Αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο καταγράφεται το πρώτο πεντάμηνο του 2025, γεγονός που αποτυπώνει τη συνεχιζόμενη οικονομική πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και την ανάγκη για βελτίωση των μηχανισμών είσπραξης και στήριξης φορολογουμένων.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, από τον Ιανουάριο έως και τον Μάιο δημιουργήθηκαν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 3,74 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 3,52 δισ. αφορούν απλήρωτους φόρους, γεγονός που υποδεικνύει καθυστερήσεις στην εξόφληση βασικών φορολογικών υποχρεώσεων, ενδεχομένως λόγω ρευστότητας ή προτεραιοτήτων σε άλλες υποχρεώσεις (όπως δάνεια, καύσιμα, ενέργεια, λειτουργικά έξοδα κ.λπ.).
Το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών προς την εφορία ανήλθε στα 110,78 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, περίπου 26,35 δισ. ευρώ έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτα είσπραξης (λόγω παλαιότητας, πτωχεύσεων, ή νομικών εμποδίων), με αποτέλεσμα το καθαρό, θεωρητικά εισπράξιμο υπόλοιπο να διαμορφώνεται στα 84,43 δισ. ευρώ.
Μεγάλος αριθμός οφειλετών, περιορισμένη ανταπόκριση
Ο αριθμός των φορολογουμένων με ληξιπρόθεσμες οφειλές παραμένει υψηλός, με 4.039.334 φυσικά και νομικά πρόσωπα να βρίσκονται στη σχετική λίστα. Περισσότεροι από τους μισούς (2.210.202) είναι σε καθεστώς δυνητικών κατασχέσεων, ενώ 1.601.659 έχουν ήδη βρεθεί αντιμέτωποι με αναγκαστικά μέτρα, όπως κατασχέσεις καταθέσεων ή ακινήτων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει μια ενεργή αλλά επιλεκτική προσπάθεια είσπραξης, που ενδέχεται να επηρεάζει με άνισο τρόπο μικρούς και μεσαίους οφειλέτες.
Εισπρακτική προσπάθεια με υψηλούς στόχους
Παρά τις δυσκολίες, η ΑΑΔΕ κατέγραψε εισπράξεις 3,8 δισ. ευρώ από παλαιά και νέα ληξιπρόθεσμα χρέη κατά το πρώτο πεντάμηνο, προσεγγίζοντας τον φετινό εισπρακτικό στόχο των 6 δισ. ευρώ. Ο σχεδιασμός της Ανεξάρτητης Αρχής περιλαμβάνει:
- είσπραξη τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ από παλαιές οφειλές
- στοχευμένες δράσεις 700 εκατ. ευρώ προς μεγάλους οφειλέτες
- 28 εκατ. ευρώ από χρέη προς την Τελωνειακή Διοίκηση
- είσπραξη περίπου 1/3 (33%) των νέων ληξιπρόθεσμων χρεών
Οι στόχοι κρίνονται φιλόδοξοι αλλά αναγκαίοι για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Ωστόσο, η σταθερή δημιουργία νέων οφειλών δείχνει ότι η βραχυπρόθεσμη εισπρακτική αποτελεσματικότητα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από μακροχρόνια σταθερότητα.
Ρυθμίσεις: Περιορισμένη συμμετοχή και άνιση κατανομή
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η εικόνα στο πεδίο των ρυθμίσεων, όπου καταγράφεται μικρή πρόοδος. Μέχρι τα τέλη Μαΐου, είχαν ρυθμιστεί μόλις 3,62 δισ. ευρώ ή το 4,3% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Η χαμηλή αυτή συμμετοχή γεννά ερωτήματα για την ελκυστικότητα ή την καταλληλότητα των υφιστάμενων ρυθμίσεων.
Από την ανάλυση προκύπτουν τα εξής:
- Το μεγαλύτερο μέρος των ρυθμισμένων οφειλών (35,2%) εντοπίζεται σε ποσά μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ, με τις ρυθμίσεις μεταξύ 2.000 και 3.000 ευρώ να αποτελούν το 19,8% αυτής της κατηγορίας.
- Τα φυσικά πρόσωπα ρυθμίζουν κυρίως μικρομεσαία ποσά (500 – 10.000 ευρώ), ενώ τα νομικά πρόσωπα εμφανίζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα στις ρυθμίσεις μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ.
- Ελάχιστες είναι οι ρυθμίσεις σε πολύ χαμηλά ποσά (κάτω των 500 ευρώ), αλλά και σε υψηλές οφειλές (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα), κάτι που δείχνει ότι είτε η δυνατότητα αποπληρωμής είναι περιορισμένη είτε οι προβλεπόμενες λύσεις δεν θεωρούνται βιώσιμες.
Η εικόνα που προκύπτει είναι σύνθετη. Από τη μία, η ΑΑΔΕ φαίνεται να εντείνει την εισπρακτική της προσπάθεια και να επιτυγχάνει σημαντικά αποτελέσματα, παρά τις προκλήσεις. Από την άλλη, η συνεχής δημιουργία νέων οφειλών, η περιορισμένη ένταξη σε ρυθμίσεις και ο μεγάλος αριθμός φορολογουμένων που παραμένουν σε αδυναμία πληρωμής, αναδεικνύουν την ανάγκη για πιο στοχευμένες πολιτικές.



