Νέες συγκλονιστικές μαρτυρίες έρχονται στο φως της δημοσιότητας από ανθρώπους που μπόρεσαν να βγουν ζωντανοί από τα συντρίμμια των τρένων στα Τέμπη.
Την κατάσταση περιγράφει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ο φοιτητής από τις Μοίρες, Άγγελος Φανουράκης, ο οποίος αν και βρισκόταν στο δεύτερο βαγόνι της αμαξοστοιχίας κατάφερε να επιβιώσει με κακώσεις στη σπονδυλική στήλη και να έχει λάβει εξιτήριο ήδη από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας.
Όμως ο Άγγελος ήταν τυχερός. Βρισκόταν σε καμπίνα, ενώ μετά το ατύχημα, κατάφερε να βρει το κινητό του τηλέφωνο, στο οποίο είχε περάσει και την χρεωστική του κάρτα. Οπότε και αγόρασε τον απαραίτητο για το εξιτήριο του, «κηδεμόνα», με δικά του χρήματα. Με δικά τους χρήματα επίσης, ταξίδεψαν από τις Μοίρες ως τα Χανιά – διότι το αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης» ήταν κλειστό – και στη συνέχεια ως τη Θεσσαλονίκη κι έπειτα ως τις Σέρρες και οι γονείς του, προκειμένου να φθάσουν κοντά του.
Κι όλα αυτά τα «μικρά», που περιέγραψε ο Άγγελος μιλώντας στο Θέμα Κρήτης 103.1, αποδεικνύουν πως οι πολιτικοί μπορεί να … κλαίνε πλάι στα θύματα και τους τραυματίες, μπορεί να φωτογραφίζονται υπερήφανα, αλλά ακόμα και σε αυτές τις στιγμές «χάνουν» την καθημερινότητα και «λεπτομέρειες», που για κάποιους είναι σπουδαίες.
Το τραγικό δυστύχημα
«Κάποια στιγμή λίγο έξω από τη Λάρισα σταματήσαμε για 15 λεπτά λόγω φόρτου των γραμμών, όπως μας είπαν, αλλά επειδή ταξιδεύω συχνά με το τρένο, τέτοιες καθυστερήσεις ήταν λογικές και δεν προμήνυαν κάτι τραγικό» αναφέρει ο Άγγελος Φανουράκης, μιλώντας για το δυστύχημα των Τεμπών.
«Εγώ βρισκόμουν στο δεύτερο βαγόνι σε καμπίνα μαζί με άλλους δύο όταν έγινε το δυστύχημα» συνεχίζει κι εξηγεί: «Ακούσαμε έναν πολύ δυνατό θόρυβο κι είδαμε μπροστά μας μια λάμψη! Κουνηθήκαμε πάρα πολύ μέσα στην καμπίνα που ήμασταν. Στη συνέχεια υπήρξε ένα κενό και μετά ένα πολύ έντονο ταρακούνημα, το οποίο συνέβη, προφανώς όταν έφυγαν οι ρόδες και το βαγόνι εκτροχιάστηκε».
Όπως τονίζει, η πρώτη του σκέψη μετά το συμβάν ήταν να βρει το κινητό του, διότι στο βαγόνι επικράτησε το απόλυτο σκοτάδι και δεν υπήρχε φακός. Με τη βοήθεια του φακού από το κινητό του, βγήκε έξω από την καμπίνα μαζί με τους άλλους συνεπιβάτες του και προσπάθησαν να βρουν έξοδο διαφυγής. Ευτυχώς υπήρχε ένα σπασμένο παράθυρο το οποίο όμως βρισκόταν σε κάποιο ύψος και χρειάζονταν τρόπο για να το προσεγγίσουν.
«Κάναμε τις βαλίτσες σκάλες και ο ένας βοηθούσε τον άλλο όσο μπορούσαμε και όσοι είχαμε τις αισθήσεις μας για να βγούμε έξω από το βαγόνι» αναφέρει, ενώ στην ερώτηση για το πώς τα κατάφερε όλα αυτά με κακώσεις στη σπονδυλική στήλη εξηγεί…
«Η αδρεναλίνη ήταν τόσο ψηλά που δεν ένιωθα πόνο. Λίγο μόνο όταν πατούσα παράξενα που ένιωθα κάποιο τσίμπημα. Αλλά εκείνη τη στιγμή σε ενδιαφέρει να σώσεις όσους μπορείς και να σωθείς». Όταν πλέον βγήκαν έξω από το βαγόνι, δεν υπήρχε κανένας για να τους δώσει οδηγίες σε σχέση με το τι πρέπει να κάνουν. Από μόνοι τους φώναζαν ο ένας στον άλλο «φύγετε από το τρένο» και προσπαθούσαν να απομακρυνθούν χωρίς να γνωρίζουν ποιο μπορεί να είναι ένα ασφαλές σημείο. Την ίδια ώρα, όσοι είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους τα κινητά, τα έδιναν σε ανθρώπους που δεν είχαν, για να επικοινωνήσουν με τους οικείους τους και να τους πουν ότι είναι καλά.
Τα σωστικά
Μετά από ένα διάστημα, που ο Άγγελος προσδιορίζει σε περίπου μισή ώρα, έφθασαν ασθενοφόρα και πυροσβεστική.
Οι άνδρες της ΕΜΑΚ οδηγούν τους τραυματίες οι οποίοι μπορούν να μετακινηθούν, σε ένα λόφο κοντά στο σημείο για ασφάλεια, ενώ οι πιο βαριά τραυματισμένοι, μπαίνουν αμέσως στα ασθενοφόρα για τις πρώτες βοήθειες και μεταφορά στα νοσοκομεία.
«Μετά πήραμε ο καθένας άτυπα σειρά προτεραιότητας. Μεταξύ μας και με τη βοήθεια των γιατρών διαπιστώνονταν οι πιο σοβαρές περιπτώσεις και προχωρούσαν οι διαγνώσεις και οι μεταφορές» λέει ο Άγγελος. Αντίστοιχα εξελίχθηκε η κατάσταση και στα νοσοκομεία όπου γίνονταν, πριν τις εισαγωγές, οι απαραίτητες ταυτοποιήσεις με ονόματα, διευθύνσεις, ημερομηνίες γέννησης και προσωπικές πληροφορίες.
Η επόμενη ημέρα
Μετά την επόμενη ημέρα κι αφού πλέον ο Άγγελος Φανουράκης έχει πάρει εξιτήριο και φιλοξενείται προσωρινά σε μία ξαδέρφη του στις Σέρρες, παρακολουθεί τα γεγονότα από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Η αλήθεια είναι πως περισσότερο έχω τρομάξει με αυτά που βλέπω ως εικόνες τώρα και λιγότερο με αυτά που έζησα εκείνη τη στιγμή» αναφέρει.
Σε σχέση με το αν μεταξύ τους κατά την ώρα του δυστυχήματος κι αφού πλέον είχαν μεταφερθεί σε ασφαλές σημείο, ζητούσαν να αποδοθούν ευθύνες, τονίζει:
«Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Όμως εκείνη την ώρα δεν συνειδητοποιείς κάποια πράγματα και δεν σε ενδιαφέρει ποιος ευθύνεται. Κοιτάζεις να είναι οι άνθρωποι γύρω σου καλά και να επιβιώσεις».
Αναφορικά με τις πιθανές ευθύνες υποστηρίζει: «Δεν είμαι κατάλληλος να κρίνω το ποιος θα πληρώσει για αυτό το δυστύχημα. Το δίκαιο όμως είναι να αποδοθούν οι ευθύνες σε όποιους αναλογούν. Τώρα, το ότι δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να συμβεί αυτό το δυστύχημα το 2023 στην Ελλάδα, είναι κάτι δεδομένο.
Συνέβη όμως. Κι αφού συνέβη, πιστεύω πως όλοι πρέπει πλέον να δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες προκειμένου να μην υπάρξει ποτέ ξανά, ούτε μία πιθανότητα να συμβεί».
«Ένιωσα ότι έρχονται πάνω μου τα σίδερα, έρχονται πάνω μου οι τοίχοι, απευθείας έπιασε φωτιά, σε δευτερόλεπτα». Είναι η περιγραφή της Βασιλικής Οικονομάκη, τραυματία της αμαξοστοιχίας 62 του δυστυχήματος των Τεμπών.
«Τρόμο, φόβο, δεν κατάλαβα από πού ήρθε αυτό το μπαμ. Είχα βρει και μία κοπέλα, ήταν ξαπλωμένη, της λέω: Αγάπη μου τι κάνεις; Πώς είσαι; Πονάς κάπου; Νομίζω μου είπε στην πλάτη και στο πόδι, αλλά το πόδι της είχε ακρωτηριαστεί»!
Άνθρωποι που είδαν τον χειρότερο εφιάλτη να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια τους. Καπνός, φωτιά, θολούρα και φωνές που καλούσαν βοήθεια.
Η Βασιλική ήταν στο εστιατόριο του τρένου με το αγόρι της, τον Στέλιο. Συζητούσαν πόσο ωραία πέρασαν το τριήμερο με τις οικογένειές τους, όσο ήταν καθοδόν για τη Θεσσαλονίκη που σπουδάζουν.
«Ήμουν μέσα στο τρένο με το αγόρι μου. Ήμασταν στο εστιατόριο. Έγινε έκρηξη, πήρε φωτιά, έγινε χαμός. Εκείνη την στιγμή παίζαμε ένα παιχνίδι συγκεκριμένα, καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ήταν πάρα πολύ ευχάριστο το κλίμα, ήμασταν πάρα πολύ καλά, λέγαμε τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν το χωράει ο νους μου το πού έχουμε βρεθεί σήμερα και τι συζητάμε».
Την ίδια ώρα στο δεύτερο βαγόνι επικρατούσε το απόλυτο χάος. Όπως περιγράφει μία 20χρονη φοιτήτρια που πήγαινε να συναντήσει τις φίλες της, ξαφνικά ήρθαν τα πάνω κάτω.
«Σε κάποια στιγμή νιώθω ένα από το φρενάρισμα και μετά βρέθηκα στον αέρα. Εκεί όλα μαύρισαν μετά. Υπήρχε η μυρωδιά του καμένου. Το δικό μας το βαγόνι σηκώθηκε στον αέρα και γύρισε ανάποδα, δηλαδή βρέθηκα ανάποδα εγώ προσωπικά, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω».
Προσπαθούσαν όλοι να καταλάβουν τι συνέβη σε κατάσταση σοκ. Εικόνες θολές, σκόρπιες σκέψεις. Μοναδικός οδηγός τους, το αίσθημα επιβίωσης.
«Κάτι έπεσε πάνω στην πλάτη μου, σηκωθήκαμε, φωνάζαμε ο ένας στον άλλον, ψάχναμε ο ένας τον άλλον. Είδα τον Στέλιο μπροστά μου, ευτυχώς ήμασταν πολύ τυχεροί. Τι να μιλήσουμε τώρα για τύχη; Να είσαι τυχερός που ζεις; Για 28€ να είμαι τυχερή που ζω;».
Η περιγραφή της Βασιλικής συγκλονίζει. Ο φίλος της και εκείνη κρατήθηκαν από το χέρι και κατάφεραν να βγουν από μία τρύπα που άνοιξε στο πάτωμα του βαγονιού.
«Καταλαβαίνω ότι το τρένο γύρισε ανάποδα, ενδεχομένως από ό,τι έμαθα μετέπειτα έπεσε άλλο βαγόνι πάνω στο δικό μας, οπότε το δικό μας βαγόνι λύγισε, γύρισε ανάποδα. Ένιωθα ότι καιγόμουν, για αυτό σηκώθηκα όρθια, ο Στέλιος ήταν ήδη όρθιος και κατεβήκαμε από μία τρύπα που βρήκαμε στο πάτωμα».
Άλλοι δημιούργησαν μία ανθρώπινη αλυσίδα σωτηρίας. Μοναδική τους διέξοδος το να πηδήξουν από το παράθυρο.
«Ήταν σπασμένο το παράθυρο, με βοήθησαν τα παιδιά να ανέβω με το χέρι και αποφασίσαμε εκεί με τα παιδιά αν και ήταν από κάτω συντρίμμια να πετάξουμε όλοι τις βαλίτσες και τα πράγματά μας και να πηδήξουμε πάνω στις βαλίτσες για να φύγουμε».
Στο τελευταίο βαγόνι, την στιγμή της σφοδρής σύγκρουσης ένα ζευγάρι κοιμόταν: «Με πήρε ο ύπνος και εμένα και τον σύζυγο εκείνη την στιγμή, μόλις μας πήρε ο ύπνος ακούσαμε το μπαμ και καταλάβαμε ότι σταματήσαμε απότομα. Με το που έγινε αυτό το τράνταγμα κοίταξα άμα είναι καλά η αρραβωνιαστικιά μου, ζαλιζόταν, χτύπησε στο μάτι και προσπαθούσαμε να βγούμε έξω γιατί ερχόταν καπνός και φοβηθήκαμε μην πάρουμε φωτιά».
«Ήταν από τους τυχερούς επίσης γιατί ήταν στο μοναδικό βαγόνι που είχε ηλεκτρισμό και άνοιξε η πόρτα. Από τα άλλα βαγόνια σπάγανε παράθυρα για να βγούνε, αυτό είχε ηλεκτρισμό. Με το που άνοιξε η πόρτα μύριζε πάρα πολύ καπνός, Φοβόντουσαν για έκρηξη, μαζεύτηκαν πίσω τα παιδιά και μόλις πέρασαν ένα ή δύο λεπτά και δεν έγινε η έκρηξη άρχισαν να πηδάνε και να γαντζώνονται για να ανέβουν πάνω στην εθνική οδό», λέει ο πατέρας της 20χρονης φοιτήτριας.
Τα παιδιά που βγήκαν ζωντανά από το δρομολόγιο του θανάτου ζουν πια με την εικόνα της σύγκρουσης στο μυαλό τους.
«Το κορίτσι προσπαθεί να αποβάλλει το σοκ έχουμε κάποιες φοβίες που έχουν αναπτυχθεί. Με σκοτάδι, με μοναξιές, με φως, κλειστές πόρτες. Πρέπει να βρω τον τρόπο να την υποστηρίξω ψυχολογικά γιατί κανείς δεν μιλά για την υποστήριξη των παιδιών, κανένας δεν λέει τίποτα».