Για άλλη μια χρονιά το ψήφισμα που κατέθεσε η Κούβα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για την άρση του εγκληματικού χρηματοπιστωτικού, εμπορικού και οικονομικού αποκλεισμού από τις ΗΠΑ συνάντησε τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των χωρών του κόσμου.
185 χώρες ψήφισαν υπέρ, μόνο 2 κατά (ΗΠΑ, Ισραήλ) και 2 απείχαν (Ουκρανία, Βραζιλία), ενώ εκπρόσωποι 4 χωρών δεν ήταν παρόντες στην ψηφοφορία.
Το ψήφισμα αυτό κατατίθεται τα τελευταία 30 χρόνια από την κουβανική κυβέρνηση, που με εμπεριστατωμένο τρόπο καταγγέλλει τον απάνθρωπο αποκλεισμό και τις τεράστιες επιπτώσεις του στον κουβανικό λαό.
Χτες, ο υπουργός Εξωτερικών της Κούβας, Μπρούνο Ροντρίγκες Παρίγια, εξέθεσε τα τελευταία, επικαιροποιημένα στοιχεία του αποκλεισμού για την περίοδο Αύγουστος 2021 – Φλεβάρης 2022, τα οποία καταγράφουν το τεράστιο κόστος που σημαίνει για τον κουβανικό λαό η βάρβαρη αυτή πολιτική, που επιδεινώθηκε και την περίοδο της πανδημίας. Εγινε αναφορά σε ζημιά στην κουβανική οικονομία – μόνο γι’ αυτήν την περίοδο – ύψους 3,8 δισ. δολαρίων, δηλαδή 49% πάνω από τις αντίστοιχες ζημιές της περιόδου Γενάρης – Ιούλης 2021.
Τους 14 πρώτους μήνες της κυβέρνησης Μπάιντεν, που διατήρησε τις 240 επιπρόσθετες κυρώσεις που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ, το κόστος των ζημιών που έχουν προκληθεί στην Κούβα είναι 6,3 δισ. δολάρια, δηλαδή 454 εκατ. δολάρια κατά μέσο όρο τον μήνα.
Οι ζημιές στα πάνω από 60 χρόνια αποκλεισμού φτάνουν τα 154,2 δισ. δολάρια.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στον απαράδεκτο νόμο Χελμς – Μπάρτον, που έχει εξωεδαφικό χαρακτήρα και επιβάλλει κυρώσεις σε τρίτες χώρες που θέλουν να έχουν εμπορικές σχέσεις με την Κούβα, ή που θέλουν να εξάγουν προϊόντα, αν αυτά περιέχουν πάνω από 10% ανταλλακτικά που έχουν κατασκευαστεί στις ΗΠΑ. Επίσης καταγγέλθηκε η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη ένταξη της Κούβας στον κατάλογο των «κρατικών χορηγών της τρομοκρατίας», του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, την οποία επέβαλε ο Τραμπ και διατηρεί ο Μπάιντεν.
Δεκάδες ομιλητές στη ΓΣ του ΟΗΕ στηλίτευσαν τη βάρβαρη πολιτική των ΗΠΑ και τις κάλεσαν να σεβαστούν τη σχεδόν ομόφωνη απαίτηση για τερματισμό του αποκλεισμού.
Από το 2019, οι ΗΠΑ «έχουν κλιμακώσει την πολιορκία γύρω από τη χώρα μας, μεταφέροντάς την σε μια ακόμη πιο σκληρή και πιο ανθρώπινη διάσταση, με σκοπό να προκαλέσουν σκόπιμα τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά στις κουβανικές οικογένειες », είπε ο κουβανός υπουργός Εξωτερικών Μπρούνο Ροντρίγκεζ. συγκεντρωμένοι εκπρόσωποι.
Ο διπλωμάτης επέκρινε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ότι συνέχισε την πολιτική « μέγιστης πίεσης » του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ αντί να συνεχίσει την τάση για αναθέρμανση των σχέσεων που κίνησε ο Μπαράκ Ομπάμα τον τελευταίο χρόνο της θητείας του.
Αν και αναγνώρισε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε κάνει ορισμένες εξαιρετικά περιορισμένες κινήσεις για να ανοίξει πτήσεις, εμβάσματα και προξενικές υπηρεσίες με την Κούβα, ο Ροντρίγκεζ υποστήριξε ότι « ο αποκλεισμός, ο οποίος έχει ενισχυθεί στα άκρα, εξακολουθεί να είναι το κεντρικό στοιχείο που καθορίζει τη πολιτική των ΗΠΑ για την Κούβα».
Από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε την εξουσία, το εμπάργκο έχει κοστίσει στην κουβανική οικονομία περίπου 6,35 δισεκατομμύρια δολάρια, είπε ο Ροντρίγκεζ – αριθμός που μεταφράζεται σε περισσότερα από 15 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα.
Οι ΗΠΑ απείχαν από την ψηφοφορία που καταδίκαζε το εμπάργκο για πρώτη φορά το 2016, λίγο αφότου ο Ομπάμα αποκατέστησε τις επίσημες σχέσεις με το νησί. Ωστόσο, ο Τραμπ επανέλαβε τις προσπάθειες των προηγούμενων προέδρων να απομονώσουν το σοσιαλιστικό έθνος. Η Ουάσιγκτον επέβαλε το εμπάργκο το 1960 μετά την επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο που ανέτρεψε τη φιλική προς τις ΗΠΑ κυβέρνηση Μπατίστα και εθνικοποίησε περιουσίες που ανήκαν σε Αμερικανούς πολίτες.
Τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και ο Μπάιντεν υποστήριξαν τα « ανθρώπινα δικαιώματα » για να δικαιολογήσουν δεκαετίες οικονομικού στραγγαλισμού, ένα επιχείρημα που ο αναπληρωτής πρεσβευτής της Κούβας στον ΟΗΕ, Γιούρι Γκάλα, απέρριψε ως παράλογο.
Με πληροφορίες από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης»