Του Αλέξανδρου Ρασκόλνικα
Το απόγευμα που έδεσε αρόδο το αεροπλανοφόρο, η καρδιά μου σφίχτηκε. Έξι χιλιάδες καβλωμένοι ναύτες και πεζοναύτες, περίμεναν πως και πως να ξεμπαρκάρουν, να γ@@@@@υν. Υπερωρίες θα έκανε ο γυναικείος πληθυσμός, μέσα κι εγώ. Τι να κάναμε οι άμοιρες; Μετά που ξέσπασε ο πόλεμος, μεγάλη πείνα έπεσε στον τόπο. Τι περίμενες; Εμείς ποτά ξέραμε να σερβίρουμε, μουσακάδες και γεμιστά να φτιάχνουμε· έτσι ζούσε το νησί, από τον τουρισμό. Τώρα, άστα, πήγανε όλα στο γεροντοδιάβολο.
Βέβαια, είναι παράνομη η πορνεία, μα δόξα τω Θεώ οι αστυνομικές αρχές, με τη σιωπηρή συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας του δημοτικού συμβουλίου, κάνουν τα στραβά μάτια όποτε έρχονται οι Γιάνκηδες. Μούγκα κι οι δεσποτάδες, αλλά πώς αλλιώς να γινόταν; Εξάλλου, φίλοι μας είναι. Μισή ντροπή δική τους…
Περισσότερες μικροϊστορίες ΕΔΩ.