Η συζήτηση για επιβολή φορολογίας στα υψηλά κέρδη των τραπεζών, τα οποία έχουν καταγράψει σημαντική αύξηση από το 2022 και μετά, μπορεί στην Ελλάδα να έχει ανοίξει εσχάτως, στην Ευρώπη ωστόσο εδώ και καιρό και σχεδόν οι μισές χώρες της ΕΕ των 27 έχουν προχωρήσει σε επιπλέον φορολόγηση, όπως αποκαλύπτει έκθεση του ΔΝΤ, που φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας το topontiki.gr.
Στόχος των χωρών αυτών είναι να καλύψουν κρατικά ελλείμματα που έχουν δημιουργηθεί, από σειρά γεγονότων, όπως η επιτάχυνση του πληθωρισμού μετά την εισβολή στην Ουκρανία και η απότομη άνοδος των επιτοκίων.
Κάτι που σημαίνει ότι η περαιτέρω (έκτακτη) φορολόγηση των τραπεζών όταν το κράτος (η κυβέρνηση δηλαδή) θεωρεί πως επιβάλλεται για διάφορους ισχυρούς λόγους – στην Ελλάδα και για κοινωνική δικαιοσύνη – είναι μία ορθή και διαδεδομένη πολιτική. Άρα η επιχειρηματολογία ότι “κινδυνεύουν” οι τράπεζες ή “θα δοθεί λάθος σήμα στις αγορές” δεν ευσταθεί.
Το συνολικό ύψος των εκτάκτων φόρων που έχουν επιβληθεί από τις 12 χώρες εκτιμάται ότι έχουν αποφέρει ή θα αποφέρουν έσοδα ύψους 6,7 δις.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, μεταξύ των άλλων, η έκθεση του ΔΝΤ που φέρει τον τίτλο «Τραπεζικά κέρδη και τραπεζικοί φόροι στην ΕΕ», οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν αυξανόμενες πιέσεις για τη διαχείριση μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την ανταπόκριση στις πολιτικοοικονομικές προκλήσεις, οδηγώντας στην εισαγωγή νέων φόρων στον τραπεζικό τομέα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στην ίδια έκθεση πάντως αναφέρεται ότι η εφαρμογή τραπεζικών φόρων έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δυνητική αρνητική τους επίδραση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ειδικότερα, οι τράπεζες που δεν διατηρούν ικανοποιητικά κέρδη και αποτιμώνται από τους επενδυτές με σημαντική έκπτωση ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στη συγκέντρωση νέων κεφαλαίων ή στη δημιουργία αποθεμάτων ασφαλείας όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Στην έκθεση καταγράφεται και αναλύονται οι νέοι τραπεζικοί φόροι στην Ευρώπη, αναδεικνύοντας τη σημαντική ποικιλομορφία στον σχεδιασμό τους. Τονίζεται επίσης από το ΔΝΤ οι επιμέρους συμβιβασμοί που συνεπάγεται ο σχεδιασμός τέτοιων φόρων, ενώ προτείνεται ως εναλλακτική ή συμπληρωματική πολιτική λύση η αξιοποίηση των προσωρινών υψηλών κερδών των τραπεζών για την ενίσχυση των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, όπου υφίσταται περιθώριο για μια τέτοια πρωτοβουλία.
Τα βασικά στοιχεία της Έκθεσης του ΔΝΤ
Από το 2023, σχεδόν οι μισές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12 από τις 27) έχουν εισαγάγει νέους φόρους στις τράπεζες, στο πλαίσιο των προσωρινά υψηλών τραπεζικών κερδών. Στην έκθεση αναλύεται η δομή αυτών των φόρων, αναδεικνύοντας την ουσιαστική ετερογενή προσέγγιση στον σχεδιασμό τους ανάλογα την χώρα.
Ένας από τους βασικούς άξονες διαφοροποίησης είναι η φορολογική βάση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τραπεζικές υποχρεώσεις ή περιουσιακά στοιχεία, τραπεζικά κέρδη ή υπερβάλλοντα κέρδη, καθαρά έσοδα από τόκους (NII) ή πλεόνασμα NII, καθώς και συνολικά καθαρά έσοδα ή πλεονάζοντα καθαρά έσοδα.
Επιπλέον, η διαφοροποίηση επεκτείνεται στους φορολογικούς συντελεστές, τη διάρκεια ισχύος των φόρων και το συνολικό βάρος τους για τον τραπεζικό τομέα, όπως αυτό αποτυπώνεται στα δημοσιονομικά έσοδα των κυβερνήσεων.
Για την τεκμηρίωση της επιβάρυνσης αυτών των νέων φόρων στις χώρες της ΕΕ, χρησιμοποιείται η ετήσια αξία του φόρου ως ποσοστό των σταθμισμένων για τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (RWA) των τραπεζών.
Αυτή η μεθοδολογία επιτρέπει την εκτίμηση της επίδρασης των φόρων στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, υπό την αυστηρή υπόθεση ότι τα έσοδα από τους φόρους θα μπορούσαν εναλλακτικά να χρησιμοποιηθούν ως τραπεζικό κεφάλαιο.
Τονίζεται επίσης από το ΔΝΤ, ότι αυτή η ερμηνεία υπόκειται σε περιορισμούς, καθώς ένας εναλλακτικός αντίλογος είναι ότι τα φορολογικά ποσά θα μπορούσαν να έχουν διανεμηθεί στους μετόχους των τραπεζών μέσω μερισμάτων ή επαναγορών μετοχών.
Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή παρέχει ένα συνεκτικό και φειδωλό εργαλείο για τη σύγκριση των φορολογικών συντελεστών μεταξύ διαφορετικών χωρών.
Τρεις χώρες έχουν εισαγάγει φόρους επί των μετοχών, εστιάζοντας στις τραπεζικές υποχρεώσεις ή στα τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία:
- Βέλγιο: Το Βέλγιο αύξησε το φορολογικό συντελεστή σε συγκεκριμένες τραπεζικές υποχρεώσεις από 0,13% σε 0,17%. Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν κυρίως καταθέσεις («υποχρεώσεις προς πελάτες»), οι οποίες αντιστοιχούν σε περίπου τα ¾ των συνολικών υποχρεώσεων των βελγικών τραπεζών. Αυτή η αλλαγή προβλέπεται να αποφέρει ετησίως 150 εκατ. ευρώ σε φορολογικά έσοδα, που αντιστοιχούν στο 0,04% του σταθμισμένου κατά τον κίνδυνο ενεργητικού (Risk-Weighted Assets, RWA). Στόχος είναι η επίτευξη ενός προκαθορισμένου δημοσιονομικού ποσού μέσω της ετήσιας προσαρμογής των φορολογικών συντελεστών.
- Ολλανδία: Η Ολλανδία αύξησε τον φόρο στις βραχυπρόθεσμες τραπεζικές υποχρεώσεις (διάρκεια μικρότερη του 1 έτους) στο 0,06%, ενώ στις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις (διάρκεια άνω του 1 έτους) στο 0,03%, από 0,04% και 0,02% αντίστοιχα. Εξαιρούνται οι υποχρεώσεις σε μορφή καταθέσεων και ιδίων κεφαλαίων. Ο αναμενόμενος ετήσιος φόρος ανέρχεται σε 150 εκατ. ευρώ (0,02% του RWA). Οι φόροι αυτοί χαρακτηρίζονται από μικρό δημοσιονομικό αντίκτυπο και θεωρούνται μόνιμοι.
- Σλοβενία: Η Σλοβενία θέσπισε φόρο 0,2% επί των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, με ανώτατο όριο το 30% των προ φόρων τραπεζικών κερδών. Ο φόρος ισχύει για πέντε έτη και αποσκοπεί στη χρηματοδότηση της ανασυγκρότησης μετά τις πλημμύρες του Αυγούστου 2023. Τα αναμενόμενα ετήσια έσοδα ανέρχονται σε 100 εκατ. ευρώ (0,3% του RWA).
Φόροι επί ροών: Τραπεζικά κέρδη, καθαρά επιτοκιακά έσοδα (Net Interest Income, NII) ή καθαρά έσοδα
- Εσθονία: Οι τράπεζες υποχρεώνονται να καταβάλουν μερίσματα υποκείμενα σε εταιρικό φόρο εισοδήματος (Corporate Income Tax, CIT) με συντελεστή 20% το 2024 και 22% το 2025. Οι συνολικές πληρωμές των τραπεζών υπολογίζεται ότι θα ανέρχονται σε 120 εκατ. ευρώ ετησίως (0,3% του RWA).
- Λετονία: Η Λετονία εφαρμόζει φόρο 20% στα τραπεζικά κέρδη το 2024. Επίσης, εισάγει εφάπαξ τέλος 0,5% επί των εκκρεμών υποθηκών, εφόσον οι τράπεζες δεν μειώσουν τα επιτόκια στεγαστικών δανείων κατά 50% για το 2024. Τα έσοδα υπολογίζονται σε 210 εκατ. ευρώ (0,9% του RWA και 0,8% των τραπεζικών κερδών).
- Λιθουανία: Εισήγαγε φόρο 60% στα «πλεονάζοντα» NII, δηλαδή στα ποσά που υπερβαίνουν κατά 50% τον μέσο όρο του 2018-2022. Τα έσοδα ανέρχονται σε 250 εκατ. ευρώ (1,2% του RWA).
Άλλες χώρες της ΕΕ:
- Τσεχία: Επιβάλλει φόρο 60% στα «πλεονάζοντα» κέρδη για τα έτη 2023-2025, με αναμενόμενα έσοδα 600 εκατ. ευρώ ετησίως (0,5% του RWA).
- Ουγγαρία: Εφάρμοσε φόρο 10% στα καθαρά έσοδα το 2022, μειώνοντάς τον σε 8% το 2023. Για το 2024, εισάγεται προοδευτικός φόρος με ανώτατο συντελεστή 30%. Τα αναμενόμενα έσοδα ανέρχονται σε 640 εκατ. ευρώ (0,6% του RWA).
- Ρουμανία: Εισήγαγε φόρο 2% στα καθαρά τραπεζικά έσοδα για το 2024-2025, μειούμενο στο 1% το 2026. Αναμένονται έσοδα 160 εκατ. ευρώ το 2024 (0,2% του RWA).
- Σλοβακία: Εισήγαγε τραπεζικό φόρο 30% το 2024, μειούμενο κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως έως το 2027. Αναμένονται έσοδα 340 εκατ. ευρώ (0,8% του RWA).
- Ισπανία: Εφάρμοσε προσωρινό φόρο 4,8% στα καθαρά τραπεζικά έσοδα για την περίοδο 2023-2025, με πρόθεση μόνιμης εφαρμογής. Τα έσοδα για το 2023 ανέρχονται σε 1,2 δις ευρώ (0,1% του RWA).
- Ιταλία: Εφάρμοσε εφάπαξ φόρο 40% στα «πλεονάζοντα» NII για το 2023, με δυνατότητα επιλογής χρήσης των ποσών για συσσώρευση κεφαλαίου Tier 1. Αναμένονται έσοδα 3 δις ευρώ (0,25% του RWA).
Ο συνοδευτικός πίνακας συνοψίζει τα φορολογικά χαρακτηριστικά, τη διάρκεια και τα αναμενόμενα έσοδα, τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 0,25% και 1% του τραπεζικού RWA ανά έτος.
Νέοι τραπεζικοί φόροι: ανάλυση κερδοφορίας και αντίκτυπου
Όλες οι χώρες που εισήγαγαν νέους τραπεζικούς φόρους παρουσίασαν τραπεζική κερδοφορία ανώτερη του μέσου όρου, όπως καταδεικνύεται από τον Δείκτη Απόδοσης Περιουσιακών Στοιχείων (ROA), σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η υιοθέτηση των εν λόγω φόρων έγινε σε χώρες όπου οι τράπεζες διέθεταν, συγκριτικά με άλλες χώρες, αυξημένη ικανότητα εκπλήρωσης των σχετικών φορολογικών υποχρεώσεων.
Παράλληλα, αρκετές από αυτές τις χώρες εμφανίζουν επίπεδα τραπεζικού κεφαλαίου χαμηλότερα του μέσου όρου, στοιχείο που μπορεί να αντανακλά την πρόθεση των αρχών να ενθαρρύνουν τη διοχέτευση των προσωρινά αυξημένων κερδών στην ενίσχυση του κεφαλαίου των τραπεζών.
Σύγκριση νέων και υφιστάμενων τραπεζικών φόρων
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ, τα στοιχεία αναδεικνύουν τη σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των υφιστάμενων τραπεζικών φόρων, τόσο ως ποσοστό των Σταθμισμένων Ενεργητικών Κινδύνου (RWA), όσο και ως μερίδιο των τραπεζικών κερδών, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ετερογένεια αυτή δύναται να συμβάλει σε ανομοιογένεια ανταγωνιστικών συνθηκών για τράπεζες προερχόμενες από διαφορετικές χώρες, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς και της ατελούς τραπεζικής ένωσης.
Σε υποθετικό επίπεδο, οι νέοι τραπεζικοί φόροι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ευκαιρία εξισορρόπησης των συνθηκών ανταγωνισμού στη φορολόγηση των τραπεζών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα διαθέσιμα στοιχεία, ωστόσο, παρουσιάζουν μικτή εικόνα. Από τη μία πλευρά, πολλές χώρες που εισήγαγαν νέους φόρους είχαν ήδη υψηλότερους του μέσου όρου υφιστάμενους φόρους ως ποσοστό των RWA. Από την άλλη πλευρά, σε αρκετές από αυτές τις χώρες, η τραπεζική κερδοφορία ήταν άνω του μέσου όρου, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι υφιστάμενοι φόροι τους, ως ποσοστό των τραπεζικών κερδών, ήταν χαμηλότεροι από τον μέσο όρο.
Από αυτή την οπτική, οι νέοι φόροι στις τράπεζες φαίνεται ότι συνέβαλαν, τουλάχιστον εν μέρει, στην προσωρινή εξισορρόπηση των εσόδων που προκύπτουν από τη φορολόγηση των τραπεζών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.