«Ποια είναι η κατάσταση της Ελληνικής κρίσης», αναρωτιέται ο Paul Krugman σε άρθρο του στους New York Times, για να αποκριθεί ότι επί της ουσίας πως… δεν έχει ιδέα.
Όμως ο αμερικάνος οικονομολόγος εξηγεί ότι αυτό που γνωρίζει καλά, είναι το τι ζητάει η Ελλάδα από δημοσιονομικής άποψης και θα είχε ενδιαφέρον αν υπήρχε μια συζήτηση γύρω από την «αριθμητική» της θέσης της.
Σύμφωνα με τον Krugman, η ουσία του ζητήματος είναι η εξής: «Η Ελλάδα μέσω απίστευτων θυσιών, έχει επιτύχει να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα- ένα πλεόνασμα που δε περιλαμβάνει τους τόκους- παρά την ύφεση.
Η εκτίμηση είναι ότι αυτό το πλεόνασμα κινείται αυτή την στιγμή γύρω στο 1,5% του ΑΕΠ».
Όπως αντιλαμβάνεται το ζήτημα, ο οικονομολόγος εκτιμά ότι η Ελληνική κυβέρνηση δεν ζητά επιστροφή στα πρωτογενή ελλείμματα, αλλά προτείνει να της επιτραπεί να σταθεροποιήσει το πλεόνασμα σε αυτό το επίπεδο και αντιτίθεται στην αύξηση του σε 4,5% του ΑΕΠ- «ένα επίπεδο με ελάχιστα ιστορικά προηγούμενα», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Krugman.
«Πιθανώς να πιστεύεται ότι το 3% του ΑΕΠ δεν είναι μεγάλη υπόθεση, (προσπαθήστε όμως να βρείτε 500 δισ. το χρόνο από περικοπές δαπανών στις ΗΠΑ).
Με δεδομένα τα μακροοικονομικά πάντως, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φαίνεται.
Ομοιάζει με τις αποζημιώσεις που προσπάθησαν να αποσπάσουν οι Σύμμαχοι από την Γερμανία μετά το πέρας του Πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου- αν και για διαφορετικούς λόγους- και αναγκάζει την Ελλάδα να έχει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, σε σημείο που αυτά αποτελούν ένα «δυσβάσταχτο φορτίο», που ξεπερνά το άμεσο κόστος των ίδιων των πλεονασμάτων», συνεχίζει ο Krugman.
«Καταρχάς, η λιτότητα έχει πολύ αρνητική επίδραση στην παραγωγή μίας χώρας που δεν έχει το δικό της νόμισμα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αντισταθμίσει την πτώση της ζήτησης με νομισματική πολιτική», αναφέρει ο οικονομολόγος.
Παράλληλα στο άρθρο του παραθέτει διάγραμμα από παλιότερη δημοσίευση του, το οποίο αφορά τις εκτιμήσεις του αρχικού πλάνου λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, συγκρίνοντας τες με το τι συνέβη στην πραγματικότητα.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τεράστιο έλλειμμα αντανακλά τις αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας, τις οποίας το ΔΝΤ παραδέχεται ότι υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό.
Σε αυτό το σημείο μια λογική εκτίμηση του Ελληνικού πολλαπλασιαστή, είναι της τάξης του 1,3», σχολιάζει.
Συνεχίζει λέγοντας ότι η επίτευξη των τριών έξτρα μονάδων πλεονάσματος που απαιτεί η τρόικα, θα ανάγκαζαν την Ελλάδα να προβεί σε περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, της τάξης του 6% του ΑΕΠ.
Και αν προέβαινε σε αυτές στις κινήσεις, η μείωση των κρατικών δαπανών θα οδηγούσε σε μείωση και των ιδιωτικών δαπανών και σε έξτρα επιβάρυνση από την λιτότητα.
«Σε αυτό το σημείο με την απαίτηση για μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα από την Ελλάδα, η τρόικα απαιτεί επιπρόσθετες θυσίες της τάξης του 7,5% με 8% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με την πρόταση της κυβέρνησης για πάγωμα» στα επίπεδα του 1,5%, αναφέρει ο Paul Krugman ολοκληρώνοντας το άρθρο του.