Κατέρρευσε, σύμφωνα με την έκθεση για την Οικονομία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, ο μύθος της εσωτερικής υποτίμησης που θα έφερνε άνθηση στις εξαγωγές. Πρόκειται για μια κατάσταση που ουσιαστικά επέβαλαν εγχώριοι παράγοντες μέσω συμφωνιών ή εντολών που δόθηκαν από τους εκπροσώπους των δανειστών μας στους Ελληνες πολιτικούς που κατήρτισαν τις μνημονιακές πολιτικές των ετών 2010-2014.
Υπενθυμίζεται ότι μία από τις βασικές υποθέσεις της πολιτικής τής εσωτερικής υποτίμησης είναι ότι η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, μέσω της μείωσης του ονομαστικού μέσου μισθού, θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης και συνεπώς σε μείωση της ανεργίας.
Κάπως έτσι μειώθηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις κατά περίπου 45% με στόχο να αυξηθούν οι εξαγωγές. Ομως το μόνο που συνέβη (αφού παρότι έπεσε το κόστος εργασίας δεν μειώθηκαν οι τιμές των εξαγόμενων προϊόντων) ήταν να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους των μεγάλων επιχειρήσεων.
Οπως προκύπτει λοιπόν από την ανάλυση των εμπειρογνωμόνων του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν δημιούργησε απασχόληση αλλά ανεργία. Ωστόσο, μειώθηκε ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ σχεδόν 5%, με πρακτική συνέπεια η διαφορά αυτή να μετατραπεί σε αύξηση του μέσου περιθωρίου κέρδους.
Με άλλα λόγια, επηρεάστηκε η διανομή του εισοδήματος προκαλώντας άνιση κατανομή των επιπτώσεων της κρίσης σε βάρος των εισοδημάτων από εργασία. Ούτε λίγο-ούτε πολύ λοιπόν, τα Μνημόνια 1 & 2 απλώς έδωσαν περισσότερα κέρδη σ’ αυτούς που είχαν μεγάλες επιχειρήσεις.
Μάλιστα, οι μειώσεις των μισθών και του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν οδήγησαν ούτε σε μειώσεις των τιμών των εξαγωγών. Η βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν αποτέλεσμα της σημαντικής περιστολής των εισαγωγών λόγω της δραματικής μείωσης της εγχώριας ζήτησης.
Με απλά λόγια, η κρίση, με τη σύμφωνη γνώμη των βουλευτών την περίοδο 2010-2014, μετατράπηκε σε εργαλείο ώστε να αβγατίσουν τα κέρδη μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας (η οποία ουσιαστικά αποσυντέθηκε) και της ελληνικής οικονομίας (που αδυνατεί να επανέλθει).
Τι θα μπορούσε να συμβεί; Πολύ απλά, εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές προϊόντων για την αντιμετώπιση των ευρύτατα διαδεδομένων ολιγοπωλιακών καταστάσεων της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή μια σημαντική μείωση των τιμών των προϊόντων που θα έδινε ανάσες στην κοινωνία αλλά και στη μικρομεσαία επιχείρηση, η οποία θα έβλεπε αύξηση του τζίρου της από την αύξηση της κατανάλωσης.
Οι μικρομεσαίοι
Ομως επειδή ουδείς έστερξε να προστατεύσει τον Ελληνα εργαζόμενο και τον μικρομεσαίο επιχειρηματία, η μείωση των μισθών συρρίκνωσε την εγχώρια ζήτηση και αύξησε την ανεργία. «Το αποτέλεσμα αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο στο αναπτυξιακό μοντέλο της Ελλάδας, όπου η οικονομική δραστηριότητα προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ζήτηση» παρατηρούν οι εμπειρογνώμονες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Οι συντάκτες της έκθεσης λοιπόν θεωρούν ότι η μείωση του κόστους εργασίας αυξάνει το ποσοστό της ανεργίας. Με άλλα λόγια, οι μειώσεις στον κατώτατο και τον μέσο μισθό και κατ’ επέκταση στο μοναδιαίο κόστος εργασίας είχαν αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας.
Συνεπώς, δεν τεκμηριώνεται εμπειρικά μία από τις θεμελιακές υποθέσεις των προγραμμάτων λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Επιπροσθέτως, η μείωση του κόστους εργασίας όχι μόνο δεν οδήγησε τους εργοδότες στην πρόσληψη περισσότερων μισθωτών εργαζομένων, αλλά συνέβαλε και στην κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης.