Στις 11 Ιουλίου 2025, οι δημοσιογράφοι του New York Times, Πάτρικ Κίνγκσλεϊ, Ρόνεν Μπέργκμαν και Νάταν Οντενχάιμερ, παρουσίασαν μια εκτενή έρευνα που αποκαλύπτει πώς ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου φέρεται να παρέτεινε τον πόλεμο στη Γάζα για να εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση.
Η έρευνα, βασισμένη σε συνεντεύξεις με περισσότερους από 110 αξιωματούχους σε Ισραήλ, ΗΠΑ και αραβικό κόσμο, καθώς και στην ανάλυση δεκάδων εγγράφων, αποκαλύπτει τις στρατηγικές αποφάσεις του Νετανιάχου που επηρέασαν τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου. Ο πόλεμος στη Γάζα, που ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου 2023, έχει προκαλέσει τεράστιες ανθρωπιστικές συνέπειες, με τουλάχιστον 55.000 νεκρούς, μεταξύ των οποίων πολλοί άμαχοι, και έχει οδηγήσει σε διεθνή κατακραυγή με το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να εξετάζει κατηγορίες για γενοκτονία και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης για τον Νετανιάχου.
Ο πόλεμος ξεκίνησε με την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, που κόστισε τη ζωή σε περίπου 1.200 ανθρώπους και οδήγησε στην απαγωγή 250 ομήρων. Η επίθεση αυτή θεωρήθηκε η πιο φονική στρατιωτική αποτυχία στην ιστορία του Ισραήλ, θέτοντας τον Νετανιάχου σε δεινή θέση. Ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν ότι ο πόλεμος θα τερματιζόταν στις αρχές του 2024, οι αποφάσεις του Νετανιάχου φαίνεται ότι συνέβαλαν στη συνέχιση και επέκτασή του.
Η Πολιτική Επιβίωση του Νετανιάχου
Ο Νετανιάχου, που από το 2020 αντιμετώπιζε δίκη για διαφθορά, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εύθραυστη κυβερνητική πλειοψηφία. Η συμμαχία του εξαρτιόταν από ακροδεξιούς υπουργούς, όπως ο Μπεζαλέλ Σμότριτς και ο Ιτάμαρ Μπεν-Γκβιρ, οι οποίοι υποστήριζαν τη συνέχιση του πολέμου και την επανεγκατάσταση εβραϊκών οικισμών στη Γάζα. Η αποτυχία διατήρησης της συμμαχίας αυτής θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές, στις οποίες οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν ήττα του.
Η «Συμφωνία Παραίτησης» που Δεν Έγινε Ποτέ
Τον Απρίλιο του 2024, έξι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, ο Νετανιάχου φάνηκε έτοιμος να στηρίξει μια συμφωνία κατάπαυσης πυρός. Είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο, μέσω των οποίων περισσότεροι από 30 όμηροι θα απελευθερώνονταν, ενώ θα ανοίγονταν παράθυρο διαλόγου για μόνιμη ειρήνη με τη Χαμάς και εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία. Όμως, η πολιτική του επιβίωση βρισκόταν σε κίνδυνο.
Η συμμαχία του με την άκρα δεξιά, συμπεριλαμβανομένων των Σμοτριτς και Μπεν-Γκβιρ, απειλούσε να καταρρεύσει σε περίπτωση παραχωρήσεων. Ο Σμοτριτς, παρών στη συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου, απείλησε ανοιχτά: «Αν προχωρήσεις σε τέτοια συμφωνία, δεν έχεις πια κυβέρνηση». Ο Νετανιάχου υπαναχώρησε. «Όχι, δεν υπάρχει τέτοιο σχέδιο», ψιθύρισε στους συμβούλους του: «Μην το παρουσιάσετε».
Η Διεθνής Διάσταση
Η συνέχιση του πολέμου επηρέασε τις σχέσεις του Ισραήλ με διεθνείς εταίρους, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, αν και αρχικά υποστήριξε το Ισραήλ, εξέφρασε απογοήτευση για την αδυναμία του Νετανιάχου να τερματίσει τον πόλεμο. Σε μια τηλεφωνική συνομιλία τον Δεκέμβριο του 2023, ο Μπάιντεν φέρεται να είπε: «Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τη Νορβηγία, δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε τη συνομιλία», όταν ο Νετανιάχου αρνήθηκε να συνεργαστεί με τη Νορβηγία για τη χρηματοδότηση της Παλαιστινιακής Αρχής.
Η Στρατηγική της Επιβίωσης
Πριν από την έναρξη του πολέμου, ο Νετανιάχου προωθούσε μια αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, η οποία προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις και αποδυνάμωσε τη στρατιωτική ετοιμότητα του Ισραήλ. Σύμφωνα με την έρευνα, η εσωτερική κρίση που προκλήθηκε από αυτή τη μεταρρύθμιση ενίσχυσε την αντίληψη των εχθρών του Ισραήλ, όπως η Χαμάς, ότι η χώρα ήταν ευάλωτη. Έκθεση της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών τον Ιούλιο του 2023 προειδοποιούσε για επικείμενο κίνδυνο, αλλά ο Νετανιάχου την αγνόησε, δίνοντας προτεραιότητα στην πολιτική του επιβίωση.
Η έρευνα αποκαλύπτει πώς ο Νετανιάχου εκμεταλλεύτηκε τον πόλεμο για να ενισχύσει τη θέση του. Αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον κεντρώο πολιτικό αντίπαλο Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος πρότεινε σχηματισμό κυβέρνησης ενότητας με την προϋπόθεση απομάκρυνσης των ακροδεξιών υπουργών. Αντ’ αυτού, συνεργάστηκε με κεντρώους πρώην στρατιωτικούς, όπως ο Μπένι Γκαντς και ο Γκάντι Αϊζενκότ, οι οποίοι δεν απαίτησαν την απομάκρυνση των Σμότριτς και Μπεν-Γκβιρ, εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση της επιρροής της ακροδεξιάς.
Οι Αποφάσεις του Νετανιάχου
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Νετανιάχου φέρεται να καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση πυρός, αγνοώντας τις συμβουλές των ανώτερων στρατιωτικών του. Τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2024, ενώ οι στρατηγοί του υποστήριζαν ότι δεν υπήρχε περαιτέρω στρατιωτικό όφελος από τη συνέχιση του πολέμου, ο Νετανιάχου επέμεινε σε νέους στρατιωτικούς στόχους, όπως την κατάληψη της Ράφα και του διαδρόμου Φιλαδέλφι. Αυτές οι αποφάσεις, σύμφωνα με την έρευνα, επηρεάστηκαν από την ανάγκη του να διατηρήσει την υποστήριξη των ακροδεξιών συμμάχων του.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα της έρευνας είναι οι προσπάθειες του Νετανιάχου να διαμορφώσει την ιστορική αφήγηση υπέρ του. Τον Οκτώβριο του 2023, ο αρχηγός του επιτελείου του, Τζάχι Μπράβερμαν, φέρεται να ζήτησε την αλλαγή των αρχείων τηλεφωνικών συνομιλιών της 7ης Οκτωβρίου, ώστε να φαίνεται ότι ο Νετανιάχου αντέδρασε πιο άμεσα στην επίθεση της Χαμάς. Επιπλέον, ο εκπρόσωπός του, Ελί Φελντστάιν, διέρρευσε ευαίσθητα έγγραφα της Χαμάς σε γερμανική εφημερίδα, προκειμένου να υπονομεύσει τις διαδηλώσεις υπέρ της κατάπαυσης πυρός.
Η Επίθεση στο Ιράν
Η κορύφωση της πολιτικής ανάκαμψης του Νετανιάχου ήρθε με τον 12ήμερο πόλεμο με το Ιράν τον Ιούνιο του 2025. Η επίθεση, που κατέστρεψε σημαντικό μέρος του πυρηνικού και βαλλιστικού προγράμματος του Ιράν, ενίσχυσε τη θέση του Νετανιάχου στο εσωτερικό του Ισραήλ. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις, ο Νετανιάχου εκμεταλλεύτηκε την αποδυνάμωση των περιφερειακών συμμάχων του Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ και η Συρία, για να προχωρήσει με το σχέδιο. Η στήριξη του νεοεκλεγέντος Προέδρου Τραμπ αποδείχθηκε καθοριστική.
Για να εξασφαλίσει την επιβίωση της κυβέρνησής του, ο Νετανιάχου έπεισε υπερορθόδοξους βουλευτές να μην ψηφίσουν υπέρ της διάλυσης του Κοινοβουλίου, αποκαλύπτοντας το σχέδιο επίθεσης στο Ιράν. Αυτή η κίνηση, σύμφωνα με την έρευνα, υποδεικνύει πώς ο Νετανιάχου χρησιμοποίησε τον πόλεμο ως εργαλείο για να διατηρήσει την εξουσία του.
Η έρευνα του New York Times αποκαλύπτει ότι ο Νετανιάχου, ενώ αντιμετώπιζε σοβαρές κατηγορίες διαφθοράς και εσωτερικές πολιτικές πιέσεις, φέρεται να παρέτεινε τον πόλεμο στη Γάζα για να εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση. Οι αποφάσεις του όχι μόνο επέκτειναν τη διάρκεια του πολέμου, αλλά είχαν και καταστροφικές συνέπειες για τον παλαιστινιακό πληθυσμό και τη διεθνή εικόνα του Ισραήλ. Παρά την επιτυχία του στον πόλεμο με το Ιράν, η κληρονομιά του Νετανιάχου πιθανότατα θα κριθεί από τις ανθρωπιστικές και διπλωματικές συνέπειες του πολέμου στη Γάζα. Η ιστορία αυτή υπογραμμίζει τη σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ προσωπικών, πολιτικών και εθνικών συμφερόντων σε περιόδους κρίσης.
Σημείωση: Το άρθρο βασίζεται σε έρευνα των Πάτρικ Κίνγκσλεϊ, Ρόνεν Μπέργκμαν και Νάταν Οντενχάιμερ, δημοσιευμένη από το New York Times.



