Καμιά ώρα τώρα, κάθομαι μπρος την άδεια σελίδα. Λευκή, ψυχρή, άψυχη, σχεδόν εχθρική μου φαίνεται. Θέλω να τη γεμίσω με κείνα τα μαύρα σημαδάκια που πηδάν το ένα δίπλα στ’ άλλο και σχηματίζουν λέξεις, φράσεις, νοήματα, δίνοντας ζωή σε τούτο τ’ άσπρο και νεκρό κενό μπροστά μου. Πολλές φορές ξεκίνησα να γράφω απόψε, πολλές φορές σταμάτησα. Δεν βρίσκω τον τρόπο, το κλειδί που θα μ’ ανοίξει την πόρτα της έκφρασης.Πως άλλωστε να μπορέσουν λίγα γράμματα, όσο περίτεχνα και να τα ταιριάξω, να μεταφέρουν τη μαυρίλα τη ψυχής μου; Κι αν ακόμα μπορέσουν, πώς να τολμήσω να τ’ αντικρίσω εκεί αραδιασμένα, γυμνά, σε κοινή θέα; Φοβάμαι.
Φοβάμαι μην και είναι μεταδοτική ετούτη η μαυρίλα, το πλάκωμα της ψυχής, και πάρω κι άλλους στο λαιμό μου. Φοβάμαι μην και τα διαβάσω εγώ ο ίδιος και αναγκαστώ να τα παραδεχτώ. Φοβάμαι μην τα δουν και τα παιδιά μου, και τι χειρότερο, να νοιώσουν πως τα πρόδωσα.
Σήμερα είπαν, αυτοκτόνησε ακόμα ένας απογοητευμένος συμπολίτης μας. Είπαν ακόμα πως κι άλλα μέτρα λιτότητας και φτωχοποίησης ακολουθούν. Μίλησαν και για χιλιάδες νέους άνεργους, φαλιρισμένα μικρομάγαζα, οικογένειες χωρίς στέγη και τροφή. Έθιξαν ακόμα και το θέμα του κουρέματος των χρεών των κομμάτων, και την κούρσα διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ που τρέχει ο Βενιζέλος μόνος του. Α, παραλίγο να ξεχάσω, μας είπαν και να μην γκρινιάζουμε γιατί αλλιώς δεν έρχονται οι τουρίστες. Κα κάτι για εκλογές λέγανε αλλά δεν άκουσα.
Το πρωί έδωσα το τελευταίο μου ευρώ στο μικρό μου γιό για το εισιτήριο του λεωφορείου. Η κόρη μου, θα πάει με τα πόδια μου είπε. Έφυγε νωρίς, για να προλάβει. Μάλλον δεν ήθελε να με πληγώσει, είναι μεγάλη τώρα, δεκαοκτώ, καταλαβαίνει. Ελπίζω σήμερα να βγει το μεροκάματο, αλλιώς θα φάμε πάλι ξερό ψωμί, ευτυχώς, έχουμε λάδι και κάτι περσινές ελιές. Φέρνει κι ένας φίλος κάτι αυγά απ’ το χωριό κάθε τόσο.
Το μεσημέρι μου τηλεφώνησε ο μεγάλος, φαντάρος σε νησί. Δεν πειράζει λέει που δεν έχει φράγκο τσακιστό, θα μείνει μέσα στην έξοδο, να του προσέχω τη μάνα του και να μην στεναχωριέμαι. Καλό παιδί, μετρημένο. Με ρώτησε επίσης αν μαθαίνω νέα απ’ την Αθήνα, από το «κίνημα». Θα γίνει κάτι επιτέλους, θα σηκωθεί ο κόσμος όρθιος, θα παλέψουμε; Τι να του πω, υπομονή και κουράγιο. Δεν έχω να του πω τίποτα άλλο.
Έχω και τους γέρους, με μια σύνταξη της μάνας μου, ογδοντάρηδες και οι δύο τώρα, τι να σου κάνουν. Ο γέρος μου, παλιός κομμουνιστής, κυνηγημένος όλη του τη ζωή, φυλακή στη χούντα, από μεροκάματο σε μεροκάματο, μην φανταστείς, οικοδομή και τέτοια. Αρνήθηκε σύνταξη αντιστασιακού, τώρα κοιτάζει το μέλλον για τα εγγόνια του όλο φόβο και αγωνία. Ακόμα και τώρα δεν μπορεί να πιστέψει πόσο πίσω γυρίσαμε. Τι γίνανε οι αγώνες;
Τι να κάνω; Πώς να σταθώ; Που;
Οι φίλοι, λίγοι και σε χειρότερη θέση. Οι συγγενείς αλλού, δεν έχω σχέση. Ποιος θα με στηρίξει τώρα; Ποιος θα σταθεί στο πλάι μου; Νιώθω τελείως άχρηστος, ανίκανος να δράσω, να παλέψω. Μα το χειρότερο, είναι πως νιώθω μόνος. Βασανιστικά και απάνθρωπα μόνος. Μην παρεξηγηθώ, και η γυναίκα μου δίπλα μου είναι και τα παιδιά, μα δεν αρκεί.
Τούτο το κενό στη ψυχή μου δεν γεμίζει με έρωτα, μήτε μ’ αγάπη. Δεν φτάνει η οικογένεια, ούτε οι λίγοι φίλοι για να νικήσω τη μαυρίλα. Κι αυτό είναι το κόλπο τους, αυτό ζητάνε. Να ‘μαστε μόνοι, ο καθένας μας κλεισμένος στο καβούκι του, να περιμένει καρτερικά ένα ψίχουλο, με μια ελπίδα φρούδα.
Σκέφτομαι όλο και πιο συχνά τελευταία, να βγω έξω μ’ ένα παλούκι, ένα μαχαίρι, κάτι τέλος πάντων, και ν’ αρχίσω το καθάρισμα. Θα προλάβω κάμποσους μέχρι να με τελειώσουν. Μα έτσι τίποτα δεν άλλαξε κι ούτε θ’ αλλάξει.
Το ξέρω πλέον, το έμαθα σκληρά κι επίπονα. Και το φωνάζω, και το γράφω και το τραγουδώ στα μοιρολόγια μου. Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν αλλάζει. Ως πότε θα φοβάμαι;
Μα η απάντηση κρέμεται απ’ τα χείλη σου. Ναι, τα δικά σου Εσύ που με διαβάζεις. Εσύ ξέρεις! Το νιώθεις κάθε πρωί που δίνεις ένα ευρώ στο παιδί σου για το λεωφορείο, το νιώθεις κάθε φορά που αρκείσαι στο ξερό ψωμί, κάθε στιγμή που αντικρίζεις τον απογοητευμένο σου πατέρα, μάνα, αδελφό. Το ‘χεις από καιρό τώρα καταλάβει, αλλά και συ, όπως κι εγώ, φοβάσαι, τρέμεις για το αύριο. Όχι εκείνο που ονειρεύεσαι αλλά εκείνο που σου ετοιμάζουν, εκείνο που είναι κάθε μέρα και χειρότερο από το σήμερα.
Την έχεις την απάντηση, μα δεν την μολογάς. Πώς άλλωστε να τολμήσεις να την αντικρίσεις εκεί αραδιασμένη, γυμνή, σε κοινή θέα; Φοβάσαι.
Σαν έρθει η ώρα όμως, θυμήσου, να την φωνάξεις δυνατά. Μην τρέμει η φωνή σου, μην ψιθυρίσεις. Πολλοί είναι αυτοί που περιμένουν. Πολλοί που θέλουν οι ίδιοι να την πουν αλλά σαν και σένα, σαν και μένα, δεν τολμούν, και περιμένουν, κάποιος να βγει να τη φωνάξει. Κάποιος να κάνει την αρχή. Ας είσαι εσύ, ας είμαι εγώ, ας είμαστε μαζί.
Γιατί αν ενώσουμε τους φόβους μας θα βγάλουμε την πιο δυνατή φωνή. Φωνή ικανή να διώξει όλων το φόβο, και κάθε ενός η φωνή που θα ενώνεται με τη δική μας, θα καθαρίζει όλο και πιο βαθιά την μαυρίλα από τις ψυχές μας.
Και απ’ τις ζωές μας.
http://methexis-erratum.blogspot.com