1.Ρουφέ – ρουφέ
Ο Μανούσος από το χωριό πήγε στα Χανιά γιατί ήτανε μάρτυρας σε μια δίκη. Εκεί βρήκε το φίλο του τον Αντρουλή που είχε πιάσει δουλειά σε ένα μαγαζί και πήγανε σε ένα καφενείο που σύχναζε ο Αντρουλής για να πούνε τα δικά τους. Μόλις καθίσανε ο Αντρουλής παράγγειλε δύο καφέδες. Ο καφεντζής, που ήξερε πως πίνει τον καφέ ο Αντρουλής, ρώτησε τον Μανούσο:
-Παρακαλώ, κύριος, πως πίνετε τον καφέ σας;
-Εγώ τονε πίνω ρουφέ – ρουφέ, ντα δεν πίνεται δα αυτός και μονορούφι. Ντα πως τονε πίνεις απατό σου;
2.Ο Καβγάς
Σε ένα ορεινό χωριό βρέθηκε μια φορά μια μικρή παρέα. Ένας παπάς, ένας δικηγόρος και ένας γιατρός. Όπως κάθονταν στο καφενείο και πίνανε τον καφέ τους αντιλήφθηκαν ότι άναβε ένας καβγάς εκεί κοντά. Επαρακολουθούσαν την εξέλιξη του καβγά από περιέργεια αλλά και από ενδιαφέρον. Όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός, ο γιατρός σηκώθηκε και ρώτησε αν υπάρχει τραυματίας. Ο παπάς σηκώθηκε και ρώτησε αν υπάρχει νεκρός, ο δικηγόρος όμως καθότανε στην καρέκλα του και είπε στους άλλους: «Εγώ έτσι κι αλλιώς θα έχω διάφορο, από σας μπορεί να έχει διάφορο μόνο ο ένας».
3.Το πείσμα του Σφακιανού
Ένας Ασκυφιώτης είχε τα πρόβατά του στην περιοχή του Κουρνά στο χειμαδιό. Μια φορά που πήγαινε στο χωριό του εσυνάντησε τον Χριστό μεταμορφωμένο σε κοινό θνητό.
-Για πού συραγάς, κουμπαριό; (είπε ο Χριστός στον Ασκυφιώτη).
-Απού τ’ Ασκύφου είμαι κ’ έχω μια ουλιά δουλειά στο χωριό και θα πάω μια σκοπανές.
-Όντεν ξεκινάς να πάεις ποθές, να λέεις α θέλει ο Θεός, απού να ‘χεις τη βοήθειά ντου.
-Εγώ δε μπαρακαλώ ποτές μου μούδε το Θεό και σαν εξεκίνησα θα πάω θέλει δε θέλει ο Θεός.
Έτσι είπε ο Ασκυφιώτης αισθανόμενος ότι ταπεινώνεται αν παραδεχτεί ότι εξαρτάται από άλλους αν θα πάει στο χωριό του, έστω και αν το θέλει ή δεν το θέλει ο Θεός. Ο Χριστός πάλι εσκέφτηκε ότι αξίζει μια τιμωρία στον εγωιστή Σφακιανό και τον έκανε βάτραχο και τον έριξε στην λίμνη του Κουρνά.
Περάσανε χρόνια και ο Ασκυφιώτης ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή μα δεν παρέλειψε να ανακτήσει και τον πρωτινό του εγωισμό. Όταν ξανασυναντηθήκανε με το Χριστό και πάλι επήγαινε στ’ Ασκύφου αυτός, και τον ρώτησε πάλι: «Για πού συραγάς κουμπαργιό;» «ως τ’ Ασκύφου θα πεταχτώ». Τότες πάλι ο Χριστός, όπως την άλλη φορά, του λέει: «Να λέεις αν θέλει ο Θεός». Τότε ο Σφακιανός εκατάλαβε ότι επαναλαμβάνεται η παλιά ιστορία και είπε στον Χριστό: «Θέλεις δε θέλεις θα πάω στ’ Ασκύφου κι αν έχεις διαφορετική γνώμη έντηνε τη λίμνη».