Του Στρατή Παπαμανουσάκη
« Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη, τα βαριά της τα σίδερα σπα»
(Γεώργιος Παράσχος, Ύμνος της Κρήτης)
Οι άνθρωποι γεννιούνται με την τύχη τους, με τις δυνάμεις και το ριζικό τους. Ο κρητικός γεννιέται με μια μεγάλη ευθύνη, να συνεχίσει την ιστορία, να παλέψει, να σταθεί αντάξιος της Κρήτης. Γιατί η Κρήτη έχει μια μεγάλη ιστορία, μια μεγάλη παράδοση, ένα μεγάλο πολιτισμό, που αιώνες τώρα κρατά ενωμένες τις γενιές των κρητικών στον αγώνα για τη ζωή, για την αντίσταση, για την ελευθερία. Ήταν τότε που γεννήθηκα, που η ευθύνη των κρητικών ήταν πολύ βαριά, ασήκωτη, αβάστακτη, καθώς ένας νέος σκληρός κατακτητής πατούσε τα χώματά της. Κι όμως οι κρητικοί δεν λύγισαν, αντιστάθηκαν, θυσιάστηκαν πολλοί, κι όλοι μαζί συνέχισαν τον αγώνα και στη μάχη και στη ζωή και στον θάνατο. Δεν είδα ποτέ τους γερμανούς, καθώς είχαν ήδη αφήσει το Καστέλλι της Κισσάμου για να συμπτυχθούν στην «Οχυρά Θέση Κρήτης», στην περιοχή των Χανίων,αλλά άκουσα για τη μάχη που δόθηκε στον κάμπο του Καστελιού, με τους αλεξιπτωτιστές, για την ανατίναξη των εγκαταστάσεων του λιμανιού, για τα καΐκια που φέρανε πίσω στις κρυφές παραλίες της περιοχής τους πολεμιστές της Αλβανίας, μαζίμ΄αυτούς και τον πατέρα μου. Όμως είδα τη φρίκη του πολέμου με τα μάτια μου,παιδάκι, μόλις μετά την Κατοχή, τότε που στον εμφύλιο, τα πάθη γιγαντώθηκαν κι η οδύνη ξέσπασε πικρή ανάμεσα μας.
Έτυχε ν΄αντικρύσω τις μεγάλες φλόγες που ξεπετάγονταν απ΄ ένα διπλανό σπιτάκι,στα νότια της κωμόπολης και μέσα στους καπνούς τα γυναικόπαιδα σπαρακτικά να προσπαθούν να σώσουν τηζωή και τα υπάρχοντα τους, πριν η μητέρα μου μ΄αρπάξειαπ΄ την ταράτσα και κλείσει πόρτες και παράθυρα. Κι΄άκουσα και τις λέξεις «αριστεροί» και «μάϋδες» (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), μα ποιος να μου εξηγήσειτότε τι σημαίναν, μέχρι που το κατάλαβα μονάχος μου, με οδύνη, χρόνια αργότερα. Ύστερα ανακάλυψα σιγά-σιγά, με πολλά μικρά ταξίδια, το αεροδρόμιο του Μάλεμε και το περίφημο ύψωμα 107, που η εγκατάλειψη του από τους εγγλέζους σήμανε και την κατάληψη όλης της Κρήτης, το διπλανό γερμανικό νεκροταφείο, καθώς και το συμμαχικό νεκροταφείο στη Σούδα, την περιοχή του Γαλατά, όπου σημειώθηκαν οι πιο σκληρές συγκρούσεις της Μάχης της Κρήτης και τους τόπους των εκτελέσεων στον Αλικιανό, στο Κοντομαρί, στη Μαλάθυρο, στα Ανώγεια, στο Γερακάρι, στη Βιάννο, στις Φυλακές της Αγιάς.
Είδα τις επιγραφές στις πλάκες για την καταστροφή της Καντάνου, τον δρόμο των 62 Μαρτύρων στο Ηράκλειο, τα αναρίθμητα μνημεία της κρητικής αντίστασης στις πόλεις και τα χωριά. Ακολούθησα την πορεία των απαγωγέων του Στρατηγού Κράϊπε, από τις πιο σημαντικές αντιστασιακές πράξεις του πολέμου, πέρασα από τα καμένα χωριά του Κέντρους, ανέβηκα στον Ομαλό, στα Κεραμειά και στον Ψηλορείτη, στα παλιά λημέρια της αντίστασης και κατέβηκα στις θαλασσινές σπηλιές και στις αμμουδερές παραλίες της Σούγιας, του Πρέβελη, του Ροδάκινου, του Τσούτσουρου, απ΄ όπου έγινε η εκκένωση των συμμάχων και ύστερα η επιστροφή των κατασκόπων του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής.Ανάμεσα σ΄αυτούς κι΄ ο βρετανός ταγματάρχης ΛηΦέρμορ, ο «Φιλεντέμ», που πήρε το ψευδώνυμο του από μια κρητική μαντινάδα που τραγουδούσε. Λέγανε πως τον σκοπό αυτό τον άκουσε, στα τούρκικα, παιδί ακόμη, ο ξακουστός οΦουσταλιέρης, αριστοτέχνης του μουσικού οργάνου μπουλγκαρί, από κάποιον τούρκο ναυτικό στο λιμάνι του Ρεθύμνου και τον προσάρμοσε μετέπειτα με τους δικούς του στίχους. «Φιλεντέμ, φιλεντέμ, γιαλεντέμ /φιλεντέμ, φιλεντέμ, αμάν, αμάν /άσπρα ρόδα στην αυλή σου / πως κοιμάσαι μοναχή σου».
Ίσως πάλι να συνδεόταν ο σκοπός με τον τούρκο στρατηγό Ετέμ Πασά, που είχε μάλιστα διατελέσει και Βαλής στην Κρήτη, αυτόν που ήθελε να πιει τον καφέ του στο Σύνταγμα, στον ελληνοτουρκικό πόλεμοκι οι κρητικοί επαναστάτες του 1897 τον τραγουδούσαν στο Ακρωτήρι και στη Μαλάξα. «Βασιλέα των Ελλήνων βάλε την υπογραφή / η Ελλάδα να νικήσει / και το αίμα να χυθεί / φίλε-Εντέμ, φίλε-Εντέμ, φίλε-Εντέμ».Τότε που ο Καγιαλές έκανε το κορμί του ιστό για τη σημαία της ελευθερίας, απέναντι στα κανόνια των «Μεγάλων Δυνάμεων». Δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά, που η κρητική μουσική άλλαζε μορφές και συνδεόταν με τους εθνικούς αγώνες, όπως ο ρυθμός του πεντοζάλη, ο αρχαίος πυρρίχιος, τα πέντε ζάλα (βήματα), που συμβόλιζαν τα πέντε πρώτα επαναστατικά κινήματα της Κρήτης. Όπως το θρυλικό συρτάκι του Θεοδωράκη, που μπορεί να το εμπνεύστηκε από τον Κουτσουρέλη, τον περίφημο λαγουτιέρη από το Αρμενοχωριό, από κει που κατοίκησαν οι βυζαντινοί, που ήρθανε να τονώσουν το ορθόδοξο στοιχείο, μετά τους εξισλαμισμούς των σαρακηνών, με τον Φωκά και τον Νίκωνα τον Μετανοείτε. Που κι αυτός μπορεί να το πήρε από τον Τσέγκα, τον ψαρά της Γραμβούσας, που έφτιαχνε σκοπούς με το στόμα (μπουκόλυρα), που δεν έπαιζε μήτε τη λύρα του Σκορδαλού, μήτε το βιολί του Ναύτη, των φημισμένων μουσικών της κρητικής παράδοσης.
Εκείνη την εποχή το Καστέλλι ήταν μια μικρή κωμόπολη με ένα κεντρικό δρόμο, ένα μισογκρεμισμένο κάστρο και μια παραλία με το λιμάνι και το τελωνείο, τον Μαύρο Μώλο και τη Λίμνη, για τα ψαροκάϊκα. Η Επισκοπή, η Χωροφυλακή και το Γυμνάσιο έδιναν κάποιο τόνο επαρχιακής πρωτεύουσας. Η αρχαία Φαλάσαρνα, με το πειρατικό λημέρι της Γραμβούσας απέναντι και η Πολυρήνια, με τα πολλάτης πρόβατα, ήταν ακόμη θαμμένες στο νερό και μεσ΄ στο χώμα. Και από το Κολυμπάρι μέχρι το Σφηνάρι, αρχή και τέλος της δράσης του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, του Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου,στην Επανάσταση του ΄97, ολόκληρη η επαρχία της Κισσάμου ζούσε τη μετάβαση από τη γερμανική κατοχή στην απελευθέρωση. Τα πρώτα μου ταξίδια, πάνω σε ένα μουλάρι, στην αγκαλιά της μάνας, έγιναν προς τα χωριά των παππούδων μου, στην Καμάρα και στα Λατζιανά. Θυμάμαι τα παλιά πέτρινα σπίτια, με το χωμάτινο πάτωμα, τα μαυρισμένα δοκάρια που στήριζαν το δώμα με το λεπιδόχωμα, το αναμμένο τζάκι που πάντοτε κάπνιζε, τον εξωτερικό φούρνο, τον λαϊνοστάτη με τη στάμνα και το σταμναγκάθι, τους μαγατζέδες με τα πιθάρια το λάδι, τις κρασαποθήκες με τα βαρέλια, το πατητήρι, το κοτέτσι και τον στάβλο. Εκεί περνούσαμε συνήθως τα καλοκαίρια, στους κήπους με τη στέρνα, όπου πηδούσαν τα βατραχάκια, στο αλώνι με τον βολόσειρο, το άρμα του θέρους, και τηνανυπόφορη σκόνη από το λίχνισμα, στα πλατύφυλλα αμπέλια με τον χαρούμενο τρυγητό.
Ύστερα ερχόταν το πατητό, με τη θυσία του Βάκχου κάτω από τα ξυπόλυτα πόδια μαςκαι αργότερα πια το όργωμα στο χωράφι με το ζευγάρι, βουστροφηδόν, με τη σπορά, σπονδή στη Δήμητρα, που θα χωριζόταν πάλι, για τον χειμώνα, την Περσεφόνη. Ο Άδης πρόβαλε στην παλιά ερειπωμένη βυζαντινή εκκλησία ανάμεσα από τα ξασπρισμένα κόκκαλα των άγνωστων προγόνων.Και κάποτε με την κηδεία ενός αγαπημένου στο μικρό νεκροταφείο του χωριού, με τους σταυρούς και τα ονόματα, που δεν μπορούσα ακόμη να διαβάσω. Όμως η ζωή γιόρταζε πάλι τα Χριστούγεννα με ταχοιροσφάγια και τη Λαμπρή με το σφάξιμο του αρνιού, τα λουκάνικα να καπνίζονται αραδιασμένα πάνω από το πυρομάχι, και τα ανοιγμένα ψητά κεφαλάκια να αχνίζουν μέσα στο πιάτο, στο γλέντι της ζωής απέναντι στον θάνατο. Ύστερα έρχονταν οι επισκέψεις στα πανηγύρια του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ευσταθίου και της Αγίας Βαρβάρας, πού γιόρταζαν τα χωριά μας, στα μικρά εκκλησάκια τους, οι παπάδες με τις λευκές γενειάδες, οι προσκυνητές από μακριά, οι συγγενείς και οι φίλοι που αντάμωναν στην αυλή της εκκλησίας. Εκεί στη λιτανεία περιέφερε ο παπάςτην εικόνα του Αγίου Ευσταθίου, καβαλάρη με τον σταυρό στο χέρι και χαμηλά την επιγραφή «δωρεά Γεωργίου και Ελένης και του υιού των Ευσταθίου», κατά την εύλογη αντίληψη του αγιογράφου, με διορθωμένο εκ των υστέρων το Ευσταθίου σε Ευστρατίου. Και αμέσως μετά τη λειτουργία ακούγονταν στα σπίτια τα όργανα, τα δυνατά σκουντρήματα των ποτηριών με το κρασί και την τσικουδιά, τα ριζίτικα τραγούδια για τον αητό, τα αγρίμια και τη ρήγισσα της λευτεριάς. Ύστερα, καθώς ξανάρχιζε ο κύκλος της ζωής, ο ορίζοντας απλωνόταν πέρα από τα λιγοστά σπιτάκια των χωριών στην ανεξερεύνητη για μένα ύπαιθρο.
Στα δάση με τις βελανιδιές, την Πλακούρα, το φαράγγι των Δελιανών, τα βοσκοτόπια, τον Τυφλό ποταμό, τους κυνηγότοπους, τα ερειπωμένα ξωκκλήσια, και την υπόλοιπη επαρχία. Δεν έμεναν πια παρά οι μακρινές βουνοκορφές των Λευκών Ορέων, του Ψηλορείτη, της Δίκτης, με τα οροπέδια του Ομαλού και του Λασιθίου, και τα φαράγγια της Σαμαριάς, του Κουρταλιώτη και της Ζάκρου. Σ΄ αυτά τα βουνά συναντούσες τα μεγάλα κοπάδια των αιγοπροβάτων και τους ηλιοψημένους βοσκούς στα μιτάτα τους, όπου δοκίμαζες τα τυροκομικά και την αγνή φιλοξενία. Στην πρώτη ορειβατική μας εκδρομήστα Λευκά Όρη, από την ΑνώποληΣφακίων μέχρι τη Στέρνα του Κριαρά, τα Κλησίδια, τις κορφές του Θοδωρή, του Τροχάρη, του Βενιζέλου και μέχρι την κορυφή στις Πάχνες, γεμίσαμε μ΄ένα αίσθημα απεραντοσύνης, έναν αέρα μεγαλείου που ερχόταν από τις άκρες της Κρήτης, μια γεύση αιωνιότητας. Το ζωντανό πνεύμα της γης και του ουρανού μας κυρίευε,συνοδευόμενο από τα αγρίμια, τις πέρδικες και τους γυπαετούς της Μαδάρας. Η Κρήτη κειτόταν στα πόδια μας.
Όταν ήρθε η εποχή του σχολείου μετακομίσαμε στα Χανιά, κι ύστερα στο Ρέθυμνο, ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα. Ήταν τα ταξίδια της σχολικής και της εφηβικής ζωής, γεμάτα βιβλία και τετράδια, θρανία και μαυροπίνακες, διδασκαλίες και τιμωρίες. Μια νέα κοινωνίαμε τους κανόνες και τις αταξίες της, τις εκδρομές και τις εορτές της, τις φιλίες και τα κρυφοσκιρτήματα. Τα Χανιά, γεμάτα ακόμη ερείπια στην παλιά πόλη, ξεχώριζαν από τη μεγάλη Δημοτική Αγορά, το Φρούριο του Φιρκά στο λιμάνι, όπου υψώθηκε πρώτη φορά η ελληνική σημαία από το 1909, πριν απ΄ την Ένωση το 1913,τα βενετσιάνικα Νεώρεια και γύρω τα τείχη με τους προμαχώνες και την τάφρο με τους λαχανόκηπους στα δυτικά και τους τρωγλοδύτες στα ανατολικά. Η Μητρόπολη, η φράγκικη εκκλησία, τα τζαμιά με τους μιναρέδες, έδιναν τον τόνο της αλλοτινής πολυπολιτισμικής ζωής. Περνοδιαβαίναμε από τη Σπλάντζια με τον ιστορικό της πλάτανο, όπου κρεμάστηκαν οι πρωτομάρτυρες του ΄21, ο επίσκοπος Μελχισεδέκ κι ο διάκονος Καλλίνικος.
Δυό βήματα από την παλιά Επισκοπή, όπου στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, Πάσχα του ΄21, εμφανίστηκε να μεταλάβει ο ξακουστός Χουσεΐν Αγάς από τη Μεσαρά και τότε φανερώθηκε πως ήταν ο Μιχάλης ο Κουρμούλης, κρυπτοχριστιανός. Και περπατούσαμε στα στιβανάδικα, στα παπλωματάδικα, στα μαχαιράδικα, μέχρι να βγούμε στην παραλία, από το Σαντριβάνι μέχρι την Οβριακή, όπου οι ισραηλίτες των Χανιών περίμεναν, ως το ΄44,το πλοίο Τάναϊςνα τους πάρει στο βυθό, τορπιλισμένο, νύκτα και ομίχλη του«δοξασμένου» τρίτου ράϊχ…Τρεις δρόμοι οδηγούσαν από τα τείχη προς τη Χαλέπα, τα Δικαστήρια και το νεκροταφείο του Αγίου Λουκά. Ανάμεσα τους απλωνόταν η καινούρια πόλη, με τα νεοκλασικά της, τις δενδροστοιχίες και τους ανθόκηπους. Ο δρόμος του Μπόλαρη, με το νυφοπάζαρο της Κυριακής, ο Κήπος με τα κατάμεστα τραπεζάκια και τη ζωηρή μουσική, το Λόντον Μπαρ με την ευρωπαϊκή αντίληψη.Στα βραχάκια, πέρα από το ΚουμΚαπί είχε ανοίξει μια ωραία αίθουσα ψυχαγωγίας, η Χονολουλού, για τους λουόμενους, καθώς εξαπλωνόταν γρήγορα η συνήθειατου θαλασσινού μπάνιου. Άρχιζε η εποχή της αντιπαροχής, του ΄60, που μετέβαλε τα παλιά νεοκλασικά αρχοντικά, έξω απ΄τα τείχη, σε άσχημες, ομοιόμορφες πολυκατοικίες. Κοντά σ΄αυτέςόμως και τρεις νέοι κινηματογράφοι, ο Απόλλων, η Ρεγγίνα και το Αστέρι, μαζί με τους παλιούς, τα Ολύμπια και το Πάνθεον, που γέμιζαν από μικρούς και μεγάλους. Μέσα στις σκοτεινές αυτές αίθουσες άρχιζαν και τέλειωναν τα μεγάλα ταξίδια μας, με τον Ταρζάν και τη Τζέϊν στη ζούγκλα της Αφρικής, με τον Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ στην Καζαμπλάνκα, με τον Όρσον και τη Ρίτα στη Σαγκάη.
Πίσω από τα Δικαστήρια βρίσκονταν οι Επανορθωτικές Φυλακές και ακριβώς απέναντι η πρώτη μας κατοικία, απ΄όπου θυμάμαι πως παρακολουθούσαμε την αυστηρή διαδικασία της καθημερινής μεταγωγής στο Δικαστήριο του απαγωγέα της Τασούλας. Ανάμεσα σε δυο σειρές χωροφυλάκων, με το άψογο κοστούμι, το λεβέντικο μουστάκι και το αγέρωχο ύφος του ο Κώστας οδηγείτο καθημερινά στη δίκη του, ενώ η Κρήτη διχασμένη ανάμεσα σε δυο ισχυρές πολιτικές οικογένειες, τους φιλελεύθερους του Πετρακογιώργη και τους συντηρητικούς του Κεφαλογιάννη, αγωνιούσε στο καθεστώς του στρατιωτικού νόμου, που είχε επιβληθεί για την πρόληψη ενός εμφυλίου πολέμου. Ο έρωτας ενός σύγχρονου ζευγαριού Ρωμαίου και Ιουλιέτας, η περιπετειώδης περιπλάνηση τους στα βουνά, η συνοδεία των ενόπλων, η σύγκρουσητων δυο οικογενειών, η καταδίωξη των αποσπασμάτων, με τις συνταρακτικές δημοσιογραφικές περιγραφές, μετέφεραν στα Χανιά του 1950, ένα κύμα πανελλήνιου και διεθνούς ακόμη ενδιαφέροντος. Μόνο μετά την καταδίκη και το διαζύγιο που ακολούθησε, γράφτηκε ο επίλογοςαυτού του δράματοςπου παίχτηκε στον τόπο μας.
«Χανιώτες για τ΄αρματα, Ρεθεμνιώτες για τα γράμματα». Έφτανα πια στη μέση της βασικής εκπαίδευσης, όταν χάρη σε μια νέα μετάθεση του πατέρα, μετακινηθήκαμε στο Ρέθυμνο. Μια μικρή πολιτεία, απλωνόταν κάτω από τη Φορτέτζα, μέχρι το ενετικό λιμάνι, με το Διοικητήριο και τους Στρατώνες, με τη Μεγάλη και τη Μικρή Παναγία, το Μακρύ Στενό, τον Πλάτανο, το τζαμί με τον ψηλό μιναρέ του, με τη Μεγάλη Πόρτα και τον Δημοτικό Κήπο, και την οδό Αρκαδίου, που ένωνε τη Λότζια με το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Φοίτησα τότε στο «τούρκικο» σχολείο, έτσι το λέγανε κι ας είχαν φύγει οι τούρκοιπάνω από τριάντα χρόνια και στο σχολείο της Σοχώρας, και μετά στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων, μόνο που στις μεγάλες τάξεις φιλοξενούσαμε και μερικά κορίτσια, στο Πρακτικό τμήμα, που δεν υπήρχε τότε στο Θηλέων. Σαν εξωσχολική παιδεία είχαμε το Ωδείον και τα «αγγλικά»,μα πιο πολύ τηΔημοτική Βιβλιοθήκη, στον περίβολο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας, όπου μπαρκάραμε για πάμπολλα ταξίδια στα γραφτά του Πρεβελάκη, του Καζαντζάκη, του Κορνάρου, που πρώτος, με τον Ερωτόκριτο, άνοιξε τον δρόμο της νέας μας λογοτεχνίας. Πολύ αργότερα μας φανερώθηκαν τα σπουδαία έργα του Χορτάτση, το κρητικό θέατρο της βενετοκρατίας, η Ακαδημία τωνVivi (Ζώντων), το απάνθισμα της κρητικής Αναγέννησης, με επίκεντρο το Ρέθυμνο, αυτή την πόλη των γραμμάτων, που και σήμερα συνεχίζει με το Πανεπιστήμιο,τους λογίους, τις εορτές, την παράδοση της παιδείας που έλαμψε εκεί, φωτίζοντας τον δρόμο της κρητικής μας ιστορίας.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, καθώς ο πόθος του ταξιδιού όλο και μεγάλωνε,ρίχτηκα με ορμή στον δρόμο για τη σχεδόν άγνωστη ακόμη Κρήτη, τις ανατολικές πόλεις, τις νότιες θάλασσες, τα χωριά και τα μοναστήρια. Πόσα σχέδια, πόσα ταξίδια, πόσες πορείες, χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί η γνωριμία της κρητικής γης, από τη Δύση μέχρι τη Ανατολή, από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία, από τη Γαύδο μέχρι τη Χρυσή. Πόση πίστη, πόσα προσκυνήματα, πόσες προσευχές για τη βίωσητης χριστιανικής Κρήτης. Και πόσος ενθουσιασμός, πόση μελέτη, πόσες διαδρομές για τη γνώση της κρητικής ιστορίας, από τη μινωϊκή μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Το Ηράκλειο ταυτιζόταν με το κέντρο του μινωικού πολιτισμού, με τα ανάκτορα της Κνωσσού, της Φαιστού και των Μαλίων, που τα ευρήματά τους εκτέθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι μεγάλες ανακτορικές αυλές, οι κλίμακες, η αίθουσα του Θρόνου, οι πολυάριθμες αποθήκες με τα πιθάρια, το αποχετευτικό σύστημα, οι νωπογραφίες του Πρίγκιπα με τα Κρίνα, της Παριζιάνας, των Ταύρων, μας δίδουν μιαν ασαφή ιδέα αυτού του πολιτισμού, που δεν κατόρθωσαν να ξεκαθαρίσουν ούτε οι μινωϊκές πινακίδες, που ψήθηκαν πιθανόν στη φωτιά του εμπρησμού των ανακτόρων, όταν το ηφαίστειο της Σαντορίνης σήμανε το τέλος της μινωικής Κρήτης. Ήταν ένας ταξιδιωτικός πολιτισμός, με μια μητριαρχική βασιλεία, με μια σχεδόν κρατική οικονομία και με μια νατουραλιστική τέχνη. Τα μινωϊκά πλοία ταξίδευαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο,μεταφέροντας πρώτες ύλες και προϊόντα, εγκαθιστούσαν εμπορικές Μινώες και μεγαλύτερες αποικίες, διασφαλίζοντας την paxminoica και συσσώρευαν τον πλούτο της περιοχής στις λαβυρινθώδεις κρατικές αποθήκες. Το ταξίδι του Δία και της Ευρώπης, του Δαιδάλου και του Ικάρου, του Θησέα και της Αριάδνης, όλα τα κρητικά ταξίδια, παραπέμπουν στο μεγάλο ταξίδι της ιστορίας, που συνεχίζεται χωρίς να τελειώνει ποτέ.
Όταν ένας άλλος ταξιδιωτικός λαός, οι άραβες πειρατές της Ισπανίας, έκαψαν τα καράβια τους για να μείνουν παντοτινά στο νησί, όπου «ρέει μέλι και γάλα», το Ηράκλειο μετονομάστηκε σε Χάνδακα, ακόμη και μετά τον Νικηφόρο Φωκά, που επανάφερε την Κρήτη στο Βυζάντιο. Και όταν πάλι η Κρήτη ξανάπεσε στην ξενοκρατία η πόλη ξαναβαφτίστηκε σε Μεγάλο Κάστρο, κι έτσι πέρασε την τουρκοκρατία, πριν ξαναβρεί το παλιό της όνομα. Μα τα ταξίδια των κρητικών δεν σταμάτησαν ποτέ. Από τις εκατό ομηρικές πόλεις, από την Κυδωνία στα δυτικά μέχρι την Πραισό στα ανατολικά, από τους Κύδωνες, τους Αχαιούς, τους Δωριείς, τους Πελασγούς, τους Ετεόκρητες διάλεξε τους πολεμιστές του ο Ιδομενέας, όταν από την Κνωσσό ξεκίνησε με δέκα πλοία το ταξίδι του στην Τροία«κι η θάλασσα κανένα δεν του πήρε».Και αυτούς τους κρητικούς πολεμιστές τους ξαναβρίσκουμε στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου, με τον κρητικό Νέαρχο αρχηγό του ναυτικού του. Από τη Κρήτη ως τον Ινδό.
Συνώνυμα σχεδόν Κρήτη και ταξίδι.
Ένας κρητικός Οδυσσέας ταξιδεύει πάντα από την Κρήτη ή προς την Κρήτη. Δεν είχαν άδικο οι ρωμαίοι που ένωσαν από τη Γόρτυνα την Κρήτη με την Κυρήνη, την Ευρώπη με την Αφρική, το ελληνικό δίκαιο με τον ρωμαϊκό νόμο, εκεί ακριβώς στη Γόρτυνα, στις πλάκες με τη Δωδεκάδελτο, με τους θεσμούς και τις ιδέες. Αν δεν ανοίγονταν οι θαλάσσιοι δρόμοι της Κρήτης πως θα βρισκόταν ο Απόστολος Παύλος στους Καλούς Λιμένες, πως θα ερχόταν η νέα θρησκεία στο νησί, πως θα γινόταν ο Τίτος πρώτος Επίσκοπος, που προς τιμή του κτίστηκε η μεγάλη βασιλική της Γόρτυνας.
Εκεί δίπλα στον πλάτανο, που η παλιά θρησκεία τιμούσε τους έρωτες του Δία, του Δία που γεννήθηκε στη Δίκτη και ανατράφηκε στην Ίδη, (Ζευς Ιδαίος και Δικταίος). Του Δία που ανδρώθηκε μέσα στις κλαγγές των όπλων των Κουρήτων για να τελέσει το μέγα έργο της αλλαγής κόσμου, αυτή τη φοβερή μετάβαση από την εποχή του Κρόνου στα σιδερένια χρόνια των ανθρώπων. Του Δία που δεν θα πέθαινε ποτέ, αν οι κρητικοί ψευδόμενοι δεν έδειχναν τον τάφο του, αν ο προφήτης τους Επιμενίδης δεν έβγαζε εκείνο τον χρησμό, που αναιρούσε την οργή του Παύλου κι αν οι βοσκοί των κρητικών ορέων δεν ορκίζονταν «νη μα Ζα» στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Από τη Γόρτυνα ξεκίνησε η χριστιανική Κρήτη, με τους ναούς και τους αγίους, με τους αγιογράφους και τους μοναχούς, με τα μεγάλα μοναστήρια, του Τοπλού, του Πρέβελη, της Αγίας Τριάδας, αυτή η Κρήτη που έδωσε στη χριστιανοσύνη ένα Πάπα, τρεις ΠατριάρχεςΑλεξανδρείας και δύο Οικουμενικούς Πατριάρχες.
Από τη Γόρτυνα ξαναγυρνώντας στο Ηράκλειο, περάσαμε στη Βενετοκρατία, στο Regnodi Candia, στους φεουδάρχες και τους επαναστάτες, στην ορθοδοξία και τον καθολικισμό. Από τη μια μεριά οι κρητικοί άρχοντες, τα δώδεκα αρχοντόπουλα, οι μεγάλες βυζαντινές οικογένειες των Καλλεργών, των Σκορδύλιδων, των Φωκάδων, από την άλλη οι βενετοί κυρίαρχοι, οι φεουδάρχες, οι Γραδόνικοι, οι Δάνδολοι, οι Βενιέρηδες. Από την εποχή των επαναστάσεων, με αποκορύφωμα τη Δημοκρατία του Αγίου Τίτου, τα δυο στοιχεία του πληθυσμού πέρασαν σε μια περίοδο συνύπαρξης, που επέτρεψε την άνθιση της κρητικής Αναγέννησης. Οι «Κρητικοί Γάμοι» του Ζαμπελίου αναπαριστούν την αιματηρή αντιπαράθεση, που μήτε ο έρωτας μπορεί να γεφυρώσει, αλλά ο «Φορτουνάτος» του Φώσκολου παρουσιάζει μια εύθυμη κοινωνία, που συμβιώνει ειρηνικά, μέσα στις συνθήκες της εποχής. Σχολεία και Ακαδημίες, εργαστήρια και βιβλιοθήκες, ζωγράφοι όπως ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος και ποιητές όπως ο ΒιτσέντσοςΚορνάρος, συνυπήρχαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη του ΙΖ΄ αιώνα, μέχρι τότε που οι αντίρροπες δυνάμεις της ιστορίας του Ανατολικού Ζητήματος συγκρούστηκαν σε ένα εικοσιπενταετή πόλεμο μπροστά στα τείχη του Χάνδακα.
Όμως ο Κορνάρος καταγόταν από τη Σητεία, στην ανατολική άκρη της Κρήτης, εκεί που τελειώνει ένας πρώτος γύρος του μεγάλου ταξιδιού μας. Ανατολικά του Ηρακλείου, τα Μάλια, η Χερσόνησος, ο δρόμος για το Οροπέδιο Λασιθίου, η Νεάπολη, ο Άγιος Νικόλαος. Στο δρόμο μας ο Άγιος Γεώργιος ο Σεληνάρης στεκόταν προστάτης των ταξιδιωτών, που πάντα τον τιμούσα με ένα κερί στη χάρη του. Φεύγοντας από την πόλη του Αγίου Νικολάου, περνούμε από την Ελούντα, την αρχαίαΟλούντακαι τη Σπιναλόγκα, άλλοτε το νησί των λεπρών.Μετά τον Κόλπο του Μεραμπέλλου, στην Παχειά Άμμο, ο δρόμος διακλαδίζεται νότια προς Ιεράπετρα, την όμορφη πολιτεία του Λιβυκού. Από εκεί, ακολουθώντας τον Μακρύ Γιαλό, περνώντας τη Μονή Καψά, φθάνομε ίσια στονΓούδουρα με τα απέναντι παλιά πειρατικά λημέρια σταΚουφονήσια.
Ύστερα, μετά τον Αθερινόλακκο, βαδίζοντας βορειοανατολικά, φθάνομε στη Ζάκρο, το τελευταίο μινωϊκό ανάκτορο, απ΄όπου αγναντεύομετο πέλαγος, λουσμένο στο φώς του ανατολίτη ήλιου. Βόρεια το Παλαίκαστρο, η βυθισμένη αρχαία πόλη Ίτανος, ο Κάβο Σίδερος. Εκεί κοντά βρίσκεται τώρα η Παναγία Ακρωτηριανή, το Μέγα Μοναστήρι του Τοπλού με το κανόνι του (τοπ). Και πιο πάνω το μεγάλο φοινικόδασος της Κρήτης, το Βάϊ, που δημιουργήθηκεκατά την Επανάσταση από τους χουρμάδες των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Προς τα δυτικά μας περίμενε η όμορφη Σητεία, με την ακρόπολη της, την Καζάρμα, τα ήσυχα δρομάκια της και τα παραλιακά ρακάδικα. Καρτερική, σαν την αρχοντοπούλα Αρετούσα που περιμένει τον Ερωτόκριτοαπ΄ τα ξένα, αναμετρά «Του κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν / Και του τροχού π΄ώραις ψηλά κι΄ώραις στα βάθη πηαίνουν/ Και του καιρού τα πράγματα, που αναπαϋμό δεν έχουν/Μα στο καλό κ΄εις το κακό περιπατούν και τρέχουν»
Επιστρέφοντας δυτικά μάς συναντούσαν οι σκληρές μνήμες της τουρκοκρατίας, από το 1669 μέχρι το 1898, οι τουρκικές θηριωδίες, οι εξισλαμισμοί, οι βαρβαρικές καταστροφές. Παντέρμη Κρήτη, που ποτέ δεν υποτάχθηκες σε ξένο, περνώντας τα ατελείωτα χρόνια της σκλαβιάς με συνεχείς επαναστάσεις, με ποταμούς το αίμα των ηρώων και των μαρτύρων σου να ποτίζει το δένδρο της λευτεριάς. Ξαναγυρνόντας στο Ηράκλειο,στην Πλατεία Δασκαλογιάννη, στεκόμαστε εκεί όπου γράφτηκε με τον πιο φρικτό τρόπο το τέλος της Επανάστασης του 1770. Και από εκεί ανεβαίνομε στα τείχη, απ΄όπου ο Καζαντζάκης στέλνει το μήνυμα του στον Καπετάν Μιχάλη, το μήνυμα κάθε κρητικού,μήνυμα κάθε έλληνα, «Είμαι λεύτερος».
Περνόντας από τους τόπους της θυσίας, το σπήλαιο της Μιλάτου, το σπήλαιο του Μελιδονίου, το Αρκάδι της Μεγάλης Επανάστασης του ΄66. Από τις Βρύσες του Αποκόρωνα, με το μνημείο της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής του 1895, προχωρούμε προς την επαρχία των Σφακιών, απ΄ όπου, απ΄ την Ανώπολη, και η απώτερη οικογενειακή καταγωγή μας. Ήδη στην επαναστατική συνέλευση του 1770, ο Βολουδόπουλος και ο Παπαμανούσος εξέφρασαν τη γνώμη ολόκληρης αυτής της επαρχίας. «Είς τήν κορφή τσή Σβουριχτής καλλιάνά κατοικούμε /παρά να δώσωμ΄ άρματα, τούρκους νά προσκυνούμε.»
Μια επαρχία, ακρόπολη της Κρήτης και της Επανάστασης, που πρώτη σήκωσε τα όπλα κατά του κατακτητή και δεν τα άφησε παρά μόνο όταν τον νίκησε. Στον Λαγγό του Κατρέ μπορείς ακόμη να βρεις τούρκικα κόκκαλααπό τη μάχες του ΄21 και του ΄23. Στο οροπέδιο της Κράπηςνα ακούσεις τις τουφεκιές της επανάστασης του 1895, όπως και στον Καλλικράτη τον απόηχο της επανάστασης του 1841 και στην Αργυρούπολη τον αντίλαλο από την πρώτη κήρυξη της Ένωσης του 1866. Και στο Φραγκοκάστελλοπεριμένεις να δεις τις σκιές των πολεμιστών, τουςΔροσουλίτες, πεζούς και καβαλάρηδες, να προχωρούν στο δρόμο της θυσίας, «τοις κείνων ρήμασιπειθόμενοι». Στη Θυμιανή Παναγία των Σφακιώνκηρύχθηκε η πρώτη επανάσταση του ΄21 στην Κρήτη και στο Ακρωτήρι των Χανιών η τελευταία του 1897, κατά των τούρκων.
Ξαναβρισκόμαστε στα Χανιά της «Κρητικής Πολιτείας», από την εποχή της Ημιαυτονομίας μέχρι την Ένωση, για μια τελική διαδρομή ανάμεσα σε δυο επαναστατικά ορόσημα, από το Ακρωτήρι μέχρι το Θέρισο. Στο δρόμο μας μεσολαβείη Χαλέπα, το διπλωματικό προάστειο της κρητικής πρωτεύουσας, όπου υπογράφτηκε η Σύμβαση της Ημιαυτονομίας, ύστερα περνούμε τιςΜουρνιές, με την εξέγερση των Μουρνιδών του 1833, και τέλος φθάνομε σταΜπουτσουνάρια, στον Άρειο Πάγο της Κρήτης, τόπο των τελευταίων επαναστατικών συνελεύσεων του 1858, του 1866, του 1878.Το Θέρισο αντιτάχθηκε στη Χαλέπα, το χαμόσπιτο της επαναστατικής τριανδρίας στο Ανακτόριον του Πρίγκιπα, ο Βενιζέλος στον Γεώργιο. Εθνικός στόχος και των δύο η Ένωση, είτε άμεση είτε έμμεση, υπό πολύ διαφορετικές όμως προϋποθέσεις. Πολιτική επιδίωξη του μεν η καθεστωτική απολυταρχία, του δε οπροοδευτικός δημοκρατισμός. Κοινωνικό πρόγραμμα του ενόςο φιλελευθερισμός, του άλλου ο συντηρητισμός. Στο Θέρισο αναμετρήθηκε το παρελθόν με το μέλλον, η μοναρχία με τον λαό, η Κρήτη με την Αθήνα. Το Θέρισσο ενέπνευσε κατά κάποιο τρόπο το Γουδί, ο Βενιζέλος τον Ζορμπά, η Κρήτη την Ελλάδα. Τα επόμενα ταξίδια μου στην Ελλάδα προετοιμάζονταν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: