O «πόλεμος» των πολυεθνικών με ιθαγενείς λαούς, προκειμένου να τους πάρουν τα εδάφη συχνά γίνεται πολύ βρώμικος: εκτοπισμοί, κατασχέσεις, διώξεις, ακόμη και δολοφονίες
Η γη μεταμορφώθηκε σε κρίσιμο πεδίο αιματηρών πολιτικών μαχών: η ιδιοκτησία της είναι καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λυθούν καίρια σύγχρονα προβλήματα όπως η πείνα, η φτώχεια, η διατροφική ασφάλεια του πλανήτη, η κλιματική αλλαγή, η ισότητα φύλων, η ίδια η δημοκρατία. Η γη και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της θεωρούνται ένα σίγουρο εισιτήριο εξόδου από τη φτώχεια και αυτοί που την ελέγχουν ορίζουν τελικά αν το ιδιωτικό κέρδος θα υπερισχύσει του συλλογικού συμφέροντος.
Γι’ αυτό και η «κατάρα των πόρων», που άλλοτε περιοριζόταν σε μάχες για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως το πετρέλαιο, η ξυλεία, τα ορυκτά, γενικεύεται σε έναν πόλεμο για την ιδιοκτησία της γης (κι όσων φιλοξενεί στα σπλάχνα της), που στο μεγαλύτερό της μέρος ανήκει εδώ και αιώνες σε ιθαγενείς και τοπικές κοινότητες. Θύματα στον βωμό της απληστίας του κέρδους, που σπέρνει εκτοπισμούς, κατασχέσεις, διώξεις και δολοφονίες.
Παρά τις διακηρύξεις και τις δικαστικές αποφάσεις που στηρίζουν τις διεκδικήσεις των ιθαγενών λαών και των τοπικών κοινοτήτων για τα εδάφη τους, αυτές όχι μόνο δεν εφαρμόζονται στην πράξη, αλλά και επιβραδύνεται ο ρυθμός αναγνώρισης της συλλογικής ιδιοκτησίας γης, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τις κοινότητες που κατοικούν σε αυτήν, σύμφωνα με έκθεση της Πρωτοβουλίας Δικαιώματα και Πηγές (RRI), φορέα όπου συμμετέχουν 140 διεθνείς, περιφερειακές και τοπικές οργανώσεις, που μάχονται για το συλλογικό δικαίωμα γαιοκτησίας.
Στο διάστημα 2008-2013 υιοθετήθηκαν λιγότεροι σχετικοί νόμοι από την προηγούμενη εξαετία, όλοι τους προσφέρουν μικρότερη προστασία στις κοινότητες ιθαγενών και κανένας τους δεν τους αναγνωρίζει ιδιοκτησιακό καθεστώς στα εδάφη τους. Η δε έκταση δασικών εδαφών που αναγνωρίστηκε σε αυτό το διάστημα ως κοινοτικής ή συλλογικής χρήσης είναι λιγότερη από το 20% όσων είχαν αναγνωριστεί στο 2002-2007. Επιπλέον οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών εξακολουθούν να διεκδικούν το 61% (περισσότερα από τρία στα πέντε εκτάρια) δασικών εκτάσεων όπου ζουν ιθαγενείς και τοπικές κοινότητες, αφήνοντάς τες ευάλωτες απέναντι στην εισβολή, κατοχή και εκμετάλλευση των εδαφών από ιδιώτες που τους καταδικάζουν στον εκτοπισμό και την εξαθλίωση.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Λατινική Αμερική αναδεικνύεται σε πρωτοπόρο, καθώς το 39% των δασικών τροπικών εκτάσεων είτε αποτελούν πλέον ιδιοκτησία είτε τελούν υπό τον έλεγχο των τοπικών κοινοτήτων. Στον αντίποδα βρίσκεται η υποσαχάρια Αφρική όπου οι ιθαγενείς ελέγχουν μόλις το 6% των εδαφών τους. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο δύο αφρικανικές χώρες από όσες ερευνήθηκαν, η Λιβερία και η Μοζαμβίκη, έχουν κανονιστικό πλαίσιο για τη συλλογική γαιοκτησία, ενώ στις χώρες της λεκάνης του Κονγκό, όπου ζουν εκατομμύρια ιθαγενείς κοινότητες, οι κυβερνήσεις έχουν τον έλεγχο του 99% των δασών.
Απληστία και «εταιρική ευθύνη»
Είναι ενδεικτικό ότι η συνολική δασική έκταση που έχει παραχωρηθεί για επενδύσεις και «επιχειρηματική χρήση» αυξήθηκε κατά 203 εκατ. εκτάρια στο διάστημα 2000-2011. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, ιδίως οι πολυεθνικοί όμιλοι με τα λόμπι και τους πολλούς μοχλούς πίεσης που διαθέτουν, έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στην απόσπαση των εδαφών των ιθαγενών και των τοπικών κοινοτήτων. Έρευνα του Munden Project σε 12 αναδυόμενες χώρες κατέδειξε ότι τουλάχιστον ένα στα τρία εκτάρια γης που εκχωρούνται σε ιδιώτες ανήκει σε εδάφη των ιθαγενών κοινοτήτων.
Στην Αργεντινή, το 84% των εκτάσεων που παραχωρήθηκαν για παραγωγή σόγιας βρίσκεται σε εδάφη των τοπικών κοινοτήτων. Η έκθεση της RRI με τίτλο «Πολλά λόγια, λίγες πράξεις», αναλύοντας τις εξελίξεις στα θέματα των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία γης το 2013, επισήμανε -όπως λέει ο τίτλος της- πως οι δεσμεύσεις στις οποίες προέβησαν μεγάλες πολυεθνικές που επικρίθηκαν για αθέμιτη απόσπαση συλλογικών εδαφών μοιάζουν να μένουν στις καλένδες. Εταιρείες όπως οι Asia Pulp & Paper, Unilever, Coca Cola, Wilmar, Nestlé, Rio Tinto δεσμεύτηκαν να διασφαλίσουν ότι οι εθνικοί εταίροι τους θα σέβονται τα εδαφικά δικαιώματα των ιθαγενών. Αλλά είναι ενδεικτικό, όπως αναφέρει η έκθεση, ότι ο εξορυκτικός κολοσσός Rio Tinto, παρότι είχε δεσμευτεί το 2012 ότι χωρίς τη συναίνεση των κοινοτήτων δεν θα προχωρά σε εξορύξεις, καταγγέλθηκε από δεκάδες κοινότητες ότι ουδέποτε ζήτησε τη γνώμη τους. Επιπλέον, Μογγόλοι βοσκοί κατήγγειλαν ότι η εταιρεία εξακολουθεί να περιφράσσει τους βοσκοτόπους τους, ενώ η Human Rights Watch κατηγόρησε την εταιρεία ότι διώχνει από τα εδάφη τους ολόκληρες αγροτικές κοινότητες της Μοζαμβίκης για να εκμεταλλευτεί τεράστιο ανθρακωρυχείο.
Η «εταιρική ευθύνη» που διατυμπανίζουν δεν είναι φιλανθρωπία ή γενναιοδωρία αλλά μια καλά μελετημένη τακτική μάρκετινγκ που απευθύνεται όχι στις κοινότητες των οποίων τους πόρους και τα εδάφη εκμεταλλεύονται αλλά στους καταναλωτές των ανεπτυγμένων χωρών, ευελπιστώντας σε βελτίωση της εικόνας τους και αύξηση των πωλήσεών τους. Οι συγκρούσεις που μπορεί να ξεσπάσουν λόγω της εκδίωξης των τοπικών κοινοτήτων από τα εδάφη τους μπορεί να έχουν καταστροφικό αποτέλεσμα. Αυξάνουν το λειτουργικό κόστος έως και 2.800%. Απειλούν μυθικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει στις Φιλιππίνες, όπου ο ξεσηκωμός για τις κατασχέσεις εδαφών για το ορυχείο Ταμπακάν θέτουν σε κίνδυνο επενδύσεις 6 δισ. δολαρίων. Με τον κίνδυνο σημαντικών οικονομικών ζημιών να αποτελεί αχίλλειο πτέρνα, απέναντι στην οποία ωστόσο κάποιες πολυεθνικές δείχνουν να έχουν ανοσία. Όπως ο αμερικανικός κολοσσός Cargill, τον οποίο η Oxfam κατηγόρησε τον Σεπτέμβριο ότι αγόρασε στην Κολομβία 30 φορές περισσότερες εκτάσεις γης από όσες επιτρέπει ο νόμος.
Αυτή η καταπάτηση των δικαιωμάτων και των εδαφών των τοπικών κοινοτήτων δεν θα ήταν δυνατή δίχως τη συνενοχή εθνικών ελίτ που επίσης ευνοούνται από τη μοιρασιά και κυρίως κυβερνήσεων πρόθυμων να παραχωρήσουν άνευ όρων και συχνά με αθέμιτες ή διεφθαρμένες πρακτικές τους εθνικούς και συλλογικούς πόρους στις μεγάλες πολυεθνικές στο όνομα της «αξιοποίησής» τους. Όπως συνέβη στη Λιβερία, όπου προκαταρκτική έρευνα κατέδειξε ότι οι περισσότερες από τις συμβάσεις εκχώρησης εδαφών, αξίας 8 δισ. δολαρίων, για εκμετάλλευση πετρελαίου και αερίου, των τελευταίων τεσσάρων ετών, ήταν παράνομες, όπως και η παραχώρηση μισού εκατομμυρίου εκταρίων σε ασιατικές επιχειρήσεις παραγωγής φοινικέλαιου. Όχι μόνο είχαν υφαρπάξει με τη σύμπραξη αξιωματούχων εδάφη των τοπικών κοινοτήτων αλλά και είχαν καρπωθεί τα περίφημα «δικαιώματα άνθρακα», τεράστιας οικονομικής αξίας, αντί των ιθαγενών.
Πεθαίνοντας στον βωμό του κέρδους
Στην Γκαμπόν, ο Μαρκ Ονα Εσάνγκι, ιδρυτής της ΜΚΟ Brainforest, καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση για δυσφήμηση επειδή κατηγόρησε αξιωματούχους για διαφθορά και διαπλοκή με τον σιγκαπουριανό όμιλο Olam International που διεκδικεί παραχώρηση κοινοτικών εδαφών. Αλλά αυτό είναι το ελάχιστο που μπορεί να υποστεί όποιος μάχεται για τα συλλογικά δικαιώματα των αυτόχθονων κατοίκων. Είναι απλά το πρώτο βήμα μιας σειράς απειλών, εκβιασμών, εκφοβισμών, που συχνά καταλήγουν σε φόνους.
Αστυνομικοί συνέλαβαν τον Λαοτινό ακτιβιστή Σαμπάθ Σομφόνε, που ένα μήνα πριν εξόργισε τις αρχές επειδή οργάνωσε φόρουμ πολιτών στο οποίο αγρότες διαμαρτύρονταν για τις κατασχέσεις και τις εκδιώξεις από τα εδάφη τους για να παραχωρηθούν σε καλλιεργητές καουτσούκ – κι έκτοτε η τύχη του αγνοείται. Η Ελίσα Λασκόνια Τουλίντ πυροβολήθηκε εξ επαφής μπροστά στον σύζυγο και την τετράχρονη κόρη της ως αντίποινα γιατί τόλμησε να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του λαού της στη γη στην επαρχία Κεζόν των Φιλιππίνων.
Στην Ταϊλάνδη ένοπλοι δολοφόνησαν τον Πρατζόμπ Νάο-οπάς επειδή οργάνωσε εκστρατεία για την απομάκρυνση βιομηχανικών τοξικών λυμάτων που μόλυναν τις αγροτικές κοινότητες της επαρχίας Τσατσοενγκσάο. Στην Κολομβία, η Αντελίντα Γκόμες Γκαβίρια δολοφονήθηκε επειδή ηγήθηκε καμπάνιας εναντίον χρυσωρυχείου της AngloGold Ashanti, που κατέστρεφε τα γεωργικά εδάφη της κοινότητάς της, ενώ πέντε εβδομάδες αργότερα, την ίδια μοίρα είχε ο συμπατριώτης της Σέσαρ Γκαρσία, πρόεδρος της οργάνωσης Αγροτική Συνείδηση, που μαχόταν κατά άλλου χρυσωρυχείου της ίδιας εταιρείας. Είναι μερικοί από τον μακρύ κατάλογο όσων μόνο πέρσι θυσιάστηκαν στον βωμό του κέρδους.
Της Χριστίνας Πάντζου / «Εφημερίδα των Συντακτών».