Του Πάνου Παναγιώτου
Η ερμηνεία μίας είδησης είναι υποκειμενική. Αλλά η ύπαρξη της είδησης είναι, αναγκαστικά και αυταπόδεικτα, αντικειμενική. Εκτός και αν βρίσκεται κανείς στη Βόρεια Κορέα του Κιμ Γιονγκ Ουν ή στην Ελλάδα του Αντώνη Σαμαρά, όπου το άσπρο γίνεται μαύρο και το μαύρο άσπρο όταν και όπως βολεύει την κυβέρνηση. Αυτό, ακριβώς, συνέβη στην Ελλάδα με την είδηση για τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, καθώς να μεταδοθεί η πραγματική, μεταδόθηκε η… αντίθετη.
Η πραγματική είδηση, όπως μεταδόθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ (βλέπε για παράδειγμα το σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg) και όπως φαίνεται από τη σχετική επεξηγηματική εικόνα του Bloomberg, είναι πως τρεις ελληνικές τράπεζες, η Eurobank, η Εθνική και η Πειραιως, ΑΠΕΤΥΧΑΝ (failed) στα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με την Eurobank να καταλαμβάνει τη 2ηχειρότερη θέση μεταξύ όλων των τραπεζών, την Εθνική Τράπεζα την 6η χειρότερη και τη Πειραιώς την 18η χειρότερη θέση.
Ακόμη, όπως φαίνεται στη σχετική εικόνα από το ίδιο ρεπορτάζ του Bloomberg, οι ελληνικές τράπεζες έλαβαν τη χειρότερη θέση ως προς την ποιότητα των περιουσιακών τους στοιχείων, που ήταν και το πραγματικό ζητούμενο των συγκεκριμένων τεστ (διαβάστε σχετικά: «Η αλήθεια για τα stress tests”) .
Η εξαιρετικά αρνητική αυτή είδηση για τις (επανειλημμένα στηριγμένες και ανακεφαλαιωμένες από τα χρήματα των Ελλήνων πολιτών) ελληνικές τράπεζες μεταφράστηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως εντυπωσιακή επιτυχία, με τον πρωθυπουργό κ. Σαμαρά να δηλώνει ότι «Τα τεστ αντοχής ξεπέρασαν κάθε προσδοκία» και με μεγάλα τηλεοπτικά ΜΜΕ να μη διστάζουν να την αντιστρέψουν και να μεταδώσουν ψέματα εν ψυχρώ, με γνωστό ιδιωτικό κανάλι, για παράδειγμα, να μεταδίδει πως «οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να περάσουν με επιτυχία τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», όταν αυτό, απλά, δε συνέβη.
Η παραποίηση της αλήθειας δεν είναι επικίνδυνη μόνο γιατί είναι αντιδημοκρατική αλλά και γιατί ενέχει το στοιχείο της άρνησης, το οποίο εμποδίζει την αναγνώριση και έτσι την αντιμετώπιση ενός πραγματικού προβλήματος.
Όταν το 2010, η Τράπεζα της Ελλάδας, οι ελληνικές τράπεζες, σύσσωμα τα ΜΜΕ και φυσικά η τότε κυβέρνηση μετέφεραν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα πως η κρίση δεν ήταν τραπεζική και ότι δε θα επηρέαζε τις τράπεζες, είχα προειδοποιήσει για τις συνέπειες που θα είχε αυτή τους η στρατηγική, μιλώντας την ύπαρξη μίας ‘κρυφής τραπεζικής κρίσης’ που αν δεν αναγνωρίζονταν και δεν αντιμετωπίζονταν άμεσα θα προκαλούσε καταστροφικές συνέπειες στη συνέχεια.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα η κατάσταση στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι άκρως επικίνδυνη, με τα προβληματικά δάνεια των ελληνικών τραπεζών (πτωχευμένα και καθυστερούμενα περισσότερο από 90 ημέρες) ως ποσοστό του συνόλου των δανείων τους να είναι από τα μεγαλύτερα διεθνώς και με το δείκτη κάλυψης του συνόλου των δανείων τους να είναι μικρότερος του 47% (διαβάστε σχετικά: : «Η αλήθεια για τα stress tests”).
Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν οι εξαντλημένοι απ’ την κρίση Έλληνες χρωστούν στις τράπεζες περί τα 80 δις ευρώ που αδυνατούν να αποπληρώσουν (κόκκινα δάνεια), όταν, επιπλέον, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς την εφορία ανέρχονται σε 65 δις και αυξάνονται κατά 500 εκ με 1 δις ανά μήνα, όταν η οικονομία είναι καταρρακωμένη και η ανεργία στα ύψη και όταν 3.795.100 Έλληνες, δηλαδή περίπου το 35% του πληθυσμού της χώρας, βρίσκονται είτε σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή ζουν µε υλικές στερήσεις ή διαβιούν σε νοικοκυριά µε χαμηλή ένταση εργασίας (στοιχεία: Τράπεζα της Ελλάδας).
Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως αν η κυβέρνηση Σαμαρά συνεχίσει να κάνει το λάθος της κυβέρνησης Παπανδρέου, δηλαδή να αρνείται να αναδείξει και να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό τα προβλήματα του ελληνικού τραπεζικού κλάδου προσπαθώντας να τα κρύψει κάτω από το χαλί, τότε αυτά θα διογκωθούν πέραν του σημείου που θα μπορούν να επιλυθούν χωρίς να προκληθεί μία νέα κρίση.
Και προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει, επιτέλους, να έρθει στο επίκεντρο του κυβερνητικού ενδιαφέροντος ο πολίτης, μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός «PSI» ιδιωτών, κατά το οποίο θα αναδιαρθρωθεί το σύνολο του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες ενώ σε δεύτερο βήμα θα αναδιαρθρωθεί ο τραπεζικός κλάδος ακόμη και με νέες συγχωνεύσεις τραπεζών αν χρειαστεί, ώστε όσες απομείνουν να είναι πραγματικά και όχι εικονικά ανακεφαλαιοποιημένες.
Ειδάλλως, στην προσπάθεια των τραπεζών να επιβιώσουν, θα γίνουμε μάρτυρες μίας τέτοιας επέλασης τους με στόχο τα περιουσιακά στοιχεία των πολιτών, που όμοια της δε θα έχει βιώσει ποτέ καμία αναπτυγμένη χώρα και που το αποτέλεσμα της οποίας θα είναι περισσότερη οικονομική κρίση και περισσότερη κοινωνική εξαθλίωση.
* Ο Πάνος Παναγιώτου είναι Διευθυντής ΕΚΤΑ
ekta.gr