα ζα. Είχενε όμορφους τράους προβατάρους και είχε ν-τωνε κουδούνια και σκλαβέρια κι όπου επέρνανε το κουράδι ν-του εχάντας πως επέρνανε οι μουσικοί του βασιλιά.
Ένας τράος ήτονε το αγαπημένο ν-του έχνος. Κρίνο τον έλεγενε και όντε ν-του φωνιάζανε «Κρίνε;» αυτός απάντενε: «μεκεκε». Σα να του έλεγενε: «παρό». Μια βολά όμως απού επήγενε στο κουράδι και ελλείπενε ο Κρίνος εμπήκενε κρυγιός ααέρας στα σκώθια ν-του, γιατί αυτός ήτονε μπιστικός στο κουράδι. Μόλις τον αναζήτηξενε επήγε στου Σηφαλιού απού εβόσκανε στην ίδια μαδάρα, μα απού ήτονε και ντίμπις γρουσουοκλέφτης, και βρίχνει τονε στην αυλή ν-του και λέει του: «Μρε Σηφαλιό, ο Κρίνος μου λείπει απού το κουράδι, ήμπα να ‘δες πράμα;» «Όι μρε Στελή, δεν είδα διάλε τη δροσιά», να τι γ-Κρίνο τον είχενε κλεμένο το Σηφαλιό και τον είχενε στο παράσπιτο απού θελα τονε σφάξει την ιδιαμένη ώρα, μα ο Κρίνος άκουσενε τη φωνή τ’ αφεντικού ν-του κι εγνώρισέντηνε και φνιάζει από το παράσπιτο: «μεκεκε». Μα εγνώρισενε και ο Στελής τη φωνή του τράου και δεν είπενε άλλη λέξη μα εμπήκενε στο παράσπιτο και τονε λει κι αφήνει το σκοινί κι έφυγενε με το ν-τράο του σα δυό καλοί φίλοι απού ήσανιε.
Γροκάτε ‘σεις, αν εκατάπιετε κοινωνιά;
«Γροικούμενε» να πείτε
Ετσά γίνηκενε και ετσά σας το λέω καν ανέ σας αλλάσσω λόγο ν’ αλλάξει ο νους μου
Γλωσσάρι
Ίντα = Τι;
Εδά = Τώρα
Δροσιά = Απολύτως τίποτα
Λα = επιβεβαιωτικό μόριο
Κατέχω = ξέρω
Κουράδι = κοπάδι
Σκλαβέρια = μεγάλα κουδούνια
Μουνούχος = ευνούχος
Διχαλώνει – ξεχωρίζει από τα άλλα
Γοικώ = καούω
Βολά = φορά
Μαδάρα = ορεινός βοσκότοπος
Ντίμπις = τελείως
Μπάρε μου = τουλάχιστον
Όντε = όταν
Έχνος = ήμερο ζώο
Ήμπα = μήπως
Προβατάρης = τράγος που τον μεγάλωσαν με τα πρόβατα και ακολουθεί τα πρόβατα
Ο κλεμένος τράος
Το Σηφαλιό τον είχενε τον τράο αυτό κλεμένο
και μέσα στο παράσπιτο τον είχενε βαρμένο
Κι όταν ο Τσιπουροστελής πήγε να το ρωτήσει
είπε πως τράο σήμερο δεν είχε συναντήσει
Μα ο Στέλιος με τον τράο του ήσαν αγαπημένοι
και τη μιλιά ο γεις τα’ αλλού την είχε γνωρισμένη
Την εμιλιά τ’ αφεντικού σαν άκουσεν ο Κρίνος
αμέσως την εγνώρισε κι εφώναξε κι εκείνος
Μα κι ο Στελής σαν άκουσε του τράου τη φωνή του
εμπήκε και τον έλυς κι έσωσε τη ζωή του