Στις προηγμένες δυτικές χώρες η πολιτική σκηνή διέρχεται περίοδο βίαιας αναδιάταξης που έχουμε να δούμε από τη δεκαετία του ’30. Ο Μέγας Αποπληθωρισμός των ημερών αγγίζει τώρα και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού αναβιώνοντας πολιτικές δυνάμεις που είχαν αδρανοποιηθεί από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Το πάθος επιστρέφει στην πολιτική, αλλά όχι με τον τρόπο που πολλοί από εμάς ελπίζαμε.
Η Δεξιά ενεργοποιείται από αντι-συστημικό πάθος που μέχρι σήμερα ήταν προνόμιο της Αριστεράς. Στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τράμπ επιτίθεται, με πειστικά επιχειρήματα, στην Χίλαρι Κλίντον για τις στενές της σχέσεις με την Wall Street, την προθυμία της να εισβάλλει σε ξένες χώρες, και στην ετοιμότητά της να υιοθετήσει τις εμπορικές συμφωνίες που επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο διαβίωσης εκατομμυρίων εργαζομένων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο πλαίσιο της επιτυχημένης καμπάνιας για το BREXIT, ένθερμοι Θατσερικοί έχουν μετατραπεί σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι πρωτοφανής. Η λαϊκιστική Δεξιά παραδοσιακά ενσωμάτωνε την αριστερή ρητορική σε περιόδους αποπληθωρισμού. Όποιος έχει το απαραίτητο κουράγιο να διαβάσει προσεκτικά τις ομιλίες φασιστών και ναζί ηγετών της δεκαετίας του 20 και του 30 θα ανακαλύψει, π.χ., την εγκάρδια υποστήριξη του Μπενίτο Μουσολίνι στην δημιουργία κράτους πρόνοιας και την σκληρή κριτική του Γιόζεφ Γκέμπελς στον τραπεζικό τομέα – θέσεις που, εκ πρώτης όψεως, φάνταζαν προοδευτικές.
Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι η φυσιολογική επίπτωση της κατάρρευσης του πολιτικού κέντρου λόγω του κράχ του παγκόσμιου καπιταλισμού (2008),το οποίο οδήγησε στην Μεγάλη Ύφεση (2009-2010), η οποία κατόπιν έριξε την Δύση στο σημερινό τέλμα του Μεγάλου Αποπληθωρισμού (2013-16). Η λαϊκιστική δεξιά απλά επαναλαμβάνει το παλιό κόλπο της, εν καιρώ αποπληθωρισμού, αντλώντας δύναμη από την δίκαιη οργή και απογοήτευση των θυμάτων της κρίσης ώστε να προωθήσει την δική της απεχθή ατζέντα.
Όλα, βέβαια, ξεκίνησαν με το θάνατο του διεθνούς νομισματικού συστήματος που θεσπίστηκε στο Μπρέτον Γούντς το 1944 και το οποίο σφυρηλατήθηκε στην βάση μιας μεταπολεμικής συναίνεσης που βασιζόταν στην ιδέα της «μικτής» οικονομίας, του περιορισμού των ανισοτήτων, και ενός δρακόντειου ρυθμιστικού καθεστώτος εντός του οποίου οι τραπεζίτες δεν είχαν την ευκαιρία να επιδίδονται σε τίποτα παραπάνω από εύλογες τραπεζικές συναλλαγές. Η «χρυσή» εκείνη εποχή του συστήματος Μπρέτον Γούντς έληξε με το επονομαζόμενο Σοκ του Νίξον το 1971, όταν η Αμερική είχε πλέον χάσει τα πλεονάσματά της – πλεονάσματα η διεθνής ανακύκλωση των οποίων, από την Ουάσινγκτον, ήταν απαραίτητη για την διατήρηση της σταθερότητας του παγκόσμιου καπιταλισμού και, βεβαίως, του συστήματος Μπρέτον Γούντς πάνω στο οποίο βασιζόταν αυτή η σταθερότητα και ο περιορισμός ανισοτήτων και… τραπεζιτών.
Παρόλη την κατάρρευση του Μπρέτον Γούντς, η ηγεμονία της Αμερικής μεγεθύνθηκε στη δεύτερη μεταπολεμική φάση που ακολούθησε το Σοκ του Νίξον. Από το 1971 και έπειτα είδαμε την ισχύ των ΗΠΑ να αυξάνεται αναλογικά με τα δύο αμερικανικά ελλείμματα: το εμπορικό έλλειμμα και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού της. Για να χρηματοδοτείται όμως αυτό το διπλό έλλειμμα οι τραπεζίτες έπρεπε να απελευθερωθούν από τους περιορισμούς του Νιού Ντίλ και του Μπρέτον Γούντς. Μόνο έτσι θα ενθαρρύνονταν να διατηρήσουν τις ροές κεφαλαίων (από τον υπόλοιπο κόσμο, μέσω των τραπεζών της Wall street, στις ΗΠΑ) που απαιτούντο για την χρηματοδότηση των δίδυμων αμερικανικών ελλειμμάτων.
Η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας (δηλαδή η ανάδειξη ως κυρίαρχου του χρηματοοικονομικού-τραπεζικού τομέα εις βάρος του βιομηχανικού κεφαλαίου και, βέβαια, της εργασίας) ήταν ο στόχος, ο νεοφιλελευθερισμός έγινε ο ιδεολογικός του μανδύας, οι τεράστιες αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων από τον Πολ Βόλκερ ήταν το μέσον, και οι πολιτικές του Μπιλ Κλίντον (πλήρους απελευθέρωσης των τραπεζιτών) «σφράγισαν» μιας και δια παντός το Φαουστιανό συμβόλαιο πολιτικών και τραπεζιτών. Κάπως έτσι ο διεθνής καπιταλισμός απορρυθμίστηκε, τα κέρδη των τραπεζών εκτινάχτηκαν, οι θέσεις εργασίας στην βιομηχανία αποψιλώθηκαν, οι ανισότητες εκτοξεύτηκαν και η εργασία, μαζί με το παραγωγικό κεφάλαιο, τέθηκαν υπό την απολυταρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου.
Η συγκυρία για την περαιτέρω απορύθμιση του διεθνούς καπιταλισμού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η «συγκόλληση» της ανερχόμενης Κίνας στο διεθνές εμπόριο ουσιαστικά προσέθεσε στις καπιταλιστικές αγορές εργασίας δύο επί πλέον δισεκατομμύρια «φθηνούς» εργαζόμενους, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τους μισθούς των εργαζόμενων στην Δύση και πριμοδοτώντας τα κέρδη. Τα αποτελέσματα αυτού του συνδυασμού ακραίας χρηματιστικοποίησης και υποτίμησης της εργασίας ήταν α) η τεράστια ανισότητα και β) η πρωτοφανής συστημική αστάθεια. Αλλά, τουλάχιστον, η εργατική τάξη της Δύσης είχε πρόσβαση σε φτηνά δάνεια και στην ψευδαίσθηση ότι ίσως τα αποπληρώσουν κάποτε λόγω των αυξανόμενων τιμών των σπιτιών τους.
Και τότε ήρθε το κραχ του 2008, που στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη δημιούργησε βουνά πλεονάζοντος χρήματος και ορδές πλεοναζόντων ανθρώπων. Την ώρα που πολλοί έχαναν τη δουλειά τους, τα σπίτια τους και τις ελπίδες τους, τρισεκατομμύρια αποταμιευμένων κερδών συσσωρεύονταν στα διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα καθώς ο φόβος της ύφεσης σταματούσε τις επενδύσεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν να προστεθούν σε αυτά τα βουνά ιδιωτικού χρήματος τα τρισεκατομμύρια που τύπωναν οι κεντρικές τράπεζες κατά την προσπάθειά τους να διασώσουν τους άφρονες τραπεζίτες και να τονώσουν την παραπαίουσα (λόγω της καθίζησης των επενδύσεων) πραγματική οικονομία.
Με τις επιχειρήσεις και τους θεσμικούς παίχτες τρομοκρατημένους, οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία εξαφανίστηκαν, οι μετοχές των επιχειρήσεων (τις οποίες αγόραζαν οι ίδιες οι εταιρείες κάνοντας χρήση των φτηνών δανείων) εκτοξεύτηκαν, και το πιο πλούσιο 0,1% των δυτικών κοινωνιών απλά δεν πίστευαν στην τύχη τους. Οι υπόλοιποι απλά παρακολουθούν αβοήθητοι τα σταφύλια της οργής «…που γεμίζουν και βαραίνουν, βαραίνουν και ετοιμάζονται για την συγκομιδή» (για να θυμηθούμε και τα Σταφύλια της Οργής του Τζον Στάινμπεκ).
Κι έτσι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, μια πλειοψηφία πολιτών στην Αμερική και στην Ευρώπη, κατέληξαν να είναι πολύ ακριβοί (στα μάτια των εργοδοτών) και ιδιαίτερα υπερχρεωμένοι (στα μάτια των τραπεζιτών) για να είναι κάτι παραπάνω από παρείσακτοι, πλεονάζοντες άνθρωποι. Σαν έτοιμοι από καιρό για κάποιον πολιτικό που θα απευθυνθεί στον θυμό και στην αγωνία τους, ενεργοποιήθηκαν πολιτικά με ένα νεύμα του Ντόναλντ Τραμπ, μ’ ένα ξενοφοβικό κάλεσμα της Μαρί Λε Πεν, με αναφορές στην εικόνα μιας Βρετανίας που μετά το Brexit ξανακυριαρχεί στους πέντε ωκεανούς της γης.
Όσο τα θύματα του Μεγάλου Αποπληθωρισμού αυξάνονται και πληθύνονται, τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα απαξιώνονται, φθίνουν και αντικαθίσταται από δύο νέες πολιτικές παρατάξεις.
Η μία παράταξη εκπροσωπεί την παραδοσιακή «τρόικα» της χρηματιστικοποίησης – παγκοσμιοποίησης – νεοφιλελευθερισμού. Μπορεί η παράταξη αυτή να παραμένει στην εξουσία παντού όμως οι «μετοχές» της στο πολιτικό χρηματιστήριο πέφτουν καθημερινά – κάτι που νιώθουν στο πετσί τους πολιτικοί που εντάσσονται σε αυτήν, όπως ο Ντέιβιντ Κάμερον, η Χίλαρι Κλίντον, όλοι οι ευρωπαίοι επίτροποι, ακόμα και οι υπουργοί της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Τράμπ, η Λεπέν, η δεξιά πτέρυγα των οπαδών του Brexit, οι ακραία συντηρητικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλάντιμιρ Πούτιν, αντιπροσωπεύουν την δεύτερη παράταξη – την Διεθνή του Εθνικισμού, ένα κλασικό κύημα της σημερινής περιόδου οικονομικού αποπληθωρισμού αποτελούμενο από άτομα και σχήματα που βρίσκουν κοινό τόπο στην περιφρόνηση προς την φιλελεύθερη δημοκρατία και την αποφασιστικότητά τους να την συντρίψουν.
Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο παρατάξεων είναι ταυτόχρονα πραγματική και αποπροσανατολιστική.
Η μάχη, παραδείγματος χάριν, μεταξύ Κλίντον και Τράμπ είναι πραγματική, όπως και η μάχη μεταξύ της Ε.Ε. και των οπαδών του BREXIT. Όμως οι «μονομάχοι» είναι συνένοχοι, όχι εχθροί, σε μια διαδικασία που επεκτείνει την ατελείωτη αλληλοενίσχυση και των δύο, καθώς κάθε μία από τις δύο αυτές παρατάξεις αυτο-ορίζεται ως το αντίθετο της άλλης την οποία, ανταγωνιζόμενη, ενισχύει.
Ο μόνος τρόπος διεξόδου από αυτή την παγίδα είναι μια τρίτη παράταξη, υπό την μορφή μιας Προοδευτικής Διεθνούς, που θα θεμελιώνεται στην αλληλεγγύη μεταξύ μεγάλων πλειοψηφιών όλων των χωρών και ηπείρων, και η οποία θα ξαναζωντανέψει την ιδέα μιας παγκόσμιας σύμπραξης δημοκρατών εναντίον των στενών συμφερόντων που είτε αποπολιτικοποιούν την πολιτική είτε την μπολιάζουν με ξενοφοβία, μισαλλοδοξία και εύκολες αλλά παντελώς λανθασμένες λύσεις. Κάποιοι θα πουν ότι αυτό είναι ουτοπικό. Αξίζει όμως να σταθούμε μια στιγμή στο γεγονός ότι οι πρώτες ύλες για μια Προοδευτική Διεθνή υπάρχουν σήμερα.
Η «πολιτική επανάσταση» του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, η ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν στο εργατικό κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το DiEM25 στην Ευρώπη γενικότερα… αυτοί είναι οι προάγγελοι ενός διεθνούς προοδευτικού κινήματος που μπορεί να καθορίσει το διανοητικό θεμέλιοπάνω στο οποίο οι απανταχού δημοκράτες έχουν την δυνατότητα να χτίσουν την νέα Προοδευτική Διεθνή. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι είναι νωρίς, ότι είμαστε στα πρώτα στάδια. Επί πλέον βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τηντρομακτική αντίδραση της διεθνούς «τρόικας»: Δείτε την απαράδεκτη συμπεριφορά της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος στον Σάντερς , την προσπάθεια αντικατάστασης του Κόρμπιν από έναν πρώην λομπίστα πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών , την καμπάνια προσαγωγής μου σε εισαγγελλείς και εξεταστικές επιτροπές επειδή αντιστάθηκα στα τοξικά σχέδια της τρόικας για την Ελλάδα.
Ο Μέγας Αποπληθωρισμός θέτει ένα μέγα ερώτημα: Θα τα καταφέρει η ανθρωπότητα να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα νέο, τεχνολογικά προηγμένο, πράσινο Μπρέτον Γουντς – δηλαδή ένα παγκόσμιο σύστημα που θα καταστήσει τον πλανήτη Γη οικολογικά και οικονομικά βιώσιμο; Ή θα χρειαστεί να προπορευτούν, σαν σε μια απάνθρωπη κουστωδία, ανθρώπινα θύματα αντίστοιχα εκείνων που γέννησαν το αρχικό Μπρέτον Γουντς;
Αν εμείς -οι προοδευτικοί διεθνιστές- δεν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, ποιός θα το απαντήσει; Οι δύο κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, που τώρα συγκρούονται για την νομή της εξουσίας, δεν σκοπεύουν καν να το θέσουν.