Ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ , Γιώργος Μαργαρίτης, μίλησε σήμερα στο ράδιο 98.4 , εξήγησε πως 75 χρόνια μετά το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου και της Ναζιστικής Κατοχής στην Ελλάδα, επιχειρείται μέσω του πρότζεκτ “Μνήμες από την Κατοχή”, ιδέα του καθηγητή Χάγκεν Φλάισερ με προϋπολογισμό 1,2 εκατομμύρια ευρώ, σε σύνδεση με το Γερμανικό ΥΠΕΞ και ελληνικά ιδρύματα στην Ελλάδα, επιχειρείται μια νέα προσέγγιση της Ιστορίας , στη βάση προσωπικών προφορικών μαρτυριών πολλών απόψεων επί του θέματος και στη ουσία η αναθεώρηση δυσάρεστων ιστορικών ντοκουμέντων με άμβλυνση των ευθυνών της Γερμανίας , εκείνης της περιόδου.
Μάλιστα , παρέθεσε σημεία από την ψηφιακή πλατφόρμα που παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη με τίτλο «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα», όπου όπως είπε επιχειρείται να γραφεί η Ιστορία ξανά με έναν εξόχως αποκαλυπτικό τρόπο όχι μνήμης, αλλά λήθης και αλλοίωσης ιστορικών γεγονότων, υπό το πρίσμα προσωπικών αμφίπλευρων μαρτυριών , θυμάτων και θυτών.
Ο Γ. Μαργαρίτης σημείωσε ότι παρόλο που στην αρχή ισχυρίζονταν οι εμπλεκόμενοι και διατύπωναν στους σκοπούς τους προγράμματος πως επιχειρούν να διαφωτίσουν την γερμανική κοινή γνώμη για την κατοχή στην Ελλάδα, όπως βλέπουμε τώρα απευθύνονται κυρίως στους Έλληνες και όχι στους Γερμανούς μαθητές. «Το ελληνικό υλικό θα είναι πιο εμπλουτισμένο, διότι η ιστορία της Κατοχής στη χώρα μας ενδιαφέρει τους μαθητές περισσότερο – είναι πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα η συζήτηση για την πείνα, τις μαζικές εκτελέσεις και τα αντίποινα.
Για τη Γερμανία, αντίθετα, η Ελλάδα δεν ήταν παρά μία μικρή χώρα μεταξύ άλλων χωρών που κατέκτησαν. Για εκείνη, μεγαλύτερη σημασία έχει το Ολοκαύτωμα». Αποκαλυπτικό είναι και το εγχειρίδιο για τους εκπαιδευτικούς , όπου επιχειρείται ακόμη και η απαξίωση του Έλληνα εκπαιδευτικού για να δικαιολογήσει την παρέμβαση του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών μέσω του πρότζεκτ: “Ακόμη κι αν υπήρχε διαθέσιμος χρόνος, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν σπουδάσει ελάχιστα ή καθόλου Ιστορία, είναι δηλαδή ουσιαστικά ανειδίκευτοι.
Ακόμη και όσοι έχουν αποφοιτήσει από ιστορικά τμήματα, πιθανότατα δεν έχουν διδαχθεί την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν γνώρισαν τα νέα θεματικά πεδία και τις οπτικές, δεν εξοικειώθηκαν με τις νέες μεθόδους και τα διεπιστημονικά ερευνητικά σχήματα.”
Σε άλλο σημείο διαβάζουμε: “η σχολική ιστοριογραφία παρουσιάζει σοβαρή υστέρηση. Όχι μόνο δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις στην ελληνική και διεθνή ιστορική έρευνα και δεν αφουγκράζεται το δημόσιο ενδιαφέρον για την περίοδο αυτή, αλλά εμφανίζει ανησυχητικά σημεία συντηρητικής αναδίπλωσης:
Υιοθετεί εκ νέου την εθνοκεντρική οπτική για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προβάλλοντας τον ως ελληνο-ιταλική/γερμανική/βουλγαρική σύρραξη και, παραβλέποντας τον καταλυτικό ρόλο της φασιστικής ιδεολογίας και της φυλετικής θεωρίας σε αυτόν, δίνει έμφαση στις πολεμικές επιχειρήσεις των αντιπάλων, αγνοεί νέες θεματικές και ερμηνευτικά σχήματα, ενώ υποβαθμίζει τις μορφές συνεργασίας με τους κατακτητές σε ασήμαντες παρεκκλίσεις από τον κανόνα της πανεθνικής Αντίστασης.”