Σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας εισέρχονται τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Αιτία, οι διατάξεις του προωθούμενου πολυνομοσχεδίου που, σύμφωνα με τις Ενώσεις Στρατιωτικών των τεσσάρων Περιφερειακών Ενοτήτων του νησιού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου, Λασιθίου), ανατρέπουν άρδην το καθεστώς σταδιοδρομίας, θίγοντας κεκτημένα δικαιώματα και δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας για χιλιάδες ένστολους και τις οικογένειές τους.
Η κοινή παρέμβαση των τεσσάρων Ενώσεων δεν έχει απλώς τοπικό χαρακτήρα, αλλά αναδεικνύει τις δομικές αλλαγές που επιφέρει το νομοθέτημα στην πυραμίδα του στρατεύματος. Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκονται οι ρυθμίσεις αναδρομικότητας, οι οποίες, όπως καταγγέλλεται, ακυρώνουν στην πράξη τον επαγγελματικό σχεδιασμό που είχαν κάνει χιλιάδες νέοι και οι γονείς τους, επιλέγοντας τις στρατιωτικές σχολές.
Ανατροπή σταδιοδρομίας και υποβάθμιση πτυχίων
Οι εκπρόσωποι των στρατιωτικών κάνουν λόγο για ευθεία υπονόμευση της αξιοπιστίας του θεσμού των Πανελληνίων Εξετάσεων. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, οι αριστούχοι που επέλεξαν συνειδητά τις Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών (ΑΣΣΥ) βλέπουν ξαφνικά την καριέρα τους να υποβαθμίζεται, καθώς αλλάζουν οι όροι εξέλιξης που ίσχυαν κατά την εισαγωγή τους.
Αντίστοιχα, για τους Επαγγελματίες Οπλίτες (ΕΠΟΠ), οι νέες διατάξεις θέτουν «πρωτοφανή όρια εξέλιξης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Ενώσεις, περιορίζοντας δραματικά τις προοπτικές τους. Η εξέλιξη αυτή δεν έχει μόνο υπηρεσιακό αντίκτυπο, αλλά αγγίζει τον πυρήνα του οικογενειακού προγραμματισμού των στελεχών, ακυρώνοντας τις θυσίες ετών για την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών τους. Καταργούνται βαθμοί, καθηλώνεται η ιεραρχική άνοδος και, κατ’ επέκταση, αφαιρούνται τα κίνητρα για επαγγελματική πρόοδο εντός του στρατεύματος.
Το χάσμα της ανισότητας και η «λευκή επιταγή»
Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που θέτουν οι Ενώσεις της Κρήτης είναι η παραβίαση της αρχής της ισονομίας. Το νομοσχέδιο κατηγορείται ότι εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ ομοειδών κατηγοριών (ΑΣΣΥ, ΑΣΕΙ, ΕΜΘ και ΕΠΟΠ), ανατρέποντας προηγούμενες προβλέψεις για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη. Η πρακτική αυτή, σύμφωνα με τους συνδικαλιστικούς φορείς, πλήττει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη Διοίκηση.
Επιπρόσθετα, σοβαρές ενστάσεις διατυπώνονται για τη θεσμική αρτιότητα του κειμένου. Οι στρατιωτικοί επισημαίνουν ότι το πολυνομοσχέδιο πάσχει σε επίπεδο συνοχής, καθώς περισσότερα από 30 άρθρα του δεν ρυθμίζουν ευθέως τα ζητήματα, αλλά παραπέμπουν σε μελλοντικές Υπουργικές Αποφάσεις. Αυτή η πρακτική αφήνει κρίσιμες πτυχές της καθημερινότητας και της εξέλιξης των στελεχών σε ένα καθεστώς ασάφειας, παρέχοντας ουσιαστικά «λευκή επιταγή» στην εκάστοτε ηγεσία για ρυθμίσεις κατόπιν εορτής.
Το «αγκάθι» της συνυπηρέτησης για τους μη μονιμοποιηθέντες
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο φλέγον ζήτημα της συνυπηρέτησης για τους Μη Μονιμοποιηθέντες ΕΠΟΠ. Παρά τις κατά καιρούς ρητές δεσμεύσεις της πολιτικής ηγεσίας, το πρόβλημα παραμένει άλυτο.
Οι Ενώσεις καταγγέλλουν «δύο μέτρα και δύο σταθμά», φέρνοντας ως παράδειγμα το άρθρο 295 του νομοσχεδίου. Ενώ για τους στρατιωτικούς δικαστές υπήρξε –ορθώς, όπως σημειώνουν– τροποποίηση της ρύθμισης, αντίστοιχη μέριμνα για τους ΕΠΟΠ δεν υπήρξε. Ο αποκλεισμός αυτός συνεχίζεται και στη νέα Υπουργική Απόφαση, αφήνοντας εκτός ευεργετικών διατάξεων μια κατηγορία στελεχών που αντιμετωπίζει τις ίδιες ακριβώς οικογενειακές και υπηρεσιακές ανάγκες με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους, χωρίς καμία αιτιολόγηση.
Παράσταση διαμαρτυρίας στον Πρωθυπουργό
Υπό το βάρος των εξελίξεων, οι Ενώσεις Στρατιωτικών της Κρήτης κλιμακώνουν τη στάση τους. Έχουν ήδη ανακοινώσει την πραγματοποίηση παράστασης διαμαρτυρίας στην έδρα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, στο Ηράκλειο. Στόχος είναι αντιπροσωπείες των στρατιωτικών να μεταφέρουν προσωπικά την έντονη δυσαρέσκειά τους προς τον Πρωθυπουργό, ζητώντας την άμεση αναθεώρηση των επίμαχων διατάξεων.
Παράλληλα, απευθύνουν κάλεσμα μαζικής συμμετοχής στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης. Προτρέπουν τα μέλη τους να καταθέσουν τεκμηριωμένα σχόλια, θεωρώντας ότι η ενεργή συμμετοχή σε αυτό το στάδιο αποτελεί «ουσιαστική πράξη υπεράσπισης των δικαιωμάτων και του μέλλοντος των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων», πριν οι διατάξεις πάρουν τον δρόμο για τη Βουλή.
Σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης εισέρχεται εκ νέου ο πρωτογενής τομέας στην Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, καθώς οι αγρότες αποφάσισαν την επανενεργοποίηση των μπλόκων επί της εθνικής οδού. Η απόφαση, η οποία ελήφθη σε κλίμα έντονου προβληματισμού και αποφασιστικότητας κατά τη χθεσινοβραδινή Γενική Συνέλευση στο Εργατικό Κέντρο Χανίων, σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου κύκλου δυναμικών κινητοποιήσεων, με φόντο τα συσσωρευμένα οικονομικά αδιέξοδα και την κρίση στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Τα μέλη της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων του Νομού, αξιολογώντας την τρέχουσα κατάσταση ως οριακή για την επιβίωσή τους, προκρίνουν πλέον τον δρόμο της κλιμάκωσης. Το μήνυμα που εκπέμπεται από τα Χανιά είναι σαφές: ο χρόνος της αναμονής τελείωσε και τη θέση του διαλόγου παίρνουν οι δράσεις επί του πεδίου, με επίκεντρο τον Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ).
Το χρονοδιάγραμμα της κλιμάκωσης στα Μεγάλα Χωράφια
Το επιχειρησιακό σχέδιο των αγροτών τίθεται σε εφαρμογή άμεσα, με πρώτο σταθμό την ερχόμενη Κυριακή, 7 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με την απόφαση της Συνέλευσης, οι παραγωγοί θα παρατάξουν τα τρακτέρ τους στο στρατηγικό σημείο των Μεγάλων Χωραφιών.
Η κινητοποίηση θα ξεκινήσει με συμβολικό, αλλά ουσιαστικό τρόπο, καθώς θα πραγματοποιηθεί διακοπή της κυκλοφορίας επί του ΒΟΑΚ για μισή ώρα, από τις 14:00 έως τις 14:30. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν θα είναι παροδική. Στο ίδιο σημείο θα συσταθεί οργανωμένο μπλόκο, το οποίο, βάσει του σχεδιασμού, θα παραμείνει ενεργό για τουλάχιστον 48 ώρες, στέλνοντας προειδοποιητικό μήνυμα προς την κεντρική διοίκηση.
Κοινό μέτωπο Αγροτών, Κτηνοτρόφων και Μελισσοκόμων
Ιδιαίτερη βαρύτητα στη χθεσινή διαδικασία προσέδωσε η διεύρυνση του μετώπου των κινητοποιήσεων. Στη σύσκεψη του Εργατικού Κέντρου το «παρών» έδωσαν εκπρόσωποι του Κτηνοτροφικού Συλλόγου αλλά και του Συνδέσμου Μελισσοκόμων, επιβεβαιώνοντας την ενότητα του κλάδου απέναντι στα κοινά προβλήματα.
Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε η απόλυτη σύμπλευση των δράσεων. Οι παραγωγοί δεσμεύτηκαν να στηρίξουν μαζικά όχι μόνο το μπλόκο της Κυριακής, αλλά και την προγραμματισμένη κινητοποίηση των κτηνοτρόφων, η οποία θα λάβει χώρα την ερχόμενη Δευτέρα στο Αεροδρόμιο Χανίων. Η εικόνα αυτή της συσπείρωσης αναδεικνύει την καθολικότητα της δυσαρέσκειας που επικρατεί στην ύπαιθρο της Κρήτης.
Η «σκιά» του ΟΠΕΚΕΠΕ και το αίτημα για επιβίωση
Στον πυρήνα των διεκδικήσεων βρίσκεται η οικονομική ασφυξία που βιώνουν οι παραγωγοί. Οι αγρότες των Χανίων διαμαρτύρονται έντονα για τη μηδενική χορήγηση αποζημιώσεων και ενισχύσεων, σε μια χρονική συγκυρία όπου το κόστος παραγωγής έχει εκτοξευθεί.
Καταλυτικό ρόλο στην οργή του αγροτικού κόσμου διαδραματίζει το σκάνδαλο με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τα προβλήματα στις πληρωμές των επιδοτήσεων, γεγονός που έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη τους προς τους αρμόδιους φορείς. Οι εκπρόσωποι της Ομοσπονδίας δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις επ’ αόριστον («διαρκείας»), ξεκαθαρίζοντας πως πλέον δεν αρκούνται σε υποσχέσεις, αλλά απαιτούν την έμπρακτη ικανοποίηση των αιτημάτων τους για ουσιαστική στήριξη της παραγωγής.
Το ΠΑΣΟΚ–Κίνημα Αλλαγής ανεβάζει τους τόνους για την υπόθεση του ΙΝΕΔΙΒΙΜ, ζητώντας άμεσες και ξεκάθαρες απαντήσεις από την κυβέρνηση, μετά τις αποκαλύψεις για αδιαφανείς αναθέσεις και σκιές κομματικών παρεμβάσεων στη διαχείριση κονδυλίων σίτισης φοιτητών την περίοδο του lockdown.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, εταιρεία με έδρα τη Σκάλα Λακωνίας φέρεται να έλαβε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για γεύματα σε φοιτητική εστία, ενώ οι εστίες είχαν διαταχθεί να εκκενωθούν. Το ΠΑΣΟΚ θέτει σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, ζητώντας έλεγχο των συμβάσεων, διερεύνηση των καταγγελιών και αποσαφήνιση του ρόλου στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που φέρονται να εμπλέκονται.
Αναλυτικά η ανακοίνωση Γραφείου Τύπου ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής
Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για αδιαφανείς αναθέσεις και ύποπτες πρακτικές προς όφελος κομματικών ημετέρων της Νέας Δημοκρατίας στο Ίδρυμα Νεολαίας και Δια Βίου Μάθησης σχετικά με κονδύλια σίτισης φοιτητών την περίοδο του lockdown, έρχεται να προστεθεί στο δυσώδες τοπίο αδιαφάνειας.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του TVXS, ενώ με υπουργική απόφαση είχε αποφασιστεί η εκκένωση όλων των ιδρυμάτων και των φοιτητικών εστιών την περίοδο της πανδημίας, εταιρεία με έδρα τη Σκάλα Λακωνίας πληρώθηκε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για γεύματα στη Φοιτητική Εστία Πάτρας.
Στα δημοσιεύματα περιγράφεται ο ρόλος στελεχών της ΟΝΝΕΔ και εν ενεργεία βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας.
Απαιτούνται άμεσα καθαρές απαντήσεις:
Ποιο είναι το πραγματικό ύψος της ζημίας για το Δημόσιο;
Έχουν κινήσει διαδικασίες ελέγχου των παραδοτέων κάθε σύμβασης;
Έχουν διερευνηθεί οι καταγγελίες; Έχουν παραπεμφθεί στον έλεγχο των αρμόδιων αρχών;
Τί απαντά ο βουλευτής στις καταγγελίες;
Η παρακμή και τα σκάνδαλα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η καθημερινότητα της χώρας.
Κάποτε ήταν το έδεσμα του λαου, το ελληνικό street food. Οχι πιά. Ο λόγος για το σουβλάκι – με πίτα και απ΄όλα ή όπως το πριτμάει ο καθένας.
Η τιμή του ανεβαίνει διαρκώς, είτε λόγω του ενεργειακού κόστους – όπως υποστηρίζουν οι επαγγελματίες – είτε λόγω της αύξησης στις τιμές της πρώτης ύλης.
Εξελίσσεται σιγά σιγά σε είδος πολυτελείας.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρία Pricefox η μέση τιμή του σε πολλές περιοχές της Αττικής φτάνει ακόμα και τα 4,5 ευρώ, ενω σε περιπτώσεις – στο Ηράκλειο της Κρήτης για παράδειγμα – η τιμή του εκτοξέυεται ακόμα και στα 6 ευρώ.
Επίσης η Θεσσαλονίκη αποδεικνύεται πιο ακριβή από την Αθήνα αφού σε όλα τα είδη σουλβακίου η τιμή ξεπερνάει τα 5 ευρώ.
«Τα κρέατα από τα οποία παράγουμε το σουβλάκι έχουν πάει 100% πάνω. Πώς θα μείνει το σουβλάκι στάσιμο; Και ο κόσμος έχει δίκιο. Γιατί λέει ήταν 3,5 και τώρα πήγε 4,5, πώς γίνεται; «Ένα σουβλάκι των 100 γραμμαρίων θα φτάσει κοντά στα 2,5 με 3 ευρώ περίπου, σκέτο.» λένε οι επαγγλεματίες.
Τις κινητοποιήσεις των αγροτών στηρίζει η πρόεδρος του συλλόγου «Τέμπη 2023», Μαρία Καρυστιανού, με ανάρτησή της σήμερα Πέμπτη (4.12.25), προαναγγέλοντας συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την ερχόμενη Τρίτη (9.12.25) για το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών.
Όπως τονίζει στην ανάρτησή της η Μαρία Καρυστιανού, οι διαμαρτυρίες στους δρόμους καταλήγουν πάντα σε μια άκαρπη εκτόνωση, καθώς, «η κυβέρνηση προσφέρει ψίχουλα σε σχέση με όσα χρωστάει, η αντιπολίτευση “στηρίζει” με παχιά λόγια και τελικά καμία ουσιαστική λύση στις παθογένειες που πληγώνουν τη χώρα.
Όπως αναφέρει, αιτία αυτής της κατάστασης είναι η εφαρμογή του άρθρου 86, που όπως λέει, προστατεύει και «ξεπλένει» τους πολιτικούς.
«Για αυτό οφείλουμε να χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του, να φωνάξουμε για την ουσία και την οριστική λύση στα προβλήματά μας. Δεν θα ξεγελαστούμε πάλι από υποσχέσεις και ψίχουλα», τονίζει η πρόεδρος του συλλόγου των συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας στα Τέμπη και ανακοινώνει τη διεξαγωγή συζήτησης στις 9 Δεκεμβρίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η ανάρτηση της Μαρίας Καρυστιανού
«Οι αγρότες στους δρόμους, φωνάζουν απεγνωσμένα για την επιβίωση και για τα αφανισθέντα ζώα τους.
Όμως όλες αυτές οι διαμαρτυρίες στους δρόμους καταλήγουν κάθε φορά σε μία άκαρπη εκτόνωση: η κυβέρνηση προσφέρει ψίχουλα σε σχέση με όσα χρωστάει, η αντιπολίτευση «στηρίζει» με παχιά λόγια, και τελικά καμία ουσιαστική λύση στις παθογένειες που πληγώνουν τη χώρα.
Η ρίζα του κακού είναι σαφής: οι πολιτικοί υπεύθυνοι παραμένουν πάντα εκτός κάδρου, ατιμώρητοι, προστατευμένοι από το άρθρο 86 του Συντάγματος, ενώ πλέον εντείνεται και η επίσημη τρομοκρατία κατά των μαρτύρων που καταγγέλουν πολιτικούς. Για αυτό οφείλουμε να χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του, να φωνάξουμε για την ουσία και την οριστική λύση στα προβλήματά μας. Δεν θα ξεγελαστούμε πάλι από υποσχέσεις και ψίχουλα.
Για αυτό απαιτούμε:
(Α) Μη εφαρμογή του Άρθρου 86, του άρθρου ξεπλύματος των πολιτικών, γιατί αντίκειται στο Κράτος Δικαίου.
(Β) Πλήρη Λογοδοσία ΟΛΩΝ των πολιτικών που ευθύνονται για τα Τέμπη, τον ΟΠΕΚΕΠΕ, τις Υποκλοπές, τη Novartis, το Μάτι, καθώς και για όλα τα άλλα οικονομικά και κατά ζωής εγκλήματα εις βάρος της χώρας και των Ελλήνων.
(Γ) Επιστροφή των κλεμμένων χρημάτων πίσω στα δημόσια ταμεία και άμεση διανομή τους ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
(Δ) Δήμευση Περιουσίας των ενόχων.
(Ε) Πληρωμή των προστίμων από τους υπαίτιους και ΟΧΙ ΑΠΟ ΕΜΑΣ τους πολίτες.
ΤΕΛΟΣ, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να κάνει το καθήκον της, καθώς η Ελλάδα δεν είναι τριτοκοσμική χώρα με «ιθαγενείς» κατοίκους. Απαιτούμε την εφαρμογή του Ενωσιακού Δικαίου και πλήρη έλεγχο όλων των πολιτικών που εμπλέκονται σε σκάνδαλα ευρωπαϊκών κονδυλίων. Αυτό το colpo grosso που στήθηκε στις πλάτες μας με τις ευλογίες ολόκληρου του πολιτικού συστήματος – και της Ευρώπης, προκειμένου να μην σηκώσουμε ΠΟΤΕ κεφάλι από τη συνεχή διασπάθιση των κονδυλίων και τα βαρύτατα πρόστιμα, ΣΤΑΜΑΤΑ ΕΔΩ.
Όλη η κοινωνία, μια ψυχή στις 9 Δεκεμβρίου όπου θα γίνει μια μεγάλη συζήτηση – καταγγελία στο Ευρωκοινοβούλιο για το Άρθρο 86 και την ατιμωρησία των πολιτικών μας με αφορμή την παράλειψη ποινικής έρευνας και ποινικών διώξεων κατά των πολιτικών για τη Σύμβαση 717 αλλά για τα άλλα σκάνδαλα κατάχρησης του ευρωπαϊκού χρήματος, όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Εκεί θα συζητηθεί ΓΙΑΤΙ η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στην Ελλάδα δεν ασκεί τα καθήκοντά της στην έρευνα και τιμωρία των πολιτικών που πετυχαίνουν τη ατιμωρησία τους, μέσα από το προνόμιο του Άρθρου 86.
Πομπή με νεκροφόρες κατέφθασε πριν απο λιγη ώρα στο μπλόκο των Μαλγάρων, με τους Οίκους Τελετών να εκφράζουν τη στήριξη στους αγρότες.
Τα οχήματα οίκων τελετών της Θεσσαλονίκης είχαν παραταχθεί πλάι στα τρακτέρ, στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα ότι ο πρωτογενής τομέας πεθαίνει, όπως επισημαίνει το Thesspost.gr
Σημειώνεται ότι για τέταρτη μέρα είναι κλειστό το ρεύμα της Εθνικής Οδού προς Θεσσαλονίκη με τους αγρότες να δηλώνουν έτοιμοι να κάνουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στον δρόμο.
«Είναι συμπαράσταση στους αδελφούς μας αγρότες, σε ένα κλάδο που είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, συντασσόμαστε στο πλάι τους ειρηνικά με τον ίδιο σκοπό, να αναδείξουμε τα δικά μας προβλήματα που διαιωνίζονται δεκαετίες.
Η ελληνική πολιτεία δεν έχει σκύψει ποτέ στα προβλήματα των λειτουργών κηδειών», δήλωσε ο πρόεδρος των Λειτουργών Κηδειών Κεντρικής Μακεδονίας Νέστορας Νικολόπουλος.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Α’ Συνεταιρισμού Χαλάστρας και ρυζοπαραγωγός Χρήστος Γκαντζάρας επεσήμανε:
«Το πρόβλημα δεν είναι καθαρά αγροτικό, αλλά ήταν η αφορμή να αναφερθούν κι άλλα κοινωνικά προβλήματα. Εχθές ήρθαν τα ταξί μαζί μας και τα ταξί και οι λαικατζήδες, σήμερα τα γραφεία τελετών, αύριο οι φορτηγατζήδες.
Θα εμφανιστούν εδώ και όχι μόνο εδώ, σε όλα τα μπλόκα, κι έρχονται κι άλλα επαγγέλματα, οι ψαράδες, οι ντελιβεράδες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες».
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα τρακτέρ ενισχύονται μέρα με τη μέρα, φτάνοντας τα 250.
Το ρεύμα προς Θεσσαλονίκη ανοιγοκλείνει ανάλογα με τις αποφάσεις της Συντονιστικής του μπλόκου
Κλειστό τμήμα της Εγνατίας Οδού στην Κομοτηνή
Λόγω των κινητοποιήσεων, διακόπηκε από τις 10 το πρωί -και μέχρι νεωτέρας- η κυκλοφορία όλων των οχημάτων στο τμήμα του αυτοκινητόδρομου «Εγνατία Οδός», από τον Ανατολικό Κόμβο Κομοτηνής (Χ.Θ. 567+500) έως και τον Δυτικό Κόμβο Κομοτηνής (Χ.Θ. 561+500) στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση από Αλεξανδρούπολη προς Ξάνθη.
Σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Μακεδονίας και Θράκης, κατά τη διάρκεια των προσωρινών κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, η κυκλοφορία όλων των οχημάτων θα διεξάγεται από εναλλακτικές – παρακαμπτήριες διαδρομές ως ακολούθως:
– Όλα τα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα λεωφορεία που κινούνται επί της Εγνατίας οδού με κατεύθυνση από Αλεξανδρούπολη προς Ξάνθη, θα εκτρέπονται στον ανατολικό κόμβο εξόδου Κομοτηνής και θα διέρχονται από την πόλη της Κομοτηνής κινούμενα διαδοχικά μέσω των οδών Κωνσταντινουπόλεως – Ι. Σισμάνογλου – Ζυμβρακάκη – Κουρτίδη – Κοσμίου – Πρωταγόρα – Π. Τσαλδάρη – Κακουλίδου – Συμεωνίδου – Υψηλάντου – Μακαρίου Γ. και Μεραρχίας Σερρών. Εν συνεχεία θα εισέρχονται στην Ε.Ο. Κομοτηνής – Ξάνθης και διαμέσω αυτής, θα επανεισέρχονται στην Εγνατία Οδό, ανάλογα με την επικρατούσα κατάσταση, είτε μέσω του δυτικού κόμβου εξόδου Κομοτηνής είτε:
– τα οχήματα ελαφρύτερα των 3,5 τόνων μέσω του Α/Κ Ιάσμου και
– τα οχήματα βαρύτερα των 3,5 τόνων μέσω του Α/Κ Βαφέικων – Ανατολικού Ξάνθης.
Tι γίνεται σε όλα τα μπλόκα
Στο μεταξύ, συνεχίζει να ενισχύεται και το μπλόκο στο τελωνείο Ευζώνων, στα σύνορα Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας, το οποίο στήθηκε επίσης την 1η Δεκεμβρίου. Αγρότες του Δήμου Παιονίας και της ευρύτερης περιοχής προχωρούν σε συμβολικούς αποκλεισμούς της εισόδου και της εξόδου, επιτρέποντας τη διέλευση φορτηγών που μεταφέρουν ελληνικά προϊόντα και οχημάτων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Οι κινητοποιήσεις στο σημείο πραγματοποιούνται κυρίως το μεσημέρι και το βράδυ. Σήμερα αναμένονται στο σημείο επιπλέον αγρότες από τα Γιαννιτσά Πέλλας, οι οποίοι αποφάσισαν, σε συνέλευσή τους, να κινηθούν προς το τελωνείο Ευζώνων.
Παραμένει (από 1/12) το μπλόκο στην είσοδο της Χαλκηδόνας, επί της παλαιάς Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης-Έδεσσας, με τις κινητοποιήσεις να πραγματοποιούνται συνήθως τις μεσημβρινές ώρες.
Σε επ’ αόριστον αποκλεισμό βρίσκεται από χθες το πρωί το ρεύμα με κατεύθυνση τη Βέροια επί της Εγνατίας Οδού, από αγρότες της Αλεξάνδρειας που έστησαν αγροτικό μπλόκο στον κόμβο Νησελίου. Οι αγρότες διατηρούν ανοιχτή μία δίοδο αποκλειστικά για οχήματα έκτακτης ανάγκης, ενώ στο σημείο αναμένονται, σήμερα, με τα τρακτέρ και τα αγροτικά τους οχήματα αγρότες και κτηνοτρόφοι από την Κρύα Βρύση Πέλλας.
Αγροτικό μπλόκο έχει στηθεί (2/12) και στον κόμβο Κουλούρας, με τους αγρότες και κτηνοτρόφους στο σημείο να μην προχωρούν σε αποκλεισμούς.
Αγροτοκτηνοτροφικά μπλόκα υπάρχουν ακόμη στον κόμβο Γυψοχωρίου Πέλλας επί της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Έδεσσας, καθώς και στον κόμβο Φιλώτα, στον κάθετο άξονα Κοζάνης-Φλώρινας του Πανευρωπαϊκού Άξονα Χ, όπου συμμετέχουν και μελισσοκόμοι.
Σε συνέχεια χθεσινοβραδινής τους συνέλευσης, αγρότες και κτηνοτρόφοι της Φλώρινας, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν σήμερα πορεία με τα τρακτέρ και τα αγροτικά τους οχήματα μέσα στην πόλη και να κινηθούν στο τελωνείο Νίκης, στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία.
Στην Πιερία, αγρότες του Αιγινίου έχουν στήσει το δικό τους αγροτικό μπλόκο στην είσοδο της κωμόπολης. Σε χθεσινοβραδινή τους συνέλευση αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν, σήμερα το πρωί, μηχανοκίνητη πορεία μέσα στο Αιγίνιο και το μεσημέρι να αποκλείσουν συμβολικά την είσοδο και την έξοδο στην κωμόπολη.
Αύριο, Παρασκευή 5/12, αγρότες και κτηνοτρόφοι από Επανομή, Τρίλοφο, Βασιλικά, Χαλκιδική, Γαλάτιστα και Τρίγλια, στήνουν το αγροτικό μπλόκο στα «Πράσινα Φανάρια», στο κομβικό σημείο της διασταύρωσης πριν από το αεροδρόμιο «Μακεδονία», όπως αποφάσισαν σε χθεσινοβραδινή τους σύσκεψη.
Σήμερα, στις 20.00, έχουν προγραμματίσει γενική συνέλευση αγρότες και κτηνοτρόφοι του Δήμου Λαγκαδά και της ευρύτερης περιοχής προκειμένου να «κλειδώσουν» την ημέρα και ώρα που θα στήσουν μπλόκο στον κόμβο Δερβενίου, που βρίσκεται στη διασταύρωση της παλιάς εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Καβάλας με άλλες οδικές αρτηρίες, όπως η οδός που οδηγεί προς Ν. Σάντα Κιλκίς.
Αγροτοκτηνοτρφικό μπλόκο και στο τελωνείο Προμαχώνα
Μπλόκο έστησαν στο τελωνείο του Προμαχώνα, στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, παραγωγοί από τον νομό Σερρών, οι οποίοι και κατέφθασαν στο σημείο μετά από έξι ώρες, λόγω των αστυνομικών μπλόκων κατά μήκος του δρόμου από τη διασταύρωση Λευκώνα. Στην κινητοποίηση στο σημείο συμμετέχουν μελισσοκόμοι και εκπρόσωποι φορέων από άλλα εργατικά σωματεία.
Μπλόκα και στην Πάτρα
Κινητοποίηση πραγματοποίησαν σήμερα αγρότες και κτηνοτρόφοι από την δυτική Αχαΐα, με αφορμή την τελετή παράδοσης στη κυκλοφορία των τελευταίων 10 χιλιομέτρων του αυτοκινητόδρομου Πατρών – Πύργου, στο ύψος της περιοχής Μιντιλόγλι, της Πάτρας.
Αρχικά οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι συγκεντρώθηκαν στην παλαιά εθνική οδό Πατρών – Πύργου στο ύψος του κόμβου της Κάτω Αχαΐας. Στην συνέχεια κινήθηκαν με αγροτικά αυτοκίνητα επί της παλαιάς εθνικής οδού Πατρών – Πύργου, με προορισμό το Μιντολόγλι, συνοδεία αστυνομικής δύναμης.
Τα αγροτικά αυτοκίνητα σταμάτησαν στον κόμβο της βιομηχανικής περιοχής, όπου υπήρχαν αστυνομικές δυνάμεις, εκφράζοντας την επιθυμία τους να παραδώσουν ψήφισμα διαμαρτυρίας με τα αιτήματά τους στον υπουργό Υποδομών, Χρίστο Δήμα.
Συνεχίζουν οι κινητοποιήσεις και στη Λάρισα
Παραμένουν στο μπλόκο της Νίκαιας οι αγρότες, συνεχίζοντας για τρίτη ημέρα τις κινητοποιήσεις τους και κρατώντας κλειστή την Εθνική Οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης στο συγκεκριμένο σημείο.
Η παρουσία τους ενισχύεται συνεχώς, καθώς νέα τρακτέρ και αγροτικά μηχανήματα καταφθάνουν από χωριά της Λάρισας.
Η κυκλοφορία των οχημάτων διεξάγεται μέσω παρακαμπτηρίων, έπειτα από αποφάσεις της Τροχαίας.
Σήμερα, Πέμπτη 4/12, αντιπροσωπεία του μπλόκου θα βρεθεί στα δικαστήρια της Λάρισας, όπου δικάζονται οι δύο συλληφθέντες για τα επεισόδια στη Νίκαια.
Σε συνέλευση που πραγματοποίησαν το απόγευμα της Τετάρτης, με στόχο τον συλλογικό σχεδιασμό της συνέχειας των κινητοποιήσεων, υπογράμμισαν εκ νέου την αποφασιστικότητά τους να εντείνουν τον αγώνα.
Ανυποχώρητοι οι αγρότες σε Τρίκαλα και Καρδίτσα
Στα μπλόκα παραμένουν οι αγρότες της Καρδίτσας και των Τρικάλων, ενώ συντονίζουν τις επόμενες κινήσεις τους. Οι αγρότες της Καρδίτσας έχουν στήσει το μπλόκο πάνω στον αυτοκινητόδρομο Ε-65 στην Καρδίτσα δηλώνοντας ότι είναι αποφασισμένοι να κλιμακώσουν τον αγώνα τους. Οι αγρότες σήμερα θα βρεθούν στα δικαστήρια της Λάρισας, ενώ αύριο θα πραγματοποιήσουν κινητοποίηση έξω από το δικαστικό μέγαρο Καρδίτσας.
Από χθες το μεσημέρι οι αγρότες των Τρικάλων έστησαν μπλόκο στα διόδια του Λόγγου, λίγο έξω από το κέντρο των Τρικάλων, αφού ανέβηκαν με τρακτέρ πάνω στην Εθνική Οδό και απέκλεισαν και τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας. Οι αγρότες των Τρικάλων δηλώνουν ότι τις επόμενες μέρες το μπλόκο θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, με τρακτέρ από τα γειτονικά χωριά.
Αγρότες Αν. Θεσσαλονίκης: Θέλουμε να κλείσουμε το αεροδρόμιο – Αυτή είναι η απόφαση του κόσμου
Την πρόθεση τους να μπλοκάρουν το αεροδρόμιο Μακεδονία στη Θεσσαλονίκη εκφράζουν οι αγρότες της Ανατολικής Θεσσαλονίκης, όπως αποκάλυψε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Status FM 107.7 πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Τριλόφου Χρήστος Τσιλιάς.
Χτες έγινε συνάντηση αγροτών της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής στο Μεγάλο Δημοτικό Θέατρο της Επανομής στην οποία η συμμετοχή ήταν “‘άνευ προηγουμένου” όπως τη χαρακτήρισε μιλώντας ο αγροτοσυνδικαλιστής.
«Εκεί για πρώτη φορά είδαμε ο κόσμος να βγάζει οργή και θυμό. Ο οποίος ήρθε μετά την προκαταβολή. Δηλαδή, η κυβέρνηση συνεχίζει και αποδεικνύει ότι το ένα ψέμα διαδέχεται το άλλο», είπε ο κ. Τσιλιάς. «Είμαστε απλήρωτοι για συνδεδεμένες και υπόλοιπα ενιαίες ενίσχυσης του 24», τόνισε.
«Θέλουμε να κλείσουμε το αεροδρόμιο. Αυτή είναι η απόφαση του κόσμου», τόνισε ο κ. Τσιλιάς. «Θα πλησιάσουμε όσο μπορούμε πιο κοντά στο αεροδρόμιο, γιατί αν κλείσουμε τα Πράσινα Φανάρια στην ουσία κλείνουμε τα δικά μας τα χωριά. Δεν θέλουμε να κλείσουμε ούτε τη Μουδανίων, ούτε τη Μηχανιώνας», είπε.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά «O Μητσοτάκης μπορεί αύριο να λύσει το πρόβλημα με τα μπλόκα. Τους ξέρει τους απατεώνες το Μαξίμου».
Ο Αντρές Ρίτερ θα είναι ο αντικαταστάτης της Λάουρα Κοβέσι στη θέση της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής εισαγγελίας, της οποίας η θητεία λήγει μέσα στο 2026.
Οι ευρωβουλευτές στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) ψήφισαν με μυστική ψηφοφορία και επέλεξαν τον γερμανό νυν αναπληρωτή εισαγγελέας της ΕΕ για επικεφαλή.
Σύμφωνα με το Euractiv, ο Ρίτερ αναλαμβάνει δύσκολη αποστολή καθώς θα πρέπει να χειριστεί μεταξύ άλλων, φακέλους όπως η προμήθεια εμβολίων κατά του COVID, την οποία ενέκρινε η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έρευνα για τη διπλωματική υπηρεσία της ΕΕ και το Κολλέγιο της Ευρώπης, καθώς και πολλές υποθέσεις που αφορούν κατάχρηση χρημάτων της ΕΕ από ευρωβουλευτές ή πολιτικά κόμματα όπως η γαλλική ακροδεξιά.
Η Κοβέσι ανέλαβε καθήκοντα το 2019, ενώ πρόσφατα, με αφορμή την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και τα παρεμπόριο στα λιμάνια.
Ένα οπτικοακουστικό ντοκουμέντο παρακολουθεί τη μεταμόρφωση του παγκόσμιου οικονομικού τοπίου — από τους ληστοβαρόνους του 19ου αιώνα έως τους δισεκατομμυριούχους της Silicon Valley.
Ένα νέο βίντεο του Volksgeist, σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο Philip Demo, επιχειρεί να αφηγηθεί τη μεγάλη ιστορία της συγκέντρωσης του πλούτου τα τελευταία 150 χρόνια, από την εποχή του Andrew Carnegie μέχρι την άνοδο του Elon Musk. Μέσα από το αρχειακό υλικό και τα σχόλια των δημιουργών, το ντοκιμαντέρ αναλύει πώς η μεσαία τάξη από κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα μετατράπηκε σε μια εύθραυστη μειοψηφία, ενώ παράλληλα μια μικρή οικονομική ελίτ συγκεντρώνει τεράστιο πλούτο, έλεγχο δεδομένων και επιρροή στη δημόσια ζωή.
Η νέα πραγματικότητα του πλούτου
Στην εισαγωγή του ντοκιμαντέρ, ο αφηγητής αναφέρεται σε ένα συγκλονιστικό οικονομικό μέγεθος: «έξι εκατομμύρια εκατομμύρια δολάρια», δηλαδή το σύνολο του πλούτου που κατέχουν σήμερα μόλις λίγες εκατοντάδες Αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι. Ποσά που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αδιανόητα παραμένουν πλέον μέρος της καθημερινότητας όσων έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν νησιά, να χρηματοδοτούν διαστημικά προγράμματα ή να δημιουργούν τεχνολογικές αυτοκρατορίες.
Στο βίντεο γίνεται ειδική αναφορά στον Larry Ellison, διευθύνοντα σύμβουλο της Oracle, ο οποίος αγόρασε ολόκληρο το νησί Λανάι — το έκτο μεγαλύτερο της Χαβάης. H περίπτωση αυτή αξιοποιείται ως παράδειγμα για το πώς ο σύγχρονος πλούτος έχει αποκτήσει μια κλίμακα σχεδόν γεωπολιτική.
Η τεχνολογία ως δύναμη επιρροής και έλεγχου
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει επίσης τον ρόλο των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, οι οποίες έχουν διεισδύσει σε κρίσιμους τομείς όπως η επιτήρηση, τα δεδομένα και η τεχνητή νοημοσύνη.
Μέσα από αποσπάσματα συνεντεύξεων και δημόσιες δηλώσεις προσώπων όπως ο Peter Thiel γίνεται αναφορά στις αντιφάσεις και τα ηθικά διλήμματα που εγείρονται:
«Νιώθω ότι ο Αντίχριστος ίσως χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που χτίζετε…»
«Προφανώς δεν νομίζω ότι αυτό κάνω», απαντά ο συνομιλητής.
Η συζήτηση υπογραμμίζει την ταχύτητα με την οποία κινούνται οι τεχνολογικοί «γίγαντες», αφήνοντας συχνά πίσω τους κυβερνήσεις που δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και να θέσουν όρια.
Από τη μετριοφροσύνη των παλαιών βιομηχάνων στους προβεβλημένους δισεκατομμυριούχους του σήμερα
Το βίντεο υπενθυμίζει ότι πριν από μόλις τέσσερις δεκαετίες, η κοινωνική θέση των πλουσιότερων Αμερικανών ήταν αισθητά διαφορετική: οι περισσότεροι λειτουργούσαν διακριτικά, απέφευγαν την υπερέκθεση και συνήθως περιορίζονταν σε φιλανθρωπικές προσφορές ή σε χρηματοδοτήσεις δημόσιων ιδρυμάτων.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Volksgeist, η κοινωνία δεν έβλεπε τον υπερ-πλούτο ως στόχο ζωής, αλλά ως εξαίρεση. Η κυρίαρχη επιδίωξη ήταν η σταθερότητα: μια σταθερή εργασία, ιδιόκτητη κατοικία και μια προβλέψιμη, ασφαλής πορεία ζωής.
Το τεχνολογικό άλμα που άλλαξε τον κόσμο
Η εικόνα αυτή άρχισε να ανατρέπεται όταν μια μικρή ομάδα ανθρώπων δημιούργησε τεχνολογίες που άνοιξαν νέους, τεράστιους οικονομικούς ορίζοντες. Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται στο πώς η αναγνώριση αυτών των καινοτομιών συνοδεύτηκε από εκρηκτική αύξηση της προσωπικής περιουσίας των δημιουργών τους.
Παρότι η αφήγηση περιγράφει το φαινόμενο αυτό ως αποτέλεσμα εξαιρετικά επιτυχημένων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, παρουσιάζει παράλληλα και το κοινωνικό του αντίκτυπο: την ορατή ένταση μεταξύ της αλματώδους ανόδου των τεχνολογικών δισεκατομμυριούχων και της δημόσιας κριτικής που συχνά τους στοχοποιεί.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα καταγράφει την οξύτατη κριτική που έχει δεχθεί ο Mark Zuckerberg:
«Κύριε Zuckerberg, εσείς και οι εταιρείες που εκπροσωπείτε έχετε αίμα στα χέρια σας».
Η αντίφαση μεταξύ τεχνολογικής προόδου και κοινωνικής καχυποψίας αποτελεί κεντρικό άξονα της αφήγησης.
Η αντιστροφή της δημόσιας εικόνας: από αναγνωρισμένους δημιουργούς σε αμφιλεγόμενους πρωταγωνιστές
Στο δεύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ, η αφήγηση στρέφεται στο πώς άλλαξε η κοινωνική πρόσληψη της μορφής του δισεκατομμυριούχου. Όπως επισημαίνεται, οι σημερινοί τεχνολογικοί μεγιστάνες συχνά αντιμετωπίζονται με ακραίες αντιδράσεις: από θαυμασμό και προσωπολατρία έως έντονη καχυποψία και δημόσια κατακραυγή.
Στο βίντεο εμφανίζονται σκηνές όπου διαδηλωτές απευθύνουν οργισμένα ερωτήματα σε πρόσωπα όπως ο Peter Thiel, με χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο:
«Mr. Thiel, do you have any comments about Palantir’s surveillance of the American people, sir?»
Η αντίθεση αυτή αποτυπώνει μια ευρύτερη ανησυχία: ότι η τεχνολογική πρόοδος και η οικονομική συγκέντρωση δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογη αύξηση κοινωνικής ασφάλειας ή προσδοκιών για ένα καλύτερο μέλλον. Όπως συνοψίζει ο αφηγητής, πολλοί νέοι νιώθουν σήμερα πως «είναι πιθανότερο να καταστρέψουν τον κόσμο παρά να τον σώσουν».
Το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου της μεσαίας τάξης
Παράλληλα με την άνοδο των νέων υπερ-πλουσίων, το βίντεο περιγράφει και την υποχώρηση ενός θεμελιώδους πυλώνα της αμερικανικής —και δυτικής— κοινωνικής δομής: της σταθερής, ευοίωνης μεσαίας τάξης.
Σύμφωνα με την αφήγηση, όσο οι περιουσίες των λίγων εκτοξεύονταν, το «όνειρο» μιας οικονομικά άνετης ζωής γινόταν ολοένα πιο δυσπρόσιτο για τους πολλούς. Το κεντρικό ερώτημα που θέτει το ντοκιμαντέρ δεν είναι απλώς πώς δημιουργήθηκαν τόσο μεγάλα πλούτη, αλλά πώς κατέστη δυνατό να συμβεί, ποιο είναι το κοινωνικό κόστος και τι θυσιάστηκε στην πορεία.
Το Forbes 400 και ο κόσμος όπως ήταν πριν από 40 χρόνια
Η ανάλυση μεταφέρεται στη δεκαετία του 1980, όταν η Forbes δημοσίευσε για πρώτη φορά τη λίστα των 400 πλουσιότερων Αμερικανών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ:
οι περισσότεροι από τους πρώτους εκατομμυριούχους/δισεκατομμυριούχους προέρχονταν από παραδοσιακούς κλάδους όπως το πετρέλαιο, τα ακίνητα και τα ΜΜΕ·
192 από τους 400 κατατάσσονταν σε αυτές τις τρεις κατηγορίες·
οι τεχνολογικοί επιχειρηματίες ήταν ακόμη ελάχιστοι.
Ο Steve Jobs —τότε ακόμη «Steven Jobs»— είχε μόλις κυκλοφορήσει τον υπολογιστή Apple II και «χώρεσε» οριακά στη λίστα. Το ντοκιμαντέρ επισημαίνει ότι τότε υπήρχαν λιγότεροι δισεκατομμυριούχοι σε ολόκληρη την Αμερική απ’ ό,τι σήμερα μόνο στην Πολιτεία του Κονέκτικατ.
Πέρα όμως από τους αριθμούς, η μεγαλύτερη διαφορά βρίσκεται στην κοινωνική κουλτούρα της εποχής: η ίδια η ύπαρξη της λίστας θεωρούνταν από πολλούς «κακόγουστη» και περιττή.
Ο πλούτος, όπως σημειώνεται, ήταν τότε κάτι που συχνά κρατούνταν μακριά από τη δημόσια σφαίρα.
Επιστροφή στις ρίζες: οι ληστοβαρόνοι του 19ου αιώνα
Για να εξηγήσει πώς άλλαξαν όλα, το ντοκιμαντέρ ταξιδεύει πίσω στο τέλος του 19ου αιώνα, όπου η βιομηχανική επανάσταση δημιούργησε τους πρώτους πραγματικά μεγάλους πλούτους της αμερικανικής ιστορίας.
Ο Andrew Carnegie, επικεφαλής της Carnegie Steel, υπήρξε χαρακτηριστική μορφή αυτής της εποχής. Η περιουσία του —περίπου 7 δισ. δολάρια σε σημερινές τιμές— τον κατέστησε τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου.
Ο Carnegie, πρωτοπόρος τόσο στη βιομηχανία όσο και στη φιλανθρωπία, διατύπωσε μια θεωρία για τον ρόλο του πλούτου στο περίφημο δοκίμιο «The Gospel of Wealth» (1889). Εκεί υποστήριξε ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τους πλούσιους είναι η «ορθή διαχείριση του πλούτου» προς όφελος της κοινωνίας. Η περίφημη φράση του:
αποτέλεσε ηθικό οδηγό για ολόκληρη γενιά βιομηχάνων.
Στο τέλος της ζωής του, ο Carnegie είχε διαθέσει περίπου το 90% της περιουσίας του, χρηματοδοτώντας δημόσιες βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια, εκπαιδευτικά ιδρύματα και πολιτιστικούς χώρους όπως το Carnegie Hall.
John D. Rockefeller: ο πρώτος Αμερικανός δισεκατομμυριούχος
Αντίστοιχα, ο John D. Rockefeller, ιδρυτής της Standard Oil, έλεγχε γύρω στο 1900 το 90% της αμερικανικής παραγωγής πετρελαίου. Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η προσωπική του περιουσία αντιστοιχούσε στο 3% του τότε αμερικανικού ΑΕΠ, καθιστώντας τον τον πρώτο «επίσημο» δισεκατομμυριούχο της χώρας.
Παρά τον έντονο ανταγωνισμό και τις κατηγορίες για μονοπωλιακές πρακτικές, ο Rockefeller ακολούθησε τη γραμμή της φιλανθρωπίας μετά τη συνταξιοδότησή του:
Ίδρυσε το Πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Στήριξε οικονομικά κολλέγια και εκκλησίες Αφροαμερικανών στον Νότο.
Χρηματοδότησε δομές που συνέβαλαν στην κοινωνική ανέλιξη πολλών μειονοτικών κοινοτήτων.
Μια εποχή που δεν υπάρχει πια
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει τις ιστορίες των Carnegie και Rockefeller ως ενδεικτικές μιας περιόδου όπου η συσσώρευση πλούτου συνδυαζόταν με την αντίληψη ότι αυτός ο πλούτος συνοδεύεται από κοινωνική ευθύνη.
Η σύγκριση με τη σημερινή εποχή —στην οποία η τεχνολογία και τα δεδομένα παράγουν νέου τύπου οικονομική δύναμη— διαμορφώνει τον κεντρικό άξονα του βίντεο: πώς από μια κοινωνία που θεωρούσε τον πλούτο εργαλείο προόδου φτάσαμε σε μια εποχή που ο πλούτος συχνά αντιμετωπίζεται ως απειλή
Οι φιλανθρωπικές χειρονομίες και η άλλη όψη του πλούτου
Το τρίτο μέρος του ντοκιμαντέρ στρέφει την προσοχή στον Cornelius Vanderbilt, έναν ακόμη από τους μεγιστάνες του 19ου αιώνα που δημιούργησαν τεράστιες περιουσίες στον χώρο των σιδηροδρόμων και της ναυτιλίας. Όπως αναφέρεται, και εκείνος, μετά τη συνταξιοδότησή του, προχώρησε σε σημαντικές δωρεές, οι οποίες καταγράφηκαν ως μερικές από τις μεγαλύτερες φιλανθρωπικές πράξεις της εποχής.
Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ επισημαίνει ότι αυτές οι φιλανθρωπίες αποτελούν μόνο μία πλευρά του ιστορικού τους αποτυπώματος. Η άλλη πλευρά αφορά τις συνθήκες εργασίας, τις συγκρούσεις και την αυταρχική διαχείριση των επιχειρήσεών τους.
Οι «ληστοβαρόνοι» και η σύγκρουση με τον κόσμο της εργασίας
Η αφήγηση υπενθυμίζει ότι ο Andrew Carnegie, παρά τη συμβολή του στη δημιουργία βιβλιοθηκών, σχολείων και πανεπιστημίων, ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής μιας εκ των πιο αιματηρών εργατικών συγκρούσεων στην αμερικανική ιστορία: της Απεργίας του Homestead το 1892.
Όταν οι εργαζόμενοι διαμαρτυρήθηκαν για περικοπές μισθών, ο διευθυντής του εργοστασίου, Henry Clay Frick, προσέλαβε 300 ένοπλους φρουρούς με στόχο να διαλύσει το συνδικάτο. Ακολούθησαν πολυήμερες μάχες, οι οποίες κατέληξαν στον θάνατο δέκα εργαζομένων.
Αντίστοιχες πρακτικές καταγράφονταν και στον John D. Rockefeller και στον Vanderbilt: εργασιακές συνθήκες που συχνά οδηγούσαν σε θανατηφόρα ατυχήματα, εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές και αυστηρός έλεγχος των εργατών και των αγορών.
Οι επικριτές της εποχής ονόμασαν αυτές τις προσωπικότητες «robber barons» – μετάφραση του γερμανικού Raubritter, των μεσαιωνικών φεουδαρχών που απομυζούσαν ταξιδιώτες και εμπόρους επιβάλλοντας διόδια ή καταφεύγοντας σε βίαιες πρακτικές.
Σύμφωνα με την αφήγηση, οι «ληστοβαρόνοι» θεωρούνταν άνθρωποι που δεν παρήγαν πλούτο, αλλά τον αποσπούσαν με συστηματικό τρόπο:
συντρίβοντας τον ανταγωνισμό,
δημιουργώντας μονοπώλια,
επιβάλλοντας τιμές χωρίς αντίπαλο,
εκμεταλλευόμενοι εργαζομένους στα όρια της ανθρώπινης αντοχής,
καταστέλλοντας συνδικαλιστικά κινήματα με βία.
Το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει πως από τη δεκαετία του 1880 έως τις αρχές του 20ού αιώνα, δημοσιολογούντες και πολιτικοί σχολιαστές αμφισβητούσαν έντονα το ιδεώδες της πλήρους οικονομικής «απελευθέρωσης», δηλαδή του laissez-faire καπιταλισμού.
Επεσήμαναν ότι το σύστημα ήταν, στην πράξη, μια επίφαση ελεύθερης αγοράς: η απουσία κρατικής ρύθμισης επέτρεπε στα μονοπώλια να επεκτείνονται ανεξέλεγκτα, ενώ η εξαγορά πολιτικών και θεσμών δημιουργούσε έναν κύκλο ατιμωρησίας και συγκέντρωσης ισχύος.
Παρά αυτές τις σκοτεινές πλευρές, η αφήγηση αναγνωρίζει ότι η εποχή Carnegie–Rockefeller–Vanderbilt διαμόρφωσε έναν ηθικό κανόνα που θα επηρέαζε τους επόμενους αιώνες:
ο υπερβολικός πλούτος συνοδεύεται από την υποχρέωση να επιστραφεί στην κοινωνία.
Ανεξάρτητα από το πώς αποκτήθηκαν οι περιουσίες τους —κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έντονης κριτικής— οι μεγιστάνες της εποχής έθεσαν ένα πρότυπο:
ο πλούτος δεν είναι αυτοσκοπός,
η κοινωνική προσφορά θεωρείται ηθική επιταγή,
η συσσώρευση χωρίς όριο θεωρείται κοινωνικά επικίνδυνη και ηθικά αμφισβητήσιμη.
Αυτό το πρότυπο, επισημαίνει το ντοκιμαντέρ, μοιάζει ολοένα λιγότερο ορατό στον σημερινό κόσμο της τεχνολογικής ολιγαρχίας.
Η “Ευαγγελική” ηθική του πλούτου και τα όριά της
Το ντοκιμαντέρ σημειώνει ότι το λεγόμενο Gospel of Wealth —η ηθική διδασκαλία του Carnegie υπέρ της φιλανθρωπίας— δεν έλυσε τις βαθιές κοινωνικές ανισότητες που χαρακτήριζαν την εποχή. Αντίθετα, περιέγραφε περισσότερο έναν ιδεολογικό εξωραϊσμό: μια προσπάθεια δικαιολόγησης του γεγονότος ότι οι μεγιστάνες της περιόδου είχαν συσσωρεύσει αμύθητο πλούτο πάνω σε μισθούς εξαθλίωσης, επισφαλείς συνθήκες εργασίας, θανατηφόρα ατυχήματα και πολιτική διαφθορά.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ΗΠΑ παρέμεναν μια χώρα ακραίων ανισοτήτων, με ένα πολιτικό σύστημα ανίκανο —ή απρόθυμο— να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Παρότι πολλοί από τους «ληστοβαρόνους» είχαν πλέον αποσυρθεί ή πεθάνει, το σύστημα που τους είχε γεννήσει συνέχιζε να λειτουργεί αμείωτο.
Η έκρηξη των Roaring Twenties: ευημερία, τεχνολογία και πίστη στο ατέρμονο αύριο
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν σχεδόν ανέπαφες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ ένα διεθνές περιβάλλον αποδιοργάνωσης, η αμερικανική οικονομία μπήκε στη φάση που έμεινε γνωστή ως Roaring Twenties — μια δεκαετία ασταμάτητης ανάπτυξης και εκρηκτικής αισιοδοξίας.
Οι βιομηχανίες που λίγο πριν παρήγαγαν όπλα και υλικό πολέμου, μετατοπίστηκαν στην παραγωγή φθηνότερων και πιο προσβάσιμων καταναλωτικών αγαθών: αυτοκινήτων, ραδιοφώνων, ψυγείων, επίπλων και ενδυμάτων. Το 1920, περίπου 60.000 νοικοκυριά διέθεταν ραδιόφωνο· οκτώ χρόνια αργότερα, ο αριθμός είχε ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια. Το νέο μέσο δημιούργησε μια πρωτοφανή αίσθηση εθνικής συνομιλίας.
Παράλληλα, οι πρακτικές καταναλωτικής πίστης —αγορά με δόσεις, «αγόρασε τώρα, πλήρωσε αργότερα»— έγιναν σύνηθες στοιχείο της μεσαίας τάξης, κανονικοποιώντας για πρώτη φορά τον προσωπικό δανεισμό.
Η άνοδος των εισοδημάτων, που αυξήθηκαν κατά 35% μέσα στη δεκαετία, καλλιέργησε τη βεβαιότητα ενός μέλλοντος γεμάτου ευκαιρίες. Η κοινωνική ζωή μεταβαλλόταν ραγδαία: οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου, η κουλτούρα των νέων ενισχύθηκε, ενώ ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τζαζ δημιούργησαν μια νέα μαζική κουλτούρα.
Η γέννηση του μαζικού επενδυτή και η λατρεία του χρηματιστηρίου
Στο οικονομικό πεδίο, η δεκαετία του 1920 γέννησε μια νέα, επικίνδυνη ψυχολογία. Για πρώτη φορά, περισσότερο από 10% των αμερικανικών νοικοκυριών επένδυαν στο χρηματιστήριο. Ο Dow Jones εκτινασσόταν χωρίς διακοπή, και οι χρηματιστές, οι εκατομμυριούχοι και οι εταιρείες-κολοσσοί μετατράπηκαν σε λαϊκά είδωλα.
Στις μεγάλες πόλεις, πολίτες συγκεντρώνονταν σε καφενεία και λόμπι ξενοδοχείων για να παρακολουθήσουν ζωντανά την πορεία των μετοχών σαν να επρόκειτο για αθλητικό γεγονός. Το κλίμα ευφορίας ενισχυόταν από τα margin loans —δανεισμό για αγορά μετοχών με μικρή προκαταβολή— που έφτασαν σε επίπεδα-ρεκόρ.
Η πεποίθηση μιας «μόνιμα υψηλής πλατφόρμας» είχε κυριαρχήσει. Το χρηματιστήριο παρουσιαζόταν ως μηχανή εύκολου πλουτισμού για όλους.
Το κραχ του 1929 και η κατάρρευση της χίμαιρας
Όμως, το φθινόπωρο του 1929, η αισιοδοξία μετατράπηκε σε πανικό. Μέσα σε λίγες ημέρες, ολόκληρη η αμερικανική αγορά έχασε 89% της αξίας της. Πολλές μετοχές είχαν τετραπλασιαστεί μέσα σε τέσσερα χρόνια, πολύ πιο γρήγορα από τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης των εταιρειών.
Τα θεμέλια της οικονομικής «ευημερίας» κατέρρευσαν:
η ανισότητα είχε αυξηθεί σε ακραίο βαθμό,
το 1% κέρδιζε το 25% του συνολικού εισοδήματος,
τα νοικοκυριά ήταν υπερχρεωμένα,
οι τράπεζες —οι μισές στις ΗΠΑ— χρεοκόπησαν,
η ανεργία ξεπέρασε το 25% μέσα σε έναν χρόνο.
Η Μεγάλη Ύφεση εξαπλώθηκε σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Καναδά, Χιλή, Ιταλία και αλλού, μετατρέποντας την αμερικανική ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα σε απέραντα «Hoovervilles» — καταυλισμούς από παράγκες που φιλοξενούσαν εκατομμύρια νεόπτωχους.
Η δεκαετία του 1920, που είχε παρουσιαστεί ως χρυσή εποχή προόδου, έκλεισε με τη χειρότερη οικονομική καταστροφή στην παγκόσμια ιστορία.
Η μεγάλη στροφή μετά την κατάρρευση: η γέννηση ενός νέου οικονομικού μοντέλου
Μετά το κραχ του 1929 και τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, η αμερικανική κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης στο οικονομικό της μοντέλο. Ο laissez-faire καπιταλισμός, ο οποίος είχε κυριαρχήσει επί δεκαετίες, θεωρήθηκε πλέον ανεπαρκής για να εγγυηθεί σταθερότητα και δίκαιη ανάπτυξη. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινήθηκαν προς μια νέα κατεύθυνση.
Ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ (FDR), μαζί με τους βασικούς του συνεργάτες, εισήγαγε το New Deal, ένα εκτεταμένο πακέτο κοινωνικών, εργασιακών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που στόχο είχε να μειώσει τη φτώχεια, να προστατεύσει τους εργαζόμενους και να δημιουργήσει τις βάσεις για μια πιο ισότιμη οικονομία.
Κρατικές υπηρεσίες, συχνά αποκαλούμενες alphabet agencies, ιδρύθηκαν για να αντιμετωπίσουν την ανεργία, να στηρίξουν τη βιομηχανική παραγωγή και να προσφέρουν στους πολίτες ένα ελάχιστο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας. Η επανεκκίνηση των εργοστασίων σήμανε την επιστροφή χιλιάδων ανέργων στη δουλειά.
Το New Deal έφερε επίσης μια από τις σημαντικότερες θεσμικές αλλαγές της αμερικανικής ιστορίας: τη δημιουργία της Κοινωνικής Ασφάλισης (Social Security), η οποία στόχευε στην αντιμετώπιση της παιδικής και της γηριατρικής φτώχειας που μάστιζε την εποχή.
Το τέλος της παιδικής εργασίας και η άνοδος της προοδευτικής φορολογίας
Μία από τις πλέον καθοριστικές τομές της εποχής ήταν η κατάργηση της παιδικής εργασίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, περίπου 1 στα 5 παιδιά στις ΗΠΑ εργαζόταν. Το New Deal επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς και έθεσε τα θεμέλια για μια νέα κοινωνική αντίληψη γύρω από την προστασία των ανηλίκων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση προχώρησε σε δραστικές αυξήσεις φορολογίας για τα υψηλότερα εισοδήματα. Ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής έφτασε στο 94%, και για περίπου 45 χρόνια παρέμεινε σταθερά πάνω από το 70%. Η λογική ήταν ξεκάθαρη: σε μια περίοδο εθνικής ανασυγκρότησης, η συμβολή των οικονομικά ισχυρότερων έπρεπε να είναι αντίστοιχη με τα κέρδη τους.
Η πολιτική αυτή δεν εφαρμόστηκε χωρίς αντιδράσεις. Το New Deal παραμένει έως σήμερα αντικείμενο έντονου δημόσιου διαλόγου. Ωστόσο, το αποτέλεσμα —όπως καταγράφεται στο ντοκιμαντέρ— ήταν μια βαθιά και μετρήσιμη μεταμόρφωση της αμερικανικής κοινωνίας.
Η “Μεγάλη Συμπίεση”: Η πιο ίση περίοδος στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία
Οι οικονομολόγοι ονόμασαν την περίοδο που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Great Compression. Ήταν η εποχή όπου η απόσταση μεταξύ πλουσίων, μεσαίων και φτωχών στρωμάτων μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο που είχε καταγραφεί ποτέ.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό:
Το 1% των πλουσιότερων Αμερικανών, που τη δεκαετία του 1920 λάμβανε το 25% του συνολικού εισοδήματος, μέχρι το 1950 είχε πέσει κάτω από το 10%.
Η μεσαία τάξη εξελίχθηκε σε μια κοινωνική πλειονότητα με πρωτοφανή πρόσβαση σε ευκαιρίες και πόρους.
Για πρώτη φορά, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μπορούσαν να διαθέτουν δικό τους σπίτι, αυτοκίνητο, αποταμιεύσεις και ασφαλές εργασιακό μέλλον, συχνά με έναν μόνο μισθό ανά νοικοκυριό.
Το 1940, περίπου 40% των Αμερικανών είχαν ιδιόκτητη κατοικία. Μέχρι το 1970, το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί σε 65%. Παράλληλα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε περισσότερο προσιτή και εφικτή. Οι εγγραφές στα κολέγια εκτινάχθηκαν από 15% το 1940 σε πάνω από 40% το 1970, με δίδακτρα που συχνά καλύπτονταν από κρατικά προγράμματα.
Το μέσο ετήσιο κόστος φοίτησης σε δημόσιο πανεπιστήμιο το 1970 ήταν μόλις 394 δολάρια —ένα ποσό που μοιάζει εξωπραγματικό σήμερα.
Η Χρυσή Εποχή της Μεσαίας Τάξης
Όπως περιγράφεται στο ντοκιμαντέρ, αυτή η περίοδος διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα: οι απλοί εργαζόμενοι —εργοστασιακοί, οδηγοί λεωφορείων, εκπαιδευτικοί— είχαν πρόσβαση σε μια ποιότητα ζωής καλύτερη από κάθε προηγούμενη ιστορική στιγμή.
Η «μεσαία τάξη» δεν ήταν απλώς ένας στατιστικός όρος, αλλά ένα κοινωνικό συμβόλαιο που επέτρεψε σε εκατομμύρια πολίτες να ζήσουν με ασφάλεια, προβλεψιμότητα και αξιοπρέπεια.
Ήταν η εποχή που γέννησε τη σημερινή νοσταλγία για ένα παρελθόν «πιο δίκαιο» — και, όπως αναφέρει το ντοκιμαντέρ, αποτέλεσε το υπόβαθρο της αντίληψης πως οι μεταπολεμικές γενιές είχαν «τον κόσμο στα χέρια τους»
Οι αντιφάσεις της «χρυσής εποχής»: ρατσισμός, αποκλεισμοί και περιβαλλοντική καταστροφή
Παρά την εντυπωσιακή οικονομική άνοδο των δεκαετιών που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική μεσαία τάξη δεν οικοδομήθηκε σε ένα περιβάλλον χωρίς αντιφάσεις. Όπως επισημαίνεται στο ντοκιμαντέρ, πίσω από την οικονομική σταθερότητα και την κοινωνική κινητικότητα συνυπήρχαν βαθιά ριζωμένες ανισότητες – φυλετικές, φύλου, περιβαλλοντικές.
Μέσα στον μεταπολεμικό ενθουσιασμό, τεράστιες περιοχές των αμερικανικών πόλεων ισοπεδώθηκαν συστηματικά, καθώς πολεοδομικές παρεμβάσεις κατέστρεφαν μαύρες και φτωχές γειτονιές προκειμένου να κατασκευαστούν αυτοκινητόδρομοι και νέα οικιστικά έργα. Σύμφωνα με την αφήγηση του δημιουργού, ακόμη και οι δύο πολυκατοικίες στις οποίες έζησαν οι παππούδες του μετά τη μετανάστευσή τους στις ΗΠΑ γκρεμίστηκαν στο πλαίσιο αυτής της πρακτικής.
Παράλληλα, νομικές διακρίσεις διατηρούνταν ακόμη και όταν θεωρητικά είχαν καταργηθεί. Οι γυναίκες στις περισσότερες πολιτείες δεν μπορούσαν να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό, να λάβουν πιστωτική κάρτα ή στεγαστικό δάνειο μέχρι το 1974. Η δε ομοφυλοφιλία παρέμενε καταγεγραμμένη ως «ψυχική ασθένεια» μέχρι το 1973.
Η «αόρατη» περιβαλλοντική κρίση: πόλεις μέσα στο νέφος και ποτάμια που καίγονταν
Το υποτιθέμενο μεταπολεμικό θαύμα συνοδεύτηκε και από ένα εξαιρετικά επιβαρυνμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Από τη δεκαετία του 1940 έως τα μέσα του 1960, βιομηχανικά κέντρα όπως το Λος Άντζελες, το Πίτσμπουργκ και η Νέα Υόρκη ήταν καλυμμένα από παχύ νέφος.
Το 1948, μια τοξική αέρια μάζα στο Donora της Πενσιλβάνια προκάλεσε τον θάνατο 20 ανθρώπων, ενώ συνοδεύτηκε από ξέσπασμα πνευμονίας. Αντίστοιχα, το 1952 το Λονδίνο βίωσε ένα από τα πιο θανατηφόρα περιβαλλοντικά επεισόδια του 20ού αιώνα: ένα νέφος που σκότωσε περίπου 10.000 ανθρώπους μέσα σε πέντε ημέρες.
Στις ΗΠΑ, το ποτάμι Cuyahoga στο Κλίβελαντ ήταν τόσο μολυσμένο από βιομηχανικά απόβλητα ώστε στη δεκαετία του 1950 και του 1960… έπιανε περιοδικά φωτιά. Η εικόνα ενός ποταμού που καίγεται παραμένει ίσως η πιο γλαφυρή απόδειξη του περιβαλλοντικού κόστους εκείνης της περιόδου.
Πόλεμος, ανισότητα και κρίση εμπιστοσύνης προς το κράτος
Η δεκαετία του 1960 σημαδεύτηκε βαθιά και από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η ευρύτερη ανακοίνωση του ντοκιμαντέρ υπενθυμίζει ότι η δυνατότητα πολλών εύπορων νέων να αποφύγουν τη στράτευση, σε αντίθεση με φτωχούς και μειονοτικούς πληθυσμούς που στάλθηκαν μαζικά στο μέτωπο, κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το αμερικανικό κράτος.
Παρά τις κοινωνικές εντάσεις, όμως, η γενική εικόνα της εποχής παραμένει: από τη δεκαετία του 1940 έως περίπου το 1980, η καθημερινότητα της αμερικανικής μεσαίας τάξης υπήρξε ασύγκριτα πιο σταθερή και ασφαλής από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο δημιουργός το συνοψίζει ως εξής: ήταν μια εποχή μακριά από το ιδανικό, αλλά αναμφισβήτητα καλύτερη από τον κόσμο των θανατηφόρων εργατικών συνθηκών, του λιμού και της εξαθλίωσης που είχε προηγηθεί.
Η μεσαία τάξη ως κοινωνικό πρότυπο και πολιτισμική ταυτότητα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο τότε αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφθηκε τη Μόσχα και δήλωσε με υπερηφάνεια πως ακόμη και ένας Αμερικανός εργάτης μπορούσε να διαθέτει σπίτι γεμάτο σύγχρονες ανέσεις. Το «να είσαι μεσαία τάξη» είχε μετατραπεί σε σύμβολο σταθερότητας, ορθολογισμού και κοινωνικής επιτυχίας.
Το μοντέλο αυτό αποτυπώθηκε βαθιά στην αμερικανική ποπ κουλτούρα:
The Brady Bunch,
Leave It to Beaver,
αργότερα Family Ties, Roseanne,
και στις αρχές του 2000, ακόμα και το Malcolm in the Middle —
όλα ενίσχυαν την ιδέα πως η κανονικότητα, το «σωστό», το επιθυμητό, ήταν η μεσαία τάξη.
Στο κινηματογραφικό παράδειγμα των Goonies (1985), ολόκληρη η πλοκή ξεκινά επειδή ένας πλούσιος εργολάβος θέλει να κατεδαφίσει μια εργατική γειτονιά για να χτίσει γήπεδο γκολφ — μια ιστορία που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές εντάσεις της εποχής αλλά και την πολιτισμική ηθική του «μικρού αλλά αξιοπρεπούς ανθρώπου».
Η προβολή του μετρημένου πλούτου και της σεμνότητας κυριαρχούσε. Ο σύγχρονος «celebrity entrepreneur» δεν υπήρχε ακόμα. Οι πολύ εύποροι της εποχής ήταν συχνά σιωπηλοί ευεργέτες, άνθρωποι που χρηματοδοτούσαν πτέρυγες νοσοκομείων χωρίς ούτε οι ασθενείς να γνωρίζουν το όνομά τους.
Επιστροφή στο 1982: Η εποχή πριν την άνοδο των τεχνο-ολιγαρχών
Έτσι, όταν το 1982 η Forbes δημοσίευσε για πρώτη φορά τη λίστα με τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς, η δημόσια αντίδραση ήταν θεμελιωδώς διαφορετική από σήμερα. Ο πλουσιότερος Αμερικανός, ο Daniel Ludwig, είχε συγκεντρώσει μια τεράστια περιουσία στη ναυτιλία —και όμως παρέμενε σχεδόν άγνωστος στο ευρύ κοινό.
Ήταν μια εποχή όπου ο πλούτος δεν ήταν επίδειξη. Οι δισεκατομμυριούχοι δεν είχαν λογαριασμούς στα social media, δεν έδιναν καθημερινές συνεντεύξεις, δεν πρωταγωνιστούσαν σε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Ήταν παρόντες χωρίς να κυριαρχούν στο δημόσιο βλέμμα.
Ένας κόσμος εντελώς ξένος σε σχέση με τη δική μας εποχή
Η εκθετική άνοδος των δισεκατομμυριούχων μετά το 1980
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο αριθμός των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων ήταν τόσο μικρός ώστε μπορούσε κανείς να τους μετρήσει στα δάχτυλα. Το 1980 υπήρχαν μόλις 13. Όμως, μόλις μια δεκαετία αργότερα, το 1990, ο αριθμός αυτός είχε φτάσει τους 66 — μια πενταπλάσια αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα πενήντα χρόνια συνολικά.
Σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το ντοκιμαντέρ, οι Αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι ξεπερνούν πλέον τους 800, δηλαδή 61 φορές περισσότεροι από ό,τι πριν από 40 χρόνια.
Αντίστοιχα, η συνολική περιουσία των μελών της λίστας Forbes 400 από 92 δισ. δολάρια το 1980 εκτινάχθηκε σε 4,5 τρισ. δολάρια το 2021 — ένας πολλαπλασιασμός κατά περίπου 50 φορές μέσα σε τέσσερις δεκαετίες.
Το ερώτημα που θέτει το ντοκιμαντέρ είναι σαφές: τι συνέβη;
Η τεχνολογική έκρηξη: από τους υπολογιστές-ψυγεία στο μικροτσίπ
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι υπολογιστές υπήρχαν, αλλά ήταν τεράστιοι, πανάκριβοι και σχεδιασμένοι αποκλειστικά για στρατιωτική, πανεπιστημιακή και κυβερνητική χρήση. Ήταν μηχανήματα μεγέθους ψυγείου, κλειδωμένα σε ειδικούς χώρους, που εκτελούσαν μισθοδοσίες, υπολογισμούς για πυραυλικά συστήματα ή κρατήσεις αεροπορικών.
Το παράδειγμα του συστήματος που καθοδήγησε το Apollo 11 είναι χαρακτηριστικό: οι τότε υπολογιστές ήταν 100.000 φορές λιγότερο ισχυροί από ένα iPhone 6, ζύγιζαν πάνω από 30 κιλά και κόστιζαν περίπου 1 εκατομμύριο δολάρια ανά μονάδα.
Η ιδέα ότι ένας πολίτης θα είχε προσωπικό υπολογιστή στο σπίτι του φαινόταν περισσότερο σαν αστείο από παιδικό καρτούν.
Όλα όμως άλλαξαν με την επινόηση του μικροεπεξεργαστή από την Intel στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το μικροτσίπ έκανε ξαφνικά εφικτή την κατασκευή υπολογιστών μικρών, προσιτών και αρκετά ισχυρών για να τεθούν στα χέρια εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η γέννηση της προσωπικής τεχνολογίας: Apple, IBM, Microsoft, Intel, Oracle
Με τον μικροεπεξεργαστή, μια χούφτα εταιρείες άρχισε να διαμορφώνει αυτό που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο: τον προσωπικό υπολογιστή. Η Apple, η IBM, η Microsoft, η Intel και η Oracle ήταν ακόμη μικρές εταιρείες που λειτουργούσαν στο περιθώριο του επιχειρηματικού κόσμου, προωθώντας μια ιδέα που τότε ακουγόταν παράξενη: ότι ο υπολογιστής θα γίνει καθημερινό εργαλείο σε σπίτι, σχολείο και επιχείρηση.
Οι διαφημίσεις της εποχής, όπως αυτή του Apple II, παρουσίαζαν τον νέο υπολογιστή ως οικογενειακό εργαλείο που θα έφερνε την τεχνολογία στο σπίτι. Ταυτόχρονα, στελέχη της Apple δήλωναν πως ένας προσωπικός υπολογιστής μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παντού — από το σπίτι έως την εκπαίδευση και την επιστήμη, ακόμη και στο διαστημικό λεωφορείο.
Καθώς οι εταιρείες αυτές άρχισαν να αναπτύσσονται με ρυθμούς που δεν είχαν προηγούμενο, οι ιδρυτές τους δεν έμοιαζαν καθόλου με τους δισεκατομμυριούχους της παλιάς βιομηχανικής εποχής. Δεν ήταν βαρόνοι του πετρελαίου ή του χάλυβα, αλλά νεαροί εικοσάρηδες, ατημέλητοι, με τζιν και ατημέλητα μαλλιά, που υπόσχονταν έναν πιο φωτεινό, τεχνολογικά προηγμένο κόσμο.
Στη δημόσια εικόνα τους, ήταν αντι-βιομήχανοι:
ευφυείς,
ιδιόρρυθμοι,
εικονοκλάστες,
φορείς μιας υποσχόμενης «επανάστασης» που δεν θα στηριζόταν στη βία και τη σκληρότητα της βιομηχανικής εποχής, αλλά στη δημιουργικότητα και την καινοτομία.
Η αναγνώριση αυτή συνοδευόταν από έναν σχεδόν μυθοποιημένο δημόσιο λόγο. Ο Στιβ Τζομπς, για παράδειγμα, περιγραφόταν ως «μανιακός ιδιοφυΐα», ως άνθρωπος που δεν ανεχόταν «καμία ανεπάρκεια ή συμβιβασμό». Στις παρουσιάσεις τους, οι νέοι υπολογιστές προβάλλονταν ως φθηνοί, γρήγοροι και απαραίτητοι — εργαλεία που θα άλλαζαν την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Η αρχή μιας νέας εποχής συγκέντρωσης πλούτου
Ο συνδυασμός της τεχνολογικής έκρηξης, της οικονομικής φιλελευθεροποίησης της δεκαετίας του ’80 και της ταχύτατης εμπορευματοποίησης της πληροφορίας αποτέλεσε το θεμέλιο της νέας εποχής. Μιας εποχής που θα οδηγούσε:
στην έκρηξη του αριθμού των δισεκατομμυριούχων,
στην ανατροπή του οικονομικού μοντέλου του μεταπολέμου,
και στον μετασχηματισμό των νέων τεχνολογικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιους κολοσσούς.
Το ντοκιμαντέρ τονίζει πως σε αντίθεση με τους παλιούς «βαρόνους» της βιομηχανικής εποχής, οι νέοι τεχνοεπιχειρηματίες είχαν ως όραμα όχι μόνο το κέρδος αλλά και τη ριζική αλλαγή της ανθρώπινης καθημερινότητας. Η υπόσχεση της προσιτής τεχνολογικής επανάστασης θα γινόταν η αφετηρία μιας μεταμόρφωσης που, δεκαετίες αργότερα, θα οδηγούσε στη δημιουργία εταιρειών με εξουσία μεγαλύτερη από πολλές κυβερνήσεις.
Από τους “σπασίκλες” στους νέους σταρ: Η αλλαγή της αισθητικής του πλούτου
Με την άνοδο της τεχνολογίας, η δημόσια εικόνα του πλούτου μεταμορφώθηκε ριζικά. Οι νέοι επιχειρηματίες της Silicon Valley δεν παρουσιάζονταν ως άπληστοι ή κυνικοί. Αντιθέτως, έγιναν δημοφιλείς ως οραματιστές, «αντισυστημικοί ιδιοφυείς», χακεράδες, ιδιαίτεροι χαρακτήρες — άνθρωποι που έμοιαζαν περισσότερο με νεαρούς «αουτσάιντερ» παρά με κληρονόμους παλιών βιομηχανικών δυναστειών.
Για πρώτη φορά, ο πλούτος συνδέθηκε με νεότητα, εκκεντρικότητα και τεχνολογική καινοτομία. Ήταν θορυβώδης, απρόβλεπτος και εντυπωσιακά γρήγορος. Και για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αυτό είχε μια γοητεία που θύμιζε πολιτισμική επανάσταση.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1980, η Αμερική μετρούσε ήδη δεκάδες νέους δισεκατομμυριούχους και πολυεθνικούς κολοσσούς – IBM, Apple, Microsoft, Intel, Oracle, Compaq. Οι επικεφαλής τους, όπως ο Bill Gates, ο Steve Jobs, ο Michael Dell και ο Larry Ellison, μετατρέπονταν σε διασημότητες με επιρροή που ξεπερνούσε την οικονομική τους δύναμη.
Το διαδίκτυο ως νέα εποχή: Από κλειστό δίκτυο σε δημόσιο αγαθό
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το διαδίκτυο είχε ήδη περάσει από έναν στενό ακαδημαϊκό κύκλο σε μια νέα, ταχέως αναπτυσσόμενη δημόσια σφαίρα. Δεκάδες εκατομμύρια χρήστες άρχισαν να το χρησιμοποιούν για αγορές, επικοινωνία και ψυχαγωγία.
Ο κόσμος «μετατρεπόταν σε ιστοσελίδες».
– Τα ψώνια μπορούσαν πλέον να γίνονται online αντί σε εμπορικά κέντρα. – Τα chat rooms ένωναν αγνώστους από όλο τον πλανήτη. – Παιχνίδια, φόρουμ και πρώιμες κοινότητες δημιουργούσαν έναν νέο κοινωνικό χώρο.
Το 1997 λανσαρίστηκε η Google, η Amazon μπήκε στο χρηματιστήριο ως ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο και το eBay εξελίχθηκε σε μια νέα ψηφιακή αγορά, όπου ο καθένας μπορούσε να πουλήσει σχεδόν οτιδήποτε.
Η τεχνολογική άνθηση της δεκαετίας του ’90 δημιούργησε κύματα νέων δισεκατομμυριούχων. Παραδείγματα όπως ο Jeff Bezos, ο Larry Page και ο Sergey Brin αποτύπωναν τη φρενήρη επέκταση του κλάδου. Το 1999, οι δισεκατομμυριούχοι στη λίστα Forbes 400 είχαν φτάσει τους 268 — περίπου τριάντα φορές περισσότεροι σε σχέση με μόλις δύο δεκαετίες πριν.
Η κουλτούρα των “yuppies” και η νέα οικονομική αισιοδοξία
Η οικονομική αυτή έκρηξη τροφοδότησε ένα κοινωνικό φαινόμενο που σημάδεψε ολόκληρη την εποχή: τους yuppies (young urban professionals). Νεαροί πτυχιούχοι από τη γενιά των baby boomers κατέκλυσαν τις μεγάλες αμερικανικές πόλεις αναζητώντας υψηλόμισθες θέσεις σε χρηματοοικονομικές εταιρείες και το ανερχόμενο τεχνολογικό οικοσύστημα.
Η εικόνα τους — εστιατόρια, αυτοκίνητα, gadgets, κατανάλωση — έγινε σύμβολο μιας νέας εποχής ευημερίας. Παρότι η ποπ κουλτούρα τους σατίριζε, ενσάρκωναν την αίσθηση ότι «το μέλλον ανήκει σε όλους». Όταν η Apple εισήχθη στο χρηματιστήριο, πάνω από 40 εργαζόμενοί της έγιναν εκατομμυριούχοι μέσα σε μία μέρα.
Παρά τις αναταράξεις μετά το σκάσιμο της φούσκας του dot-com το 2000, η τεχνολογία δεν έδειξε σημάδια κόπωσης.
Η δεκαετία των social media: μια ψηφιακή γιγάντωση χωρίς προηγούμενο
Αν η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή του hardware και η δεκαετία του 1990 η εποχή του διαδικτύου, η δεκαετία του 2000 έγινε η εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Μετά τις πρώτες επιτυχίες των MySpace και Friendster, πλατφόρμες όπως: – YouTube, – Twitter, – Facebook,
αναδύθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, δημιουργώντας μια νέα ψηφιακή πραγματικότητα. Η κοινωνική ζωή, η επικοινωνία, η ψυχαγωγία και η διακίνηση πληροφοριών πέρασαν πλέον στο διαδίκτυο.
Το όραμα της συμμετοχικής, παγκόσμιας διασύνδεσης έγινε πραγματικότητα – αλλά και μια νέα πηγή τεράστιου πλούτου. Η επιτυχία των πλατφορμών αυτών μετέτρεψε ανθρώπους όπως ο Mark Zuckerberg, ο Jack Dorsey, ο Reid Hoffman και οι ιδρυτές του YouTube σε νέους δισεκατομμυριούχους, φαινομενικά «από το πουθενά».
Η δημιουργία και ο έλεγχος των ψηφιακών κοινωνικών χώρων έγινε, για πρώτη φορά, ένας από τους πιο προσοδοφόρους οικονομικούς πόρους στον κόσμο
Το smartphone που άλλαξε τον κόσμο – λίγο πριν καταρρεύσει
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η τεχνολογία συνέχισε αδιάκοπα την ανοδική της πορεία. Η μία καινοτομία διαδεχόταν την άλλη και διαμόρφωνε μια αφήγηση προόδου που έμοιαζε ασταμάτητη. Η κυκλοφορία του iPhone το 2007 αποτέλεσε κομβικό σημείο: για πρώτη φορά, η δύναμη του διαδικτύου, της επικοινωνίας και της πληροφορίας βρισκόταν στο χέρι του κάθε χρήστη, διαθέσιμη 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Οι ουρές έξω από τα Apple Stores, οι νυχτερινές αναμονές, η αίσθηση ότι η τεχνολογία είχε γίνει «μαγεία» συνόδευσαν εκείνη την τεχνολογική επανάσταση. Όμως, μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, η πραγματικότητα άλλαξε δραματικά.
Η Μεγάλη Ύφεση του 2008 παρέσυρε τα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας. Η μεσαία τάξη χτυπήθηκε άμεσα: – πάνω από 10 εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τα σπίτια τους, – ο μέσος πλούτος των νοικοκυριών έπεσε κατά 44%, – οι νέοι πτυχιούχοι εισήλθαν σε μια αγορά εργασίας με αυξημένη ανεργία και μειωμένες αποδοχές.
Η κρίση δεν ήταν απλώς ψυχολογική – ήταν θανατηφόρα. Υπολογίζεται ότι καταγράφηκαν 15.000 περισσότεροι θάνατοι από αυτοκτονία σε σχέση με τα προηγούμενα στατιστικά.
Το πιο παράδοξο όμως ήταν άλλο: η τεχνολογία σχεδόν δεν επηρεάστηκε. Εταιρείες όπως η Apple και άλλοι τεχνολογικοί κολοσσοί ανέκαμψαν μέσα σε περίπου έναν χρόνο και στη συνέχεια σημείωσαν νέα ιστορικά υψηλά. Η ανισορροπία αυτή αποκάλυψε τον μετασχηματισμό του οικονομικού τοπίου: η παραδοσιακή σταθερότητα είχε καταρρεύσει, ενώ η Big Tech συνέχιζε να ευημερεί.
Το τέλος της παλιάς βεβαιότητας και η άνοδος της κουλτούρας του “hustle”
Μετά το 2008, η υπόσχεση της μεταπολεμικής περιόδου —ότι η σκληρή δουλειά, η εκπαίδευση και η σταθερή πορεία οδηγούν σε μια αξιοπρεπή ζωή— άρχισε να σβήνει.
Για πολλούς νέους ενήλικες, το μήνυμα της εποχής ήταν κυνικό:
Μπορείς να κάνεις τα πάντα “σωστά” και παρ’ όλα αυτά να χάσεις.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο κόσμος άρχισε να αναζητά νέες αφηγήσεις δύναμης και αυτοπροσδιορισμού. Η επιχειρηματικότητα, ο «hustle culture» τρόπος ζωής, η αναζήτηση γρήγορου πλουτισμού, τα motivational μηνύματα και η υπόσχεση της οικονομικής ανεξαρτησίας έγιναν εργαλεία διαφυγής από μια πραγματικότητα που έμοιαζε ασταθής.
Ταινίες όπως The Wolf of Wall Street και American Psycho –αν και σχεδιασμένες ως κριτικά σχόλια για τη φιλοπλουτία και την κοινωνική αποσύνθεση– έγιναν παράδοξα εγχειρίδια θαυμασμού για ένα μέρος νεαρών ανδρών, που έχτισαν cult κοινότητες γύρω από τις πιο σκοτεινές πτυχές των χαρακτήρων τους.
Αυτό συνέβη παράλληλα με τη θεαματική αλλαγή της δημόσιας εικόνας των ίδιων των τεχνολογικών δισεκατομμυριούχων. Σε αντίθεση με παλαιότερους πλουτοκράτες όπως ο Daniel Ludwig, οι σύγχρονοι επιχειρηματίες λειτουργούν πλέον ως πολιτισμικές φιγούρες με εκατομμύρια followers:
– ο Steve Jobs ως “γκουρού” δημιουργικότητας, – ο Bill Gates ως υπέρμαχος της παγκόσμιας φιλανθρωπίας, – ο Mark Zuckerberg ως εμβληματική φιγούρα του ψηφιακού κόσμου.
Η επιρροή τους δεν περιορίζεται στην οικονομία, αλλά εκτείνεται στην κουλτούρα, στην πολιτική και στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία φαντάζεται την επιτυχία.
Οι νέες οικονομικές ανισότητες και το συρρικνωμένο όραμα της μεσαίας τάξης
Από το 2008 μέχρι το 2015, η αμερικανική αγορά εργασίας διαμορφώθηκε γύρω από δύο άκρα:
Υψηλόμισθες θέσεις σε τεχνολογία, χρηματοοικονομικά και data analysis.
Χαμηλόμισθες υπηρεσίες, με λίγες προοπτικές εξέλιξης.
Οι σταθερές, καλοπληρωμένες μεσαίες θέσεις συρρικνώθηκαν, ενώ οι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι. Ταυτόχρονα:
– η υγειονομική περίθαλψη ακριβολογούσε, – τα δίδακτρα εκτινάσσονταν, – οι τιμές κατοικίας ανέβαιναν διαρκώς, – ο δείκτης S&P 500 σημείωνε συνεχείς ιστορικές κορυφές.
Η αντίθεση ήταν εκκωφαντική: όσοι κατείχαν μετοχές γίνονταν πλουσιότεροι· όσοι δούλευαν για να ζήσουν έβλεπαν την καθημερινότητα να δυσκολεύει.
Η κουλτούρα του επιχειρηματικού «grind» έγινε, έτσι, η νέα απάντηση: νίκησε, πλούτισε, δούλεψε χωρίς σταματημό — γιατί «το να είσαι απλά φυσιολογικός» ήταν πλέον συνώνυμο της ήττας.
Από την τεχνολογική λατρεία στη δημόσια δυσπιστία
Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, η δημόσια εικόνα των τεχνολογικών επιχειρηματιών είχε φτάσει στο απόγειό της. Η κοινωνία –ιδίως οι νεότερες γενιές– είχε αναπτύξει μια σχεδόν άκριτη λατρεία γύρω από τη μορφή του επιχειρηματία-σωτήρα. Η αφήγηση της καινοτομίας, της υπέρβασης των ορίων, της μελλοντολογικής φαντασίας, προβαλλόταν ως νέα συλλογική μυθολογία.
Ο αφηγητής θυμάται χαρακτηριστικά ότι το 2016, ως μαθητής, έγραψε εργασία για το σχέδιο διαστημικής αποικίας της SpaceX, περιγράφοντας τον Έλον Μασκ ως «δισεκατομμυριούχο μεγιστάνα» που ετοιμαζόταν να μεταφέρει εκατοντάδες ανθρώπους στον Άρη μέσα σε ταξίδια 60 ημερών. Λίγα χρόνια πριν, ο Μασκ είχε εμφανιστεί με cameo ως ο ίδιος σε ταινία της Marvel – μια στιγμή ενδεικτική της πολιτισμικής του θέσης ως προσώπου που ενσάρκωνε το μέλλον.
Ωστόσο, η απόσταση ανάμεσα στο τότε και το σήμερα είναι εντυπωσιακή. Από την εποχή της εργασίας αυτής μέχρι σήμερα, η περιουσία του Μασκ αυξήθηκε κατά περίπου 50 φορές, φτάνοντας τα 500 δισ. δολάρια. Ανάλογες εκτινασσόμενες πορείες σημείωσαν και άλλοι τεχνολογικοί δισεκατομμυριούχοι: ο Τζεφ Μπέζος από τα 35 δισ. στα πάνω από 250, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο Λάρι Έλισον, ο Μπιλ Γκέιτς.
Η εντυπωσιακή αυτή άνοδος όμως δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση κοινωνικής αποδοχής. Αντίθετα, οι ίδιοι άνθρωποι που κάποτε παρουσιάζονταν ως «οραματιστές» άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως σύμβολα ασυδοσίας, ανισότητας και συστημικής κατάρρευσης. Η ρητορική της προόδου άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας στη θέση της μια αίσθηση ότι αυτοί οι επιχειρηματικοί κολοσσοί δεν έχτισαν απλώς τις πλατφόρμες του μέλλοντος, αλλά συνέβαλαν και στη διάβρωση των θεσμών που τις πλαισιώνουν.
Το σκάνδαλο που αποκάλυψε το σκοτεινό υπόβαθρο της ψηφιακής εποχής
Το 2018 αποτέλεσε κομβική χρονιά. Η αποκάλυψη ότι η εταιρεία Cambridge Analytica είχε συλλέξει δεδομένα από δεκάδες εκατομμύρια χρήστες του Facebook χωρίς συναίνεση προκάλεσε σεισμό. Παιχνίδια, κουίζ και εφαρμογές που έμοιαζαν αθώες –όπως τα τεστ προσωπικότητας ή το Farmville– λειτουργούσαν ως εργαλεία μαζικής συλλογής και ανάλυσης προσωπικών πληροφοριών.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, δημιουργούνταν ακριβή ψυχογραφικά προφίλ. Η πλατφόρμα μπορούσε να εντοπίσει: – ποιος χρήστης ήταν φοβισμένος, – ποιος ήταν θυμωμένος, – ποιος ήταν πολιτικά αναποφάσιστος, – ποιος ήταν ευάλωτος σε θεωρίες συνωμοσίας.
Οι στοχευμένες διαφημίσεις σχεδιάζονταν ώστε να απευθύνονται ταυτόχρονα σε ηλικιωμένους συντηρητικούς ψηφοφόρους, ανήσυχους φοιτητές ή κοινωνικά περιθωριοποιημένα άτομα. Και αυτή η τεχνολογία αξιοποιήθηκε σε δύο από τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα της σύγχρονης Δύσης: – την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, – το δημοψήφισμα του Brexit.
Για πρώτη φορά, επιβεβαιώθηκε δημόσια αυτό που πολλοί φοβόντουσαν σιωπηρά: ότι τα κοινωνικά δίκτυα δεν ήταν απλώς χώροι επικοινωνίας, αλλά μηχανισμοί επιτήρησης, ικανοί να καταγράφουν κάθε κλικ, κάθε κίνηση, κάθε σκέψη – και να τα μετατρέπουν σε εμπορεύσιμο πολιτικό όπλο.
Από ήρωες της καινοτομίας σε «ληστές βαρονίες» της πληροφορίας
Η αποκάλυψη αυτή υπονόμευσε οριστικά το αφήγημα της τεχνολογικής ουτοπίας. Η υπόσχεση ότι το διαδίκτυο θα «ένωνε τον κόσμο» άρχισε να ξεθωριάζει. Οι τεχνολογικοί ιδρυτές δεν θεωρούνταν πια ως οι ευφυείς νεοσύστατοι επαναστάτες της Silicon Valley, αλλά ως οι σύγχρονοι “robber barons” της πληροφορίας — πρόσωπα που, σιωπηλά και αποτελεσματικά, διαχειρίζονταν μηχανισμούς που μπορούσαν να διαμορφώσουν πολιτικά αποτελέσματα, να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη και να επηρεάσουν την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Η μετάβαση αυτή, από την εικόνα του «οραματιστή» στην εικόνα του «επικίνδυνου επιτηρητή», δεν ήταν απότομη· ήταν το αποτέλεσμα δεκαετιών συσσώρευσης ισχύος, δεδομένων και κοινωνικής επιρροής.
Η σύγκρουση με την πραγματικότητα: εργασιακές συνθήκες, ιδιωτικά φέουδα και νέες μορφές επιτήρησης
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες –που για χρόνια παρουσιάζονταν ως οι κατεξοχήν δυνάμεις της προόδου– άρχισαν να βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρές αποκαλύψεις για εργασιακές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της δράσης τους.
Η Amazon έγινε παγκοσμίως γνωστή για τις συνθήκες που περιγράφονταν ως «εξαντλητικής πίεσης» στα δίκτυα αποθηκών της. Το 2013, ρεπορτάζ αποκάλυψαν ότι εργαζόμενοι υποχρεώνονταν να δουλεύουν σε θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 37°C, χωρίς κλιματισμό. Αντί για μέτρα προστασίας, η εταιρεία τοποθετούσε ασθενοφόρα έξω από τις εγκαταστάσεις, ώστε διασώστες να περιθάλπουν όσους κατέρρεαν κατά τη διάρκεια της βάρδιας.
Την ίδια περίοδο, ο Λάρι Έλισον της Oracle απασχόλησε διεθνή ΜΜΕ όταν αγόρασε το 98% της Λανάι, του έκτου μεγαλύτερου νησιού της Χαβάης, έναντι περίπου 500–600 εκατ. δολαρίων. Η αγορά αυτή δημιούργησε, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ένα νέο είδος «νεο-φεουδαρχικής» ιδιοκτησίας, καθώς κάτοικοι που ζούσαν στο νησί επί δεκαετίες φέρεται να αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις κοινότητές τους.
Παράλληλα, ο Πίτερ Τιλ –ιδρυτής της PayPal– αξιοποίησε τεχνολογίες εντοπισμού απάτης για τη δημιουργία συστημάτων μαζικής παρακολούθησης που χρησιμοποιήθηκαν από σώματα ασφαλείας και στρατιωτικές υπηρεσίες. Τα συστήματα αυτά μπορούσαν να παρακολουθούν εκατομμύρια Αμερικανούς, συχνά χωρίς γνώση ή συναίνεση.
Οι αποκαλύψεις για τα κοινωνικά δίκτυα και η βιομηχανία της πόλωσης
Το 2021, μια whistleblower από το Facebook δημοσιοποίησε χιλιάδες σελίδες εσωτερικών μελετών και αναφορών της εταιρείας. Τα έγγραφα έδειχναν ότι η πλατφόρμα γνώριζε πολύ καλά πως το μίσος, ο θυμός και η πολιτική πόλωση λειτουργούσαν ως οι πιο αποτελεσματικοί «ενισχυτές» αλληλεπίδρασης. Η εταιρεία παραδεχόταν ότι οι αλγόριθμοί της «εκπαιδεύονταν» ώστε να τροφοδοτούν τους χρήστες με τέτοιο περιεχόμενο, επειδή αυτό μεγιστοποιούσε τον χρόνο παραμονής και τα διαφημιστικά έσοδα.
Η κοινωνική διάβρωση, η αυξανόμενη παρανοϊκή συμπεριφορά, η εξάπλωση ακραίων ιδεών: όλα αυτά δεν ήταν παρά «παράπλευρες απώλειες» ενός μοντέλου κερδοφορίας βασισμένου στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Η φράση του αφηγητή ότι οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας έγιναν «οι ληστές βαρόνοι του μυαλού μας» συνοψίζει αυτή τη νέα εποχή: μια περίοδο όπου η επιτήρηση, η χειραγώγηση και η εξαγωγή δεδομένων έγιναν δομικά χαρακτηριστικά της ψηφιακής οικονομίας.
Η αποσύνθεση της μεσαίας τάξης: κόστος ζωής, στασιμότητα μισθών και διαρκές χρέος
Την ίδια στιγμή, η οικονομική πίεση στα αμερικανικά νοικοκυριά αυξανόταν δραματικά. Οι βασικοί πυλώνες της μεσαίας τάξης –σπουδές, κατοικία, υγειονομική περίθαλψη, σταθερή εργασία– γίνονταν ολοένα και πιο δυσπρόσιτοι.
Το 1982, ένα έτος φοίτησης σε δημόσιο πανεπιστήμιο κόστιζε περίπου το 4% του μεσαίου οικογενειακού εισοδήματος. Σήμερα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 24%.
Το 1982, η μέση τιμή κατοικίας ήταν περίπου τέσσερις φορές το μέσο ετήσιο εισόδημα. Σήμερα, ξεπερνάει τις πέντε φορές.
Μισθολογικά, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Από το 1975 μέχρι σήμερα, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που λαμβάνει το πλουσιότερο 1% αυξήθηκε από 9% σε πάνω από 25%. Στον πλούτο, το ίδιο 1% κατέχει άνω του 30% του συνόλου της χώρας.
Το αποτέλεσμα είναι μια πραγματικότητα όπου η «φυσιολογική ζωή» έχει γίνει πρακτικά απρόσιτη. Η μεσαία τάξη –όπως νοούνταν μεταπολεμικά– απλώς δεν υπάρχει πια. Για εκατομμύρια ανθρώπους, η σταθερότητα έχει αντικατασταθεί από διαρκή αγώνα επιβίωσης, μόνιμη οικονομική στενότητα και εξάρτηση από δάνεια.
Η κουλτούρα της επιτυχίας: από την αξία στη θεοποίηση του πλούτου
Η κοινωνική κουλτούρα φαίνεται να αντικατοπτρίζει αυτή τη μετατόπιση. Η λατρεία προς νέου τύπου «επιχειρηματίες–celebrities» —όπως η οικογένεια Καρντάσιαν, οι αδελφοί Τέιτ, ο MrBeast και άλλοι— αντανακλά την αποδοχή μιας βαθύτερης ιδέας: ότι ο πλούτος είναι το μοναδικό αδιάψευστο μέτρο αρετής.
Οι επιχειρηματίες ακολουθούνται πλέον όπως κάποτε ακολουθούνταν φιλόσοφοι ή καλλιτέχνες. Η συσσώρευση χρημάτων παρουσιάζεται όχι ως εργαλείο, αλλά ως σκοπός ύπαρξης. Η κοινωνία έχει εσωτερικεύσει την πεποίθηση ότι «το να είσαι πλούσιος είναι από μόνο του απόδειξη ότι έζησες σωστά».
Σε ένα περιβάλλον όπου η κανονικότητα είναι συνώνυμη της οικονομικής ανασφάλειας, το όνειρο δεν είναι πια η σταθερότητα. Είναι η απόδραση.
Η κουλτούρα της επιχειρηματικής μίμησης και το αδιέξοδο της νεότερης γενιάς
Στη σημερινή ψηφιακή πραγματικότητα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γεμίσει με ανθρώπους που «υποδύονται» διευθύνοντες συμβούλους, επιχειρηματίες ή χαρακτήρες βγαλμένους από ταινίες όπως το American Psycho. Βίντεο με συμβουλές για κρυπτονομίσματα ή «μυστική σοφία» για γρήγορο πλουτισμό κατακλύζουν πλατφόρμες όπως το Instagram. Πλήθος νέων ανθρώπων προωθούν διαδικτυακά σεμινάρια, «πακέτα ψηφιακού μάρκετινγκ» ή μαθήματα για την ανάπτυξη προσωπικού brand.
Η επιδίωξη δεν είναι πια η σταθερότητα ή η συμμετοχή σε μια κοινότητα˙ είναι η ανάγκη για αυτοπροβολή, οικονομική επιβίωση και μια φαντασιακή ταυτότητα επιτυχίας. Ο αφηγητής περιγράφει ότι πολλοί συνομήλικοί του νιώθουν να εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια, πιστεύοντας πως η «κανονική» ζωή δεν αποτελεί πλέον επιλογή. Στην κουλτούρα αυτή, είτε επιδιώκει κανείς υπερβολικό πλούτο, είτε χάνεται πλήρως στο περιθώριο.
Το φαινόμενο αυτό, όπως εξηγεί, δεν γεννήθηκε τυχαία. Η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και η δυσκολία πρόσβασης σε σταθερό εισόδημα ωθούν τις νεότερες γενιές να πιστεύουν πως «πρέπει να γίνουν επιχειρηματίες» για να επιβιώσουν. Σ’ έναν κόσμο όπου ο παραδοσιακός δρόμος ευημερίας έχει καταρρεύσει, η κουλτούρα του «hustle» παρουσιάζεται σαν μονόδρομος.
Η αντίφαση του σύγχρονου κόσμου: οι ολιγάρχες ως πηγή και λύση του προβλήματος
Η συζήτηση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη πολυπλοκότητα όταν εξετάζονται οι ίδιοι οι ολιγάρχες της τεχνολογίας. Η συγκέντρωση πλούτου και επιρροής στα χέρια λίγων συμβαδίζει με την εκρηκτική βελτίωση της καθημερινότητας που προσέφεραν οι τεχνολογικές καινοτομίες των τελευταίων δεκαετιών.
Οι πλατφόρμες τους έχουν καταστήσει τη ζωή πιο εύκολη από κάθε προηγούμενη εποχή:
Η Google επεξεργάζεται 16,5 δισεκατομμύρια αναζητήσεις την ημέρα.
Πάνω από 85% του παγκόσμιου πληθυσμού διαθέτει smartphone με απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες, ψυχαγωγία, ειδήσεις και επικοινωνία.
Εκατομμύρια δωρεάν εκπαιδευτικά μαθήματα — από κώδικα μέχρι ιστορία και επιστήμες — βρίσκονται διαθέσιμα σε οποιονδήποτε έχει σύνδεση στο διαδίκτυο.
Οι εφαρμογές άμεσης μετάφρασης καταργούν παραδοσιακά γλωσσικά εμπόδια, επιτρέποντας διαλόγους σε πραγματικό χρόνο ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν μοιράζονται κοινή γλώσσα.
Ο αφηγητής αναγνωρίζει ότι ο ίδιος μπόρεσε να δημιουργήσει ανεξάρτητα ντοκιμαντέρ με εκατομμύρια προβολές χάρη σε αυτές ακριβώς τις πλατφόρμες. Τέτοια ελευθερία έκφρασης δεν θα ήταν δυνατή αν είχε γεννηθεί μερικές δεκαετίες νωρίτερα.
Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο, σχολιάζει ειρωνικά το προσωπικό του κατάστημα προϊόντων, επισημαίνοντας ότι χρησιμοποιεί τις ίδιες πλατφόρμες των ολιγαρχών για να μιλήσει εναντίον τους — ένα παράδοξο που συνοψίζει την εξάρτηση ολόκληρης της κοινωνίας από τις τεχνολογίες που παρήγαγαν οι δισεκατομμυριούχοι της Silicon Valley.
Μια νέα μορφή ελευθερίας μέσα στη σκιά του ψηφιακού μονοπωλίου
Παρά τις επιπτώσεις της συγκέντρωσης εξουσίας, ο δημιουργός περιγράφει μια πραγματικότητα που μοιάζει αντιφατική: ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν ήταν τόσο εύκολο για έναν άνθρωπο να εκφραστεί δημόσια, να δημιουργήσει περιεχόμενο, να μιλήσει σε κοινό εκατομμυρίων ανθρώπων — χωρίς υποδομές, χωρίς αδειοδοτήσεις, χωρίς μεσολαβητές.
«Είμαι πιο ελεύθερος σήμερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή», σημειώνει, υπογραμμίζοντας ότι η τεχνολογική πρόοδος που επέτρεψε αυτή την ελευθερία προέρχεται από τους ίδιους οικονομικούς κολοσσούς που ταυτόχρονα διευρύνουν τις ανισότητες.
Η αντίφαση παραμένει: οι πλατφόρμες που επιτρέπουν την κριτική είναι οι ίδιες που τροφοδοτούν την ολιγαρχία που αποτελεί το αντικείμενο της κριτικής.
Το τίμημα της προόδου: τι ανταλλάξαμε για την τεχνολογική ευκολία
Το ερώτημα, σύμφωνα με τον δημιουργό του ντοκιμαντέρ, δεν είναι αν οι εταιρείες τεχνολογίας αποτελούν «καθαρό κακό» ούτε αν πρέπει συλλογικά να εγκαταλείψουμε τον σύγχρονο κόσμο για να ζήσουμε σε μια υπαίθρια, απεξαρτημένη ζωή. Το πραγματικό κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: τι ανταλλάξαμε για όλη αυτή την πρωτοφανή πρόοδο;
Η απάντηση του αφηγητή είναι αιχμηρή: «Αντάξαμε την ψυχή μας».
Σε αντίθεση με τους ληστοβαρόνους του 19ου αιώνα, η σχέση κόστους–οφέλους ήταν τότε ορατή. Οι βιομηχανικοί μεγιστάνες οικοδόμησαν σιδηροδρόμους, διυλιστήρια, εργοστάσια χάλυβα και ουρανοξύστες· έργα που άλλαξαν τον κόσμο. Ταυτόχρονα, χιλιάδες εργάτες σκοτώθηκαν υπό εξαντλητικές, συχνά θανατηφόρες συνθήκες. Η εκμετάλλευση ήταν βίαιη, άμεση και απτή.
Ο νέος ληστοβαρώνος: όχι στα εργοτάξια, αλλά στο μυαλό
Η τεχνολογική ελίτ της σημερινής εποχής δημιούργησε διαφορετικού τύπου εξάρτηση. Οι εργαζόμενοι στις εταιρείες τεχνολογίας πληρώνονται καλά, συχνά γίνονται εκατομμυριούχοι, οι συνθήκες εργασίας είναι ασύγκριτα καλύτερες από τα εργοτάξια των προηγούμενων αιώνων, ενώ τα περισσότερα προϊόντα είναι… δωρεάν.
Instagram, WhatsApp, YouTube, Google Docs, Maps, Sheets, Translation, Facebook Marketplace — όλα τα παραπάνω αποτελούν ελεύθερες υπηρεσίες. Ο χρήστης μπορεί:
να πουλήσει αυτοκίνητο αξίας δεκάδων χιλιάδων δολαρίων στο Marketplace χωρίς καμία χρέωση,
να κάνει ολόκληρο πανεπιστημιακό πτυχίο αποκλειστικά μέσα από το Google Suite,
να έχει μόνιμη πρόσβαση σε χάρτες, email, after-school tutorials, επικοινωνία και μεταφράσεις… χωρίς να πληρώσει τίποτα.
Γιατί λοιπόν αυτές οι εταιρείες είναι από τις πιο κερδοφόρες στην ιστορία;
Ο αφηγητής το διατυπώνει ως εξής: «Βγάζουν χρήματα πουλώντας την ψυχή μας στον πιο υψηλό πλειοδότη.»
Οι εταιρείες δεν αντλούν κέρδη από τον χρήστη, αλλά από:
τις συμπεριφορές του,
τις συνήθειές του,
τους φόβους και τις επιθυμίες του,
το προφίλ που χτίζεται με κάθε αναζήτηση, like, scroll, και κάθε δευτερόλεπτο που περνά μέσα στην πλατφόρμα.
Ένα νέο είδος ληστειοπλοίας έχει γεννηθεί: η εξόρυξη του ανθρώπινου ψυχισμού. Οι «αλγόριθμοι εθισμού» διαμορφώνουν τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις, την πολιτική συμπεριφορά, ακόμη και την ταυτότητα του χρήστη, ωθώντας τον σε περιεχόμενο ολοένα και πιο ακραίο.
Ο ληστοβαρώνος του 21ου αιώνα δεν χρειάζεται να ελέγχει το έδαφος — αρκεί να ελέγχει το μυαλό.
Η εμπορευματοποίηση του εσωτερικού κόσμου
Στον πυρήνα αυτής της κριτικής βρίσκεται η ιδέα ότι το προϊόν δεν είναι η εφαρμογή· είμαστε εμείς.
Η προσοχή μας, οι φόβοι μας, η μελαγχολία μας, οι πολιτικές μας πεποιθήσεις, τα γούστα μας, η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας — όλα αυτά μετατρέπονται σε εμπορεύσιμα δεδομένα.
Ο αφηγητής περιγράφει πώς εταιρείες τεχνολογίας:
παρακολουθούν το ιστορικό αναζητήσεων,
χαρτογραφούν λεπτομερώς τα ενδιαφέροντα και τις αδυναμίες μας,
αξιοποιούν αυτή τη γνώση για στοχευμένη διαφήμιση και συνεχή αλληλεπίδραση,
εξαρτούν τον χρήστη από κύκλους ντοπαμίνης, αρνητικότητας και παραπληροφόρησης.
Η αντίφαση είναι αμείλικτη: Η ζωή είναι πιο εύκολη, έξυπνη και άνετη από ποτέ — αλλά για πολλούς ανθρώπους είναι ταυτόχρονα πιο αγχώδης, πιο ασταθής, πιο ευάλωτη ψυχικά από οποιαδήποτε στιγμή των τελευταίων 50 ετών.
Η αθωότητα των πρώτων δεκαετιών και η άγνοια των συνεπειών
Όπως επισημαίνει ο δημιουργός, σχεδόν κανείς δεν είχε προβλέψει αυτή την κατάληξη:
Κανείς δεν είδε το πρώτο smartphone και σκέφτηκε ότι θα «διαλύσει την εθνική ψυχή».
Κανείς δεν φαντάστηκε ότι το Google — το 1999 ένας απλός ηλεκτρονικός κατάλογος — θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο παραπληροφόρησης.
Κανείς δεν προέβλεψε ότι το Facebook του 2006 θα γινόταν εργαλείο μαζικής πολιτικής χειραγώγησης.
Οι τεχνολογικές αλλαγές που σήμερα συνδέονται με κρίσεις στις δημοκρατίες και στην κοινωνική συνοχή ήταν τότε ευρέως αποδεκτές, ακόμη και αγαπητές.
Η στροφή της δεκαετίας του ’80: από τη συλλογική ευημερία στη νέα οικονομική φιλοσοφία
Για πολλούς Αμερικανούς στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η μεταπολεμική περίοδος ευημερίας είχε αρχίσει να μοιάζει κουρασμένη και δυσλειτουργική. Τα επιτόκια ήταν υψηλά, ο πληθωρισμός ανέβαινε, η ανεργία αυξανόταν και το χρηματιστήριο παρέμενε στάσιμο. Η καθημερινότητα έδινε την εικόνα ενός συστήματος που δεν λειτουργούσε όπως άλλοτε.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, πολλοί πολίτες στράφηκαν κατά της κρατικής ρύθμισης και αναζήτησαν κάτι «νέο». Έτσι, το 1980, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν παρουσιάστηκε ως ο ηγέτης που θα δοκίμαζε μια διαφορετική οικονομική συνταγή — και θριάμβευσε εκλογικά. Με 490 εκλεκτορικές ψήφους έναντι των 49 του Τζίμι Κάρτερ, κέρδισε σχεδόν ολόκληρη τη χώρα. Στη δεύτερη θητεία του, η επικράτηση ήταν ακόμη πιο σαρωτική, με 525 εκλεκτορικές ψήφους έναντι των 13 του Ουόλτερ Μοντέιλ. Μόνο μία πολιτεία δεν τον ψήφισε.
Η υπόσχεση της «νέας οικονομίας»: λιγότερο κράτος, μεγαλύτερη αγορά
Το οικονομικό όραμα του Ρέιγκαν βασίστηκε στη λογική ότι αν μειωθούν οι φόροι στις επιχειρήσεις και στα υψηλά εισοδήματα και περιοριστούν οι ρυθμίσεις, τότε η ανάπτυξη θα «καταλήξει» τελικά σε όλους («trickle-down economics»).
Στη θεωρία, έμοιαζε εύλογο. Στην πράξη, η φορολογία των πλουσιότερων μειώθηκε δραματικά: από 70% σε 25% μέσα σε λίγα χρόνια. Η αγορά απορρύθμιστη, τα κέρδη πολλαπλασιάστηκαν και το ΑΕΠ ανέβηκε.
Βραχυπρόθεσμα πράγματι φάνηκε να λειτουργεί:
το χρηματιστήριο απογειώθηκε,
η ανεργία υποχώρησε,
η οικονομία μεγάλωσε.
Όμως, όπως υπογραμμίζεται στο ντοκιμαντέρ, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ήταν εντελώς διαφορετικά από τις υποσχέσεις.
Η άνιση κατανομή των οφελών και η επιστροφή στις ανισότητες
Η συνολική «πίτα» έγινε πράγματι μεγαλύτερη, αλλά το μερίδιο για τον μέσο εργαζόμενο μειωνόταν συνεχώς. Η «διαρροή προς τα κάτω» δεν ήρθε ποτέ· αντίθετα, τα οφέλη συγκεντρώθηκαν στα ανώτερα στρώματα.
Η υπόθεση ότι χαμηλότερη φορολογία σημαίνει ισχυρότερη παραγωγή κατέληξε στο αντίθετο αποτέλεσμα: η παραγωγή αυξήθηκε, αλλά οι αμοιβές και η ασφάλεια των εργαζομένων δεν ακολούθησαν.
Το ντοκιμαντέρ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ευφορία της εποχής κάλυψε το βαθύτερο φαινόμενο: η οικονομία μεγάλωνε, αλλά η μεσαία τάξη συρρικνωνόταν.
Ένας κόσμος που γίνεται όλο και πιο ακραίος
Σύμφωνα με το αφήγημα της ταινίας, ο κόσμος που διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του ’80 και μετά είναι εξαιρετικά άνισος και ψυχολογικά απαιτητικός. Ο μέσος πολίτης παλεύει καθημερινά να παραμείνει ψυχικά ισορροπημένος σε ένα περιβάλλον όπου οι τεχνολογικές πλατφόρμες ανταγωνίζονται για το χρόνο και την προσοχή του.
Οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν πλέον γίνει τόσο διάχυτες, τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής, ώστε η ίδια η φύση του προβλήματος γίνεται δυσδιάκριτη. Οι καταναλωτές είναι εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα όπου η αποδέσμευση δεν μοιάζει δυνατή — ούτε εύκολη.
Απόκλιση οικονομίας και πραγματικής ζωής: ένας κόσμος δύο ταχυτήτων
Στο σύγχρονο οικονομικό τοπίο, το χρηματιστήριο φαίνεται πλέον να λειτουργεί σε πλήρη αποσύνδεση από την καθημερινότητα των πολιτών. Όπως επισημαίνεται στο ντοκιμαντέρ, η οικονομική ανάπτυξη δεν αντιστοιχεί πια σε βελτίωση της ποιότητας ζωής. Το ΑΕΠ ανεβαίνει· η καθημερινή ευημερία πολλών όμως υποχωρεί.
Η ισχύς των αγορών συγκεντρώνεται στα χέρια ελάχιστων εταιρειών και ιδιωτών, ενώ η σταθερότητα που κάποτε χαρακτήριζε τη μεσαία τάξη έχει διαρραγεί. Δεν υποστηρίζεται ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί ευθύνονται αποκλειστικά για αυτή τη συρρίκνωση· τονίζεται όμως ότι οι ίδιες συνθήκες που επέτρεψαν την αλματώδη ανάπτυξή τους είναι και αυτές που δυσκόλεψαν τη ζωή των μεσαίων στρωμάτων.
Η αποβιομηχάνιση που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη: ένα μεγάλο κοινωνικό κόστος
Ακόμη και η εικόνα της δεκαετίας του 1990 —η άνοδος των νέων επαγγελματιών σε τεχνολογία και χρηματοοικονομικά— συνοδεύτηκε από μια λιγότερο αισιόδοξη πραγματικότητα: η μαζική απώλεια βιομηχανικών θέσεων εργασίας.
Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, η Αμερική έχασε πέντε εκατομμύρια θέσεις στη μεταποίηση. Χιλιάδες εργοστάσια έκλεισαν. Οι κοινότητες που στηρίζονταν στη βιομηχανική παραγωγή κατέρρευσαν οικονομικά και κοινωνικά.
Το πλαίσιο της εποχής —υψηλός πληθωρισμός, ακριβή ενέργεια, κοινωνική κόπωση— έκανε τις υποσχέσεις μείωσης φόρων και περιορισμού του κράτους να φαίνονται λογικές. Ωστόσο, η ανάπτυξη που ακολούθησε αποδείχθηκε υπερβολική, άνιση και μη βιώσιμη.
Η νέα πραγματικότητα: όταν οι ανισότητες σταθεροποιούνται
Το ντοκιμαντέρ υποστηρίζει ότι η «μάχη» για τη μεσαία τάξη έχει ήδη κριθεί —και όχι υπέρ των πολιτών. Το μοτίβο των τελευταίων δεκαετιών είναι ξεκάθαρο: η καθημερινή ζωή γίνεται συνεχώς δυσκολότερη, ενώ μια μικρή ομάδα δισεκατομμυριούχων αποκτά δυσανάλογη επιρροή σε οικονομικό, τεχνολογικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Η ανταλλαγή υπήρξε σκληρή: δωρεάν ψηφιακές υπηρεσίες και τεχνολογική πρόοδος έναντι της ιδιωτικότητας, της προσοχής και της συλλογικής ψυχικής υγείας.
Το ντοκιμαντέρ το περιγράφει με υπερβολή που όμως αντανακλά μια βαθιά αγωνία: σε μια κοινωνία όπου η κατοικία απομακρύνεται, η ανεξαρτησία περιορίζεται και η αβεβαιότητα κυριαρχεί, η άμεση ευχαρίστηση —διασκέδαση, περιεχόμενο, καταναλωτισμός— λειτουργεί ως υποκατάστατο μιας σταθερής ζωής.
Το «Αμερικανικό Όνειρο» ως αγαθό πολυτελείας
Η δυσκολία πρόσβασης σε κατοικία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η μέση ηλικία απόκτησης πρώτου σπιτιού έχει αυξηθεί εντυπωσιακά: από τα 29 έτη παλαιότερα, στα 59 έτη σήμερα, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ.
Η κοινωνική κινητικότητα —πυρήνας της μεσαίας τάξης— υποχωρεί. Τα αγαθά που κάποτε θεωρούνταν δεδομένα για τους γονείς των σημερινών νέων έχουν γίνει προνόμιο για τους οικονομικά ισχυρούς.
Οικονομικοί κύκλοι και ιστορική μνήμη
Η αφήγηση υπογραμμίζει ότι η συγκέντρωση πλούτου, η υπερθέρμανση των αγορών και η χαλάρωση των ρυθμίσεων δεν είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα. Αντίθετα, αποτελούν μέρος ενός ιστορικού κύκλου:
υπερβολική ανάπτυξη,
συγκέντρωση ισχύος,
οικονομική κατάρρευση,
κοινωνική αμφισβήτηση,
αυστηρή ρύθμιση,
και στη συνέχεια νέα λήθη.
Η δεκαετία του 1980 σηματοδότησε την έναρξη ενός ακόμη τέτοιου κύκλου. Όπως σημειώνεται, οι κοινωνίες πίστεψαν ότι χρειάζονταν περισσότερη ανάπτυξη και λιγότερους περιορισμούς —και αγνόησαν τα μαθήματα προηγούμενων κρίσεων.
Ο κύκλος που επαναλαμβάνεται: από την κρίση στην αυτοϊκανοποίηση και ξανά στην κρίση
Στο τελευταίο τμήμα της αφήγησης, ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ περιγράφει έναν κύκλο που επαναλαμβάνεται διαχρονικά: οι δύσκολες εποχές δημιουργούν ανθρώπους αποφασισμένους να αλλάξουν τα πράγματα· οι εύκολες εποχές γεννούν εφησυχασμό, ανοχή και αδράνεια, επιτρέποντας στα προβλήματα να επανεμφανιστούν.
Μετά τον Μεγάλο Κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση, οι πολιτικές ηγεσίες της εποχής ενήργησαν αποφασιστικά· δημιούργησαν θεσμούς, ρυθμίσεις και κοινωνικές δικλείδες ασφαλείας για να αποφευχθεί νέα καταστροφή. Όμως, όπως υποστηρίζει το ντοκιμαντέρ, οι δεκαετίες της ευημερίας που ακολούθησαν οδήγησαν σταδιακά σε πολιτική αδιαφορία και ευκολία αποδοχής αποφάσεων που ξήλωσαν όσα οι προηγούμενες γενιές είχαν χτίσει.
Το αφήγημα είναι χαρακτηριστικά αιχμηρό: η σημερινή γενιά πολιτικών που ανήκει στους baby boomers παρουσιάζεται ως έχουσα επωφεληθεί από τα προνόμια του μεταπολεμικού κόσμου, χωρίς να έχει κίνητρο να αντιμετωπίσει τα νέα προβλήματα —τη δύναμη των τεχνολογικών κολοσσών, τις ανισότητες, την κοινωνική διάβρωση.
Το αδιέξοδο ενός μοντέλου που δεν μπορεί να προσφέρει σε όλους
Η κεντρική ιδέα του τελικού μέρους είναι μια δύσκολη παραδοχή: ίσως να είναι αδύνατο να λειτουργεί μια οικονομία που ταυτόχρονα:
επιτρέπει σε λίγους ανθρώπους να συγκεντρώνουν τρισεκατομμύρια,
δημιουργεί δεκάδες χιλιάδες εκατομμυριούχους εργαζόμενους σε τεχνολογικές εταιρείες,
και παράλληλα εξασφαλίζει τη σταθερότητα μιας μεγάλης μεσαίας τάξης.
Το ντοκιμαντέρ θεωρεί ότι, επί τέσσερις δεκαετίες, η κοινωνία διάλεξε το δικό της «δηλητήριο»: μια κουλτούρα που εξιδανίκευσε την άνοδο του χρηματιστηρίου, τις ιστορίες «από το τίποτα στην κορυφή», τις ιδέες της αυτοδημιουργίας και της ατομικής ανόδου.
Αυτή η κουλτούρα αποτυπώνεται στις ρητορικές ερωτήσεις του δημιουργού:
Γιατί οι άνθρωποι κάνουν λιγότερα παιδιά;
Γιατί αυξάνεται η κατάθλιψη;
Γιατί η σταθερότητα γίνεται άπιαστο όνειρο;
Γιατί, υποστηρίζει, «όταν το χρήμα γίνεται η μόνη απόδειξη ότι είσαι σημαντικός, όλα τα άλλα αρχίζουν να τρίζουν».
Το ντοκιμαντέρ συνδέει την εποχή των κλασικών «Ροβεμπαρόνων» —Carnegie, Rockefeller, Vanderbilt— με τη σύγχρονη εποχή των τεχνολογικών μεγιστάνων.
Τότε, όπως λέει, «έκλεψαν τον μόχθο». Σήμερα, «οι Ροβεμπαρόνοι του 2025 έκλεψαν το μυαλό μας».
Η διατύπωση είναι δραματική, όμως στηρίζεται σε μια σαφή θέση του δημιουργού: ότι τα σύγχρονα τεχνολογικά συστήματα έχουν αποκτήσει τέτοιο βαθμό διείσδυσης στη ζωή των ανθρώπων —ψυχολογικά, κοινωνικά, πολιτισμικά— ώστε το τίμημα της διευκόλυνσης, της δωρεάν πρόσβασης και της αδιάκοπης συνδεσιμότητας πληρώνεται πλέον με την προσοχή, τη συγκέντρωση και την ιδιωτικότητα των πολιτών.
Η τελευταία γραμμή άμυνας: οι αξίες που δεν αγοράζονται
Στο τέλος, το ντοκιμαντέρ κλείνει με έναν συλλογισμό που επιχειρεί να λειτουργήσει ως κάλεσμα αυτογνωσίας: ότι οι ολιγάρχες της τεχνολογίας μπορεί να διαθέτουν τεράστια περιουσία, δεδομένα και επιρροή, αλλά υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορούν να ελέγξουν:
το τι αποφασίζουμε ως κοινωνίες να θεωρούμε σημαντικό, άξιο, ηθικό, άξιο υπεράσπισης.
Όπως λέει ο δημιουργός:
«Το μόνο που δεν μπορούν να αγοράσουν είναι αυτό που εμείς αποφασίζουμε ότι αξίζει να λατρεύουμε. Αυτή η περιοχή παραμένει δική μας».
Το ταξίδι της Ολυμπιακής Φλόγας οδεύει στο τέλος του, καθώς στις 11:00 το πρωί σήμερα είναι προγραμματισμένη να διεξαχθεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο η Τελετή Παράδοσης στην στην Οργανωτική Επιτροπή Milano Cortina 2026.
Στον δρόμο προς το Καλλιμάρμαρο, το πρωί της Τετάρτης (3/12) η πρέσβης των ΗΠΑ, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, παρέλαβε την Ολυμπιακή Φλόγα.
Δείτε το βίντεο της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής με την Κίμπερλι Γκίλφοϊλ να τρέχει στη Διονυσίου Αεροπαγίτου με τη δάδα:
Πλήρη άγνοια για το πότε θα διαβιβαστεί στη Βουλή η συμπληρωματική δικογραφία για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ -αλλά και για το περιεχόμενό της, καθώς και τα πολιτικά πρόσωπα που μπορεί να περιλαμβάνει- δήλωσε το πλειοψηφικό προεδρείο της Εξεταστικής Επιτροπής.
Το ζήτημα έθεσε ευθέως η εισηγήτρια του ΚΚΕ, Διαμάντω Μανωλάκου, η οποία ρώτησε:
«Ακούμε για δεύτερη δικογραφία. Πότε θα έρθει και τι περιλαμβάνει;»
Η προεδρεύουσα της Επιτροπής, Μαρία Συρεγγέλα, απάντησε πως η Εξεταστική δεν έχει καμία επίσημη ενημέρωση:
«Δεν είμαστε σε θέση ως Επιτροπή να γνωρίζουμε το πότε, ούτε και μπορούμε να το ξέρουμε. Οι θεσμοί της Δικαιοσύνης είναι ανεξάρτητοι».
Παρέμβαση Αποστολάκη: «Να σταματήσει η προπαγάνδα με την εμπλοκή στελεχών του ΠΑΣΟΚ»
Στο θέμα παρενέβη αμέσως η εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ, Μιλένα Αποστολάκη, επιχειρώντας να διασκεδάσει τις «εντυπώσεις» που -όπως είπε- καλλιεργούν ΜΜΕ προσκείμενα στην κυβέρνηση, τα οποία «μπλέκουν» πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ στη συμπληρωματική δικογραφία.
Η κ. Αποστολάκη ήταν ξεκάθαρη:
«Πολλά ακούγονται για τη συγκεκριμένη δικογραφία. Τα όσα ακούγονται για στελέχη ή βουλευτές του ΠΑΣΟΚ βασίζονται αποκλειστικά σε δημοσιεύματα και στον γνωστό θόρυβο των «επαγγελματιών της ενημέρωσης»», είπε η εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ και συμπλήρωσε με αιχμές για στοχευμένη προπαγάνδα της κυβέρνησης:
«Η προπαγάνδα πρέπει να απαντηθεί. Για την καλύτερη ενημέρωση του κοινού, είναι σκόπιμο να υπάρξει το ταχύτερο δυνατόν η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή».
Παράλληλα, η Μιλένα Αποστολάκη επανάφερε το αίτημα του ΠΑΣΟΚ για τα όσα κατέθεσαν την Εξεταστική οι κ.κ. Μάκης Βορίδης και Θεοφάνης Παππάς:
«Ζητούμε εκ νέου να σταλούν άμεσα στην Εισαγγελία, με το ερώτημα της ψευδομαρτυρίας».