Οι περιφερειακές εκλογές που διεξήχθησαν χθες στην Ισπανία επιβεβαιώνουν την έναρξη μιας νέας πολιτικής εποχής στην Ισπανία, που χαρακτηρίζεται από την απώλεια ηγεμονίας του Λαϊκού Κόμματος.
Το τελευταίο χάνει τη μεγαλύτερη θεσμική εξουσία που απέκτησε ποτέ ένα κόμμα στη δημοκρατία. Είναι αλήθεια ότι κέρδισε τις περισσότερες ψήφους, με μικρή διαφορά από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η παραμονή του όμως στην κεφαλή των πόλεων που ήλεγχε και των περισσοτέρων αυτόνομων κοινοτήτων δεν εξαρτάται πλέον από αυτό, αλλά από την ικανότητα των δυνάμεων της Αριστεράς να συγκροτήσουν συμμαχίες.
Οι σοσιαλιστές, από την πλευρά τους, μπορούν να είναι ικανοποιημένοι από τα ποσοστά τους, έστω και αν είναι υποχρεωμένοι να συνεχίσουν τον δρόμο της ανανέωσης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, παραμένουν μια σοβαρή εναλλακτική λύση έναντι της κεντροδεξιάς στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Από την άποψη αυτή, επισημαίνει σε κύριο άρθρο της η El Pais, ο δικομματισμός παύει να καθορίζει την πολιτική ζωή της Ισπανίας, καθώς τακόμματα Podemos και Ciudadanos κερδίζουν μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που είχαν μέχρι σήμερα η Ενωμένη Αριστερά και το κόμμα «Ενωση, Πρόοδος και Δημοκρατία», τα δύο κόμματα τα οποία διαδέχονται. Μεγάλο ενδιαφέρον θα έχει τις επόμενες εβδομάδες η σχέση που θα διαμορφωθεί ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Podemos. Τα δύο αυτά κόμματα δεν θα ήθελαν να εμφανιστούν ως υπερβολικά ενωμένα ούτε όμως μπορούν να αφήσουν τις διαφορές τους να κυριαρχήσουν, όπως συνέβη στην Ανδαλουσία.
Οι νέες επιλογές που έχει μπροστά της η Αριστερά ανοίγουν μια νέα προοπτική για τις δύο πιο εμβληματικές πόλεις, τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, όπου μοιάζει να τερματίζεται η κυριαρχία του Λαϊκού Κόμματος και των καταλανών εθνικιστών αντιστοίχως. Αποφασιστικό ρόλο παίζει εδώ η προσωπικότητα των δύο γυναικών που ήταν επικεφαλής των αριστερών συνδυασμών, της Μανουέλα Καρμένα και της Αντα Κολάου. Αλλά και στη Βαλένθια, οι επιδόσεις των κομμάτων Compromis, Ciudadanos και Podemos τούς επιτρέπουν να εκδιώξουν το Λαϊκό Κόμμα από την εξουσία ύστερα από μια κυριαρχία δεκαετιών.
Σε γενικές γραμμές, αρχίζει στην Ισπανία μια περίοδος όπου θα υπάρχουν περισσότερες λύσεις και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περισσότεροι παράγοντες. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τη συνέχεια ενός πολιτικού σεισμού που ξεκίνησε με τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014. Όπως επισημαίνει στην El Pais η Σάντρα Λεόν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ και συνεργάτις του Fundacion Alternativas, το πολιτικό σύστημα της χώρας κλονίζεται εδώ και μια τετραετία από μια κρίση αντιπροσώπευσης που εκδηλώνεται τόσο στους δρόμους όσο και μέσα από ποικίλες πρωτοβουλίες κοινωνικών κινητοποιήσεων.
Όλα τα κόμματα, και ιδιαίτερα τα νέα, θα πρέπει να προσαρμοστούν τους επόμενους μήνες στον νέο πολιτικό χάρτη της χώρας. Αν οι προσδοκίες των πολιτών περιοριστούν σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, υπάρχει κίνδυνος οι ελπίδες του σήμερα να εξουδετερωθούν από την απογοήτευση του αύριο.
Ένα σύστημα που στηρίζεται σε συμμαχίες προϋποθέτει την κατανόηση από την πλευρά των πολιτών ότι τα κόμματα που ψήφισαν θα προβούν σε παραχωρήσεις στο όνομα της συναίνεσης. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Οι αλλαγές που σημειώνονται στο σύστημα των κομμάτων οφείλονται στην αίσθηση ενός μέρους του εκλογικού σώματος ότι τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα πρόδωσαν την ιδεολογία τους και κυβέρνησαν αγνοώντας τις επιθυμίες των πολιτών. Η διεύρυνση της πολιτικής προσφοράς, όμως, που έρχεται ως αποτέλεσμα αυτής της δυσαρέσκειας, αυξάνει την πιθανότητα τα κόμματα να υποχρεωθούν να παραιτηθούν από ορισμένες δεσμεύσεις τους ώστε να μπορέσουν να λάβουν μέρος στη διακυβέρνηση.