Η Σανίκο Τσαούσι 75 χρόνων από την Αλβανία, μητέρα επτά παιδιών και γιαγιά δέκα εννέα εγγονών, εξαφανίστηκε από την μέση του δρόμου ενώ πήγαινε στο σπίτι του τραυματισμένου από τροχαίο γιου της, που βρίσκεται κοντά στο νεκροταφείο του χωριού. Το αίμα που βρέθηκε στην άκρη του δρόμου και δεν ερεύνησαν οι αστυνομικοί, έδειξε στην οικογένεια πως κάποιος διερχόμενος οδηγός τη χτύπησε, την πήρε μαζί του και την εξαφάνισε…
Το ντοκουμέντο που εντόπισε το Τούνελ από κάμεραν ασφαλείας της περιοχής, δείχνει όλα τα αυτοκίνητα που βρέθηκαν στο δρόμο της το πρωινό της Παρασκευής 23 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ρεπόρτερ της εκπομπής βρήκε τους οδηγούς που μένουν στην περιοχη και μίλησε μαζί τους. Ανάμεσά τους ο ιερέας του χωριού και ένας εργάτης, που πήγαιναν στο νεκροταφείο για συγκεκριμένες εργασίες.
Η εκπομπή βρήκε τον Τσέχο εργάτη στην χώρα του αλλά δήλωσε πως δεν θυμάται τι έγινε εκείνη την περίοδο. Στο νεκροταφείο πήγε για να το καθαρίσει από τα χόρτα.
Η οικογένειά της όλο αυτό τον καιρό οργώνει κυριολεκτικά την περιοχή και ψάχνει απαντήσεις από κατοίκους που ξέρουν.
Ζητούν να μιλήσουν προκειμένου να βρουν ό,τι έχει απομείνει από τη μητέρα και γιαγιά.
Το ντοκουμέντο από κάμερες ασφαλείας
Λίγα λεπτά μετά τις 7 και μισή το πρωί ένα μπορντό όχημα στρίβει στον δρόμο του νεκροταφείου του χωριού. Ανήκει στο Τσέχο εργάτη που μένει για χρόνια στην περιοχή. Σε αυτόν και την ομοεθνή σύντροφό του έχει αναθέσει ο ιερέας τον καθαρισμό του νεκροταφείου και εκεί κατευθύνονται…
Λίγο αργότερα και ενώ το ρολόι δείχνει τέσσερα λεπτά πριν τις 8 το δρόμο του νεκροταφείου παίρνει ένα ακόμη γκρι όχημα ενώ στο δρόμο διακρίνονται μαθητές που πηγαίνουν στο σχολείο…Ανήκει στον ιερέα του χωριού που κατά δήλωση του στην εκπομπή πηγαίνει να δώσει οδηγίες στους εργάτες..
Κάμερα δείχνει τις τελευταίες κινήσεις της άτυχης γυναίκας. Φτάνει στην διασταύρωση και αφήνει μια σακούλα στο κάδο απορριμμάτων. Διασχίζει κάθετα την επαρχιακή οδό Αλικιανού – Ζουνακίου για να βρεθέι στο δρόμο του νεκροταφείου. Με αργό βηματισμό μπαίνει στο απέναντι στενό. Είναι η τελευταία της εικόνα πριν εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Ο χρόνος που ακολουθεί, κυλά αργά. Κάθε καρέ της εικόνας, έχει σημασία. Ένα όχημα βγαίνει από τον δρόμο του νεκροταφείου. Ο ιδιοκτήτης του ταυτοποιείται . Είναι κάτοικος. Έχει το σπίτι του στο ίδιο στενό. Δηλώνει πως δεν θυμάται η δεν πρόσεξε την γυναίκα.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με την οδηγό του επόμενου οχήματος που ακολουθεί με διαφορά 40 δευτερολέπτων. Η ιδιοκτήτρια αυτού του Μαύρου τζιπ μεταφέρει τα παιδιά της στο σχολείο. Το τούνελ την εντόπισε και περιγράφει τι είδε στον τηλεοπτικό φακό.
Η οδηγός του επόμενου οχήματος παρότι βγαίνει ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα από το ίδιο στενό δεν πρόσεξε την Σανίκο Τσαούση.
Στο επόμενο απόσπασμα του βιντεοληπτικού υλικού καταγράφονται οι δύο κόρες της να περνούν με την σειρά τους το δρόμο έξι λεπτά μετά την αγνοουμένη. Πιστεύουν ότι θα προλάβουν την μητέρα τους που προπορεύεται καθώς περπατά αργά. Δεν την βλέπουν πουθενά και αρχίζουν να την αναζητούν…
Στις 8 και 30 το όχημα του ιερέα διακρίνεται να φεύγει από το νεκροταφείο για να επιστρέψει μία ώρα και 40 λεπτά αργότερα στις 10 και 10 περίπου.
Ο ιερέας δηλώνει στο Τούνελ και την Ευαγγελία Μαρινάκη πως επέστρεψε να δει αν τελείωσαν ο Τσέχος εργάτης και η σύντροφος του τις δουλείες που τους είχε αναθέσει .Δεν τους βρήκε πουθενά γιατί είχαν φύγει ..
Στις 10 και μισή η κάμερα ασφαλείας καταγράφει το όχημα του ιερέα να φεύγει. Τον ακολουθεί ένα όχημα ίδιο ακριβώς με αυτό του Τσέχου εργάτη.
Αυτό το βίντεο ντοκουμέντο που φέρνει στο φως το «Τούνελ» είναι στο μικροσκόπιο της ασφάλειας Χανίων και αποτελεί ενδεχομένως το κλειδί του γρίφου.
«Ξαναγύρισα στην εκκλησία αλλά δεν βρήκα τους εργάτες…»
Ο ιερέας του χωριού μίλησε στο Τούνελ για εκείνο το πρωινό.
«Δεν την ήξερα την κυρία αλλά γνώριζα τα παιδιά της. Δεν την είδα στο δρόμο μου. Ανέβηκα περίπου στις οχτώ προς το νεκροταφείο με το αυτοκίνητό μου γιατί είχα δυο εργάτες εκεί και ήθελα να τους δείξω τι δουλειές να κάνουν. Είχαν να καθαρίσουν κάτι χόρτα. Ήταν ο Φρανκ ένας Τσέχος και άλλη μια γυναίκα και εκείνη από Τσεχία. Ήταν χρόνια εδώ αλλά έφυγε λίγο πριν τα Χριστούγεννα και δεν έχει επιστρέψει. Έκατσα περίπου μισή ώρα και έφυγα. Ξαναπήγα γύρω στις 11 να δω αν είχαν τελειώσει και δεν τους βρήκα εκεί», λέει χαρακτηριστικά.
Του φαίνεται περίεργο πως γίνεται να εξαφανίστηκε μια γυναίκα οχτώ το πρωί και παρά τις έρευνες της Αστυνομίας να μην βρεθεί.
«Είναι πολύ άδικο αυτό που έχει συμβεί. Στο σημείο που ήμουν στο ναό, ούτε είδα αυτοκίνητο ούτε άκουσα κάτι» καταλήγει.
«Στο νεκροταφείο δεν έγινε τίποτα περίεργο…»
Σε μια άκρη του δρόμου που περπατούσε η άτυχη γιαγιά, υπήρχαν κηλίδες αίματος.
«Για το αίμα το έχω ακούσει. Είναι εύκολο τώρα αυτό; Χτυπάς έναν άνθρωπο στον δρόμο και χάνεσαι; Μπορεί ένας άνθρωπος να πάρει έτσι έναν άλλο;», λέει ο ιερέας του χωριού.
Για το αυτοκίνητο του εργάτη που είδαν έξω από το νεκροταφείο, πρόσθεσε:
«Εγώ όταν ανέβηκα το αυτοκίνητο το είχε βάλει αυτός στην πάνω μεριά του νεκροταφείου, δεν το είχε αφήσει κάτω. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον. Τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό, κάποια στιγμή θα βρεθεί και έτσι θα δικαιωθεί και το χωριό, γιατί έχει κατά κάποιο τρόπο σπιλωθεί. Είναι δυνατόν να ξέρει κάποιος από το χωριό τι έχει συμβεί και να μην μιλάει για την εξαφάνιση, ή τον φόνο μιας γυναίκας, αν είναι φόνος. Είναι εύκολο να σηκώσεις έναν άνθρωπο; Μόνο αν ήταν δυο ή τρεις μαζί και έγινε ό,τι έγινε. Εύχομαι ο Θεός να δώσει και το συντομότερο να βρεθεί και για τους ανθρώπους και για την ίδια, την καημένη. Να λυτρωθεί και αυτή».
«Δεν είδα φρενάρισμα στο δρόμο και δεν άκουσα τίποτα»
Στην εκπομπή μίλησε κάτοικος του χωριού που μένει στο δρόμο που οδηγεί προς το νεκροταφείο όπου χάθηκαν τα ίχνη της άτυχης μητέρας.
«Εκείνη την μέρα δεν είδα τίποτα. Την ώρα που λένε ότι χάθηκε ήμουν πίσω από το σπίτι σε κάτι πρόβατα που έχω. Δεν άκουσα ούτε αυτοκίνητο να περνάει ούτε κάποιο φρενάρισμα. Δεν είναι πολυσύχναστος ο δρόμος αυτός. Περνάνε συγκεκριμένα άτομα από την δική μας γειτονιά και από την πάνω. Ξέρω ότι εκείνη την μέρα σε ένα σπίτι γινόταν ανακαίνιση και υπήρχαν εργολάβοι.», λέει χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τα αίματα που φαίνεται ότι υπήρχαν στον δρόμο αναφέρει πως είχε δει κάποιες κηλίδες που έμοιαζαν με αίμα αλλά δεν μπορεί να είναι και σίγουρος για αυτό.
«Οι κάμερες «μιλούν» για το μοιραίο πρωϊνό…»
«Με πάρα πολύ κόπο βρήκαμε υλικό από κάμερα ασφαλείας που δείχνει για τελευταία φορά ζωντανή την πεθερά μου και ήταν κάτι που το ήθελα, γιατί είναι το τελευταίο πράγμα που έχουμε από αυτήν» λέει η Ροζαλία Καπαράκη νύφη της αγνοούμενης.
«Ξέρουμε σίγουρα ότι το ένα από τα αυτοκίνητα ανήκει σε έναν εργάτη, ο οποίος καλώς ή κακώς έφυγε από την Ελλάδα τα Χριστούγεννα και αυτό πάρα πολύ μας παραξένεψε, γιατί ήταν στο χώρο του νεκροταφείου εκείνη την ημέρα. Μόνος του είπε ότι είδε την πεθερά μου, ότι της είπε «καλημέρα», ότι βγήκε να ψάξει να τη βρει και ξαφνικά ούτε μιλούσε, ούτε ήθελε να μας δώσει κάτι παραπάνω. Ένας άλλος κύριος που μένει εκεί κοντά που βρέθηκαν τα αίματα, ούτε αυτός την είδε και το επόμενο αυτοκίνητο που είδαμε να πηγαίνει μια-δυο φορές πάνω, ήταν του ιερέα».
Με δάκρια στα μάτια η νύφη της λέει πως το μόνο που θέλει είναι να την βρουν.
«Έχεις έναν άνθρωπο στο σπίτι σου και τρώει και πίνει και χορεύει το προηγούμενο βράδυ και την άλλη μέρα σου λένε «δεν τη βρίσκουμε». Μα πώς δεν την βρίσκουν; Εμείς δεν κατηγορούμε κανέναν. Εμείς θέλουμε να βρούμε τον άνθρωπό μας».
Για τις δυσκολίες που περνά η οικογένεια όλο αυτό το διάστημα μίλησε στο «Τούνελ» και ο γιος της Σανίκο.
«Περιμένουμε όλοι να βρεθεί η αλήθεια, να βρεθεί η μάνα μου, να την πάω εκεί που ανήκει. Ακόμα ψάχνω, εγώ ο ίδιος προσωπικά. Δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ, να πάω στη δουλειά. Κλαίω σαν μικρό παιδί» .
Ο γιος της αγνοούμενης κρατά τα λουλούδια που πήγε η οικογένεια στο σημείο που βρέθηκε το αίμα, στην περιοχή από όπου φαίνεται να εξαφανίστηκε.
«Μετά από τρεις μέρες που πήγα πάνω στο χωριό, βρήκα σπασμένο το βάζο και τα λουλούδια πεταμένα μέσα στον κάδο. Ξαναπήγα μετά από δυο μήνες και ξαναέβαλα και τα πέταξαν πάλι. Κάποιον ενοχλούν εκεί, δεν ξέρω για ποιον λόγο. Θέλουν να κρύψουν κάτι; Ξέρουν κάτι και δεν θέλουν να μιλήσουν;».