Στα παιδικά μου χρόνια στο χωριό μου τον Καλλικράτη Σφακίων όπου εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα έως τα 29 μου χρόνια θα αναφέρω ένα περιστατικό απού γινόταν παλιά στα απομακρυσμένα χωριά.
Ο κάθε χωρικός που ζούσε σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές είχε ολίγα ζούμπερα, παραδείγματος χάρη, από 1 έως 2 κατσίκες ή μια δεκαριά πρόβατα που τότες τα έλεγαν κουτουβάρια ίσως και καμιά αγελάδα ή και κανένα χοίρο οπού τον συντηρούσε από τροφή με αποφάγια και χόρτα που εμάζευε από τα χωράφια του.
Αυτά τα ζώα άμα μεγάλωναν και ήταν πια για πούλημα δεν ήταν εύκολο να βρει ζωέμπορο να τα πουλήσει και γι’ αυτό αναγκάζονταν σε κάθε χρονικό διάστημα να τα σφάζει ο ίδιος. Και να διαλαλεί στο χωριό του , να ρωτά τον κάθε χωριανό του πόσες οκάδες τότες θα πάρει έστω και δανεικό που θα του το γύριζε όταν και εκείνος θα έσφαζε το δικό του.
Και προσπαθούσε να βρει μουστερήδες έτσι τους έλεγαν τους πελάτες τότε. Αλλά άμα δεν έβρισκαν μουστερήδες που θα τους παράγγελναν έστω τα 3 τέταρτα από το βάρος του ζώου δεν το έσφαζαν ώσπου να βρουν πελάτες , διότι δεν υπήρχαν ευκολίες , τα ψυγεία μονάχα είχαν κλουβιά με ψιλό σύρμα και διατηρούσαν το κρέας έστω και για δύο μέρες. Έτσι το προφύλαγαν από τις μύγες.
Ανδρέας Αρολιθιανάκης του Γεωργίου
Ζούμπερα-Οικόσιτα Ζώα
Κουτρουβάρια – μικρό κοπάδι