Ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας
Ο Stiglitz αναφέρει ότι η υφιστάμενη δομή της Ευρωζώνης είναι πέρα για πέρα προβληματική και προωθεί μια αρκετά σκληρή κριτική. Σημειώνει ότι «το κοινό νόμισμα υποτίθεται πως θα προσέφερε την ευημερία και ότι θα ενίσχυε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Τελικά, έγινε το αντίθετο». Δηλώνει ότι το ουσιαστικό πρόβλημα της Ευρωζώνης πηγάζει από την οργανική σχέση που συνενώνει τα βασικά θεσμικά όργανα μακροοικονομικής διαχείρισης του Ευρώ και η οποία καθιστά τις υφέσεις των ελλειμματικών χωρών απαραίτητες για την επίτευξη μακροοικονομικής προσαρμογής, όταν υπάρχουν ανισορροπίες. Με άλλα λόγια, επειδή οι κυβερνήσεις έχουν απολέσει τις δυνατότητες που τους παρείχαν τα εργαλεία της νομισματικής υποτίμησης και του καθορισμού των βασικών επιτοκίων (δανεισμού), εξωθούνται στη λήψη μέτρων λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Εξ ου και αναφέρεται σε αυτές (τις υφέσεις) σαν να είναι «προβλέψιμες» και αναμενόμενες.
Ορισμένες χώρες –όπως η δική μας– έχουν ζωτικές ανάγκες εισαγωγών σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών, αντιμετωπίζουν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αποπληρώνουν σημαντικά χρέη προς ένα πλήθος διεθνών πιστωτών. Όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν το καταλληλότερο περιβάλλον συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος (μέτρα αύξησης φόρων) και λήψης μέτρων αποπληθωρισμού. Ένα λογικό σενάριο για τον Stiglitz, είναι οι τιμές στην Ελλάδα να ξεκινήσουν να μειώνονται σε σχέση με τις αντίστοιχες στη Γερμανία (π.χ.) ώστε η πραγματική ισοτιμία των ελληνικών προϊόντων έναντι των γερμανικών να υποτιμηθεί και να γίνουμε φθηνότεροι. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία, θα έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του εμπορικού μας ισοζυγίου, γεγονός που θα ενισχύσει τα έσοδα και την απασχόληση στο εσωτερικό μας. Για λόγους που υπερβαίνουν τον παρόντα σχολιασμό, το εν λόγω σενάριο δεν φαίνεται να λειτουργεί και θα προέβαινα μάλιστα στον ισχυρισμό ότι ως πολιτική διεξόδου από την ύφεση έχει μάλλον εγκαταλειφθεί. Συμπληρωματικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μαζί με τις μειώσεις στις τιμές των αγαθών, συμπαρασύρεται και η «τιμή» της εργασίας μας που με τη σειρά της αποτελεί βασικό όχημα προώθησης ευέλικτων μορφών εργασιακών σχέσεων και περαιτέρω απορρύθμισης της αγοράς εργασίας (αλλά αυτό ας το αφήσουμε για μια άλλη φορά).
Ως εναλλακτικό τρόπο διεξόδου από την ύφεση, αναφέρει ο Stiglitz, θα μπορούσε να προταχθεί μια σημαντική και σταδιακή –συμπληρώνω– αύξηση της παραγωγικότητας έναντι των υπολοίπων οικονομιών του κοινού νομίσματος, «αλλά κανείς δεν μπορεί να βρει πώς θα γίνει κάτι τέτοιο». Πράγματι, το ζήτημα της παραγωγικότητας είναι αρκετά πολύπλοκο και απαιτεί σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες σε έρευνα, γνώσεις, καινοτομίες και οργάνωση, καθώς και σε κεφαλαιακό εξοπλισμό παντός είδους. Ουσιαστική και διατηρήσιμη βελτίωση της παραγωγικότητας θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας ευρείας χρήσης τεχνολογιών αιχμής σε παραγωγικούς χώρους υψηλής προστιθέμενης αξίας, των οποίων η κατατρεγμένη ελληνική οικονομία υπολείπεται. Το να γίνεται λόγος σήμερα στην Ελλάδα για άμεση αύξηση της παραγωγικότητας ως μέσο διαφυγής από την ύφεση, είναι σαν να αναφερόμαστε στην άμεση σύσταση ατμόσφαιρας στο φεγγάρι ως προϋπόθεση για τη διατήρηση ανθρώπινης ζωής! Βεβαίως και υπερβάλλω, αλλά ας μη γελιόμαστε, οι πολιτικές που προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για την ενδεχόμενη υποβοήθηση του επιπέδου παραγωγικότητας της οικονομικής δραστηριότητας στην χώρα μας. Η Ελλάδα, θεωρώ, αναμένεται να παραμείνει μία οικονομία σχετικά υποτιμημένων υπηρεσιών, με κέντρο βάρους τον τουριστικό τομέα και που ενδεχομένως –που και που– να παράγει και κάποιες μικρές ποσότητες οπωροκηπευτικών ή/και λίγο ελαιόλαδο, αλλά όλα αυτά δεν θα είναι ικανά να μεταστρέψουν τον βασικό χαρακτήρα της οικονομική της δραστηριότητας. Η τάση για τριτογενοποίηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος είναι τουλάχιστον τριακονταετής και δεν αντιστρέφεται ούτε άμεσα, ούτε εύκολα.
Περαιτέρω, και προς τιμήν του, ο Stiglitz φέρεται να χλευάζει και όλες εκείνες τις μικροπολιτικές που εστιάζουν στον επαναπροσδιορισμό του «φρέσκου γάλακτος» ή της ποσότητας αλευριού στις φρατζόλες ψωμί, που υποτίθεται ότι προάγουν τον ανταγωνισμό, επιτρέποντας σε εταιρείες του εξωτερικού να μεταφέρουν τα προϊόντα τους (γάλα π.χ.) στο εσωτερικό και να το πωλούν στην υψηλή τιμή του «φρέσκου» παρότι μπορεί και να είναι 10 ημερών. Τέτοιου είδους μικροδιαχείριση, με δεδομένη τη καταστροφή του εγχώριου παραγωγικού συστήματος, είναι απλώς και μόνον παραπλανητική και επισκιάζει τις μακροοικονομικές πολιτικές λιτότητας και περαιτέρω προώθησης των αποπληθωριστικών μέτρων.
Η θεσμοθέτηση Βορά-Νότου
Μέχρι εδώ τα ζητήματα δεν μοιάζουν και τόσο περίπλοκα από την άποψη ότι έχουνε χιλιοσυζητηθεί και μας έχουν απασχολήσει πολύ κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Ο Stiglitz όμως προχωράει αρκετά παραπέρα και αναφέρει ότι «ένα κοινό νόμισμα δεν είναι απαραίτητο ούτε αναγκαίο για μια στενή οικονομική και πολιτική συνεργασία» και άρα «ένα τέλος στο κοινό νόμισμα δεν σηματοδοτεί και το τέλος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος». Καταλήγει να προτείνει μια χαλαρή μετάβαση σε μία κατάσταση όπου θα υφίστανται δύο διαφορετικά Ευρώ, το «Βόρειο» και το χαλαρότερο «Νότιο». Το περισσότερο ευέλικτο Ευρώ του Νότου το αντιμετωπίζει σαν μία ευκαιρία ενσωμάτωσης ορισμένων όψεων της οικονομικής ολοκλήρωσης που δεν επετεύχθη και ότι μέσω αυτού, χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορέσουν επιτέλους να προωθήσουν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις που δεν κατόρθωσαν να υλοποιήσουν κατά την τελευταία 15ετία. Στο σημείο αυτό –δυστυχώς– δεν εξηγεί ποιες είναι αυτές! Είναι οι μεταρρυθμίσεις του υφιστάμενου μακροοικονομικού πλαισίου; Είναι κάποιες άλλες; Μήπως όλη αυτή η κριτική γίνεται για να μας χρυσώσει το χάπι του αδιεξόδου μας και να μας υπενθυμίσει ότι πρέπει να υποτιμηθούμε κι άλλο… πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμασταν;
Μια άμεση και ενδεχομένως ραγδαία νομισματική υποτίμηση με δεδομένο το σαθρό παραγωγικό σύστημα στην Ελλάδα, θα δημιουργούσε ανεξέλεγκτες τάσεις, με πιο πιθανή την επιταχυνόμενη φτωχοποίηση του ελληνικού λαού και την βραχυπρόθεσμη απαξίωση του εγχώριου πλούτου. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν αποτελεί θέσφατο ούτε και το αναπόφευκτο παρεπόμενο της αποχώρησης από μια νομισματική ένωση όπως αφήνεται να εννοηθεί από ορισμένους «ειδικούς». Το σενάριο απαξίωσης της ελληνικής οικονομίας στο οποίο αναφέρομαι, προκύπτει από τις υφιστάμενες πολιτικές συνθήκες και ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες, και γίνεται ολοένα και πιο βέβαιο καθώς η κυβέρνηση ακολουθεί την πολιτική ατζέντα των προαπαιτούμενων, έτσι όπως αυτή υποδεικνύεται από τους διεθνείς πιστωτές. Ενόσω η κυβέρνηση θα προσπαθεί να διαχειριστεί την ύφεση μέσω ανακατανομής των περιορισμένων δημόσιων πόρων, θα κατορθώνει να απαλύνει ορισμένες εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού από τη βαναυσότητα των μέτρων που η ίδια λαμβάνει (!!!), διασώζοντάς τες από την ακραία φτώχεια, ενώ παράλληλα θα υποσκάπτει τις μελλοντικές δυνατότητες παραγωγικής αξιοποίησης (αυτή είναι μια συζήτηση η οποία πρέπει επιτέλους να ανοίξει με τρόπο σοβαρό και χωρίς ευρω-φοβικά σύνδρομα).
Τέλος, και προς έκπληξή μου, ο Stiglitz φτάνει στο σημείο να αναφέρει ότι τα χρέη των χωρών του «Νότιου» και υποτιμημένου Ευρώ, θα υπολογίζονται σε «Βόρειο», ανατιμημένο νόμισμα, που σημαίνει ότι δεν θα κατορθώσουμε να τα αποπληρώσουμε ποτέ, όποιες –επιπλέον– θυσίες κι αν αποφασίσουμε να κάνουμε. Εντός ενός τέτοιου πλαισίου ο Stiglitz βεβαίως αντιφάσκει, αφού από την μία θεωρεί ότι ένα νόμισμα δεν αποτελεί το κομβικό σημείο μιας οικονομικής ένωσης, αλλά από την άλλη προτάσσει την νομισματική μεταρρύθμιση και διάσπαση, ως την κατεξοχήν πρόταση για τη διαφυγή της Ευρωζώνης από την ύφεση.
Η αλήθεια είναι ότι στην καθαρή οικονομική θεωρία, το νόμισμα δεν αποτελεί το πλέον στρατηγικό ζήτημα οικονομικής πολιτικής, αλλά όπως έχει φανεί από την εμπειρία, η μακροχρόνια διατήρησή του αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την ύπαρξη κλίματος σταθερότητας, επίτευξης εμπορικών συνεργασιών και αποτελεσματικής χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής. Ένα νόμισμα δεν αποτελεί αυταξία, αλλά η αξία του εξαρτάται στενά από τους όρους παραγωγής με τους οποίους είναι διασυνδεδεμένο. Τα βραχύβια νομίσματα, από την άλλη, απηχούν την απώλεια εμπιστοσύνης και αποτελούν το επιστέγασμα μιας αδύναμης παραγωγικής βάσης και ασθενούς εμπορικής διείσδυσης σε νέες αγορές. Η σύναψη εμπορικών συμφωνιών και συμβολαίων οφείλει να είναι άλλη μια από τις βασικές έγνοιες ενός κράτους και μιας κυβέρνησης που πασχίζει για τα συμφέροντα του λαού της.
Όλα αυτά όμως, για έναν νομπελίστα σαν και τον Stiglitz, είναι ἔπεα πτερόεντα. Ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος προσεγγίζει το «ευρωπαϊκό εγχείρημα» αρκετά τεχνικά και ως μια εμπορική συνεργασία χωρών. Το γεγονός ότι η Ευρώπη αποτελεί μια μακρά ιστορική διεργασία, η οποία διαμορφώνεται εν τω γίγνεσθαι και όχι τόσο ως απαρέγκλιτο πρόγραμμα, είναι κάτι που τον αφήνει αδιάφορο, θεωρώντας ότι οι πολιτικές έχουν απεριόριστες δυνατότητες επιρροής και μπορούν να υπερβούν τόσο την παράδοση όσο και την ιστορική πορεία της Γηραιάς Ηπείρου. Ευτυχώς όμως, η Ευρώπη των λαών δεν αποτελεί πρόγραμμα, ούτε επιλογή κατόπιν μιας διερεύνησης κόστους-οφέλους. Η ενωμένη Ευρώπη αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία ενός πολυ-ποίκιλου πληθυσμιακού μωσαϊκού, τον πολιτισμικό χώρο της διατήρησης των παραδόσεων των εθνοτήτων που την απαρτίζουν και προϋπόθεση για την ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Σήμερα, όπου η γεωπολιτική σημασία της ενωμένης Ευρώπης αποκτά –για ακόμη μία φορά– σημαντικό ειδικό βάρος για όλη την ευρύτερη περιοχή, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν προτείνουμε τέτοιες διασπαστικές λύσεις, ντυμένες το μανδύα της θεωρητικής αυστηρότητας.
*Οικονομολόγος και μέλος του DiEM25_Ελλάδας