Του Σίμου Ανδρονίδη
Πριν από λίγες ημέρες, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, διακήρυξε την πρόθεση της να καταθέσει ένα νέο σχέδιο νόμου σχετικό και με το εκλογικό σύστημα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε αντικατάσταση της απλής αναλογικής που εισήγαγε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ το όχι μακρινό 2018.
Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαϊου του 2019, διεξήχθησαν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής (βλέπε και ΄Κλεισθένης’) που εν προκειμένω, κατέστη εν τοις πράγμασι, ιδιαίτερα δυσλειτουργικός.[1]
Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης, θα κινείται γύρω από τους εξής άξονες: Πρώτον, καταργεί την απλή αναλογική που υπήρξε αυτοδιοικητική πρωτοβουλία της προηγούμενης συγ-κυβέρνησης-κυβέρνησης, με στόχο την άμεση ενίσχυση της κυβερνησιμότητας των δήμων, ώστε ο συνδυασμός που πλειοψήφησε να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατ’ επέκταση την δυνατότητα να διοικήσει τον δήμο και να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς παρεμβολές. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση προσανατολίζεται να μεταβάλλει δραστικό το σύστημα εκλογής των δύο γύρων, καθιερώνοντας την εκλογή δημάρχου (ή και περιφερειάρχη, αντίστοιχα), από τον πρώτο, σε περίπτωση που κάποιος υποψήφιος λάβει ποσοστό πάνω από 40% (αναμένεται η διευκρίνιση ως προς το ποσοστό).
Δεύτερον, διαφαίνεται η πρόθεση μείωσης του αριθμού των δημοτικών συμβούλων που εκλέγονται, κύρια σε δήμους μεγάλου μεγέθους, με στόχο εδώ να επέλθει μία πολιτική εξισορρόπηση που δύναται να καταστήσει αρκούντως λειτουργικό ένα δημοτικό συμβούλιο, όχι τόσο όσον αφορά την διαδικασία λήψης των αποφάσεων, όσο την συζήτηση επί συγκεκριμένων πολιτικών. Και τρίτον, η κυβέρνηση τείνει προς την κατεύθυνση εισαγωγής πλαφόν εκλογικής εκπροσώπησης, το οποίο και μπορεί να κυμαίνεται και μεταξύ 3% με 5%.[2] Ας δούμε αναλυτικότερα τις προθέσεις της κυβέρνησης, εστιάζοντας σε και κάθε μία πρόβλεψη ξεχωριστά.
Έτσι, ως προς την δυνατότητα εκλογής δημάρχου και περιφερειάρχη από τον πρώτο γύρο, θα σημειώσουμε πως επρόκειτο για μία εκλογή η οποία και εφαρμόσθηκε στις δημοτικές και νομαρχιακές (τότε) εκλογές του 2006, επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή.
Όμως, θεωρούμε πως η συγκεκριμένη επιλογή για την εκλογή δημάρχων και περιφερειαρχών, δεν είναι η ενδεδειγμένη για την ίδια την λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο βαθμό όπου ένα εκλογικό σύστημα δύο γύρων, αφενός μεν σχετικά ευρεία καταγραφή υποψηφιοτήτων κατ’ επέκταση, θέσεων για έναν δήμο και μία περιφέρεια, και, αφετέρου δε, επιτρέπει, κύρια στον δεύτερο εκλογικό γύρο όπου και αναμετρώνται οι δύο υποψήφιοι που συγκέντρωσαν τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, την περαιτέρω και κεντρική ανάδειξη και των διακυβευμάτων-θέσεων των δύο, αλλά και το μοντέλο αυτοδιοικητικής λειτουργίας που δύναται να ακολουθηθεί. Η επιλογή του ενός και άμεσα εκλόγιμου γύρου, δύναται να συμβάλλει στην διαμόρφωση προϋποθέσεων για την συγκρότηση ενός αυτοδιοικητικού-εκλογικού ‘εκλεκτικισμού,’ που θα έχει ως βάση το υπόδειγμα της ‘ισχυρής’ υποψηφιότητας, της εκλογικά ‘επιτυχημένης’ και αποτελεσματικής. Από τις δυσχέρειες που προκάλεσε η απλή αναλογική, κινδυνεύουμε να μεταφερθούμε στην κοινοτοπία της ‘πάση θυσία κυβερνησιμότητας,’ με το εκλογικό όριο να μειώνεται αισθητά.
Τώρα, η εκλογή μικρότερου αριθμού δημοτικών συμβούλων σε δήμους μεγάλους πληθυσμούς (οι θεωρούμενοι ως μητροπολιτικοί δήμοι[3] της χώρας), θεωρούμε πως κινείται στην ορθή κατεύθυνση, ιδίως εάν λάβουμε υπόψιν το πρόσφατο παράδειγμα των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2019, όταν και υπήρξε μία πλημμυρίδα υποψηφίων δημοτικών συμβούλων διαφόρων πολιτικών-ιδεολογικών αποχρώσεων, δημιουργώντας δυσχέρειες και στο να ακουστούν όλες οι φωνές, αλλά και δημιουργώντας την αίσθηση ύπαρξης υποψηφίων ‘διαφορετικών ταχυτήτων.’ Η θέσπιση πλαφόν εκλογιμότητας από την άλλη πλευρά, εγγράφει περιεχομενικά, διττά χαρακτηριστικά που καθίστανται σχετικά με την ‘ευκαιρία’ και με τον ‘κίνδυνο.’
Αρχικά, κάνοντας λόγο για ‘ευκαιρία,’ έχουμε κατά νου ό,τι η θέσπιση του εκλογικού πλαφόν, δύναται να επιφέρει τις δυνατότητες διαμόρφωσης συγκλίσεων μεταξύ δημοτικών και περιφερειακών συνδυασμών, ώστε να αυξηθεί κατά τι το ενδεχόμενο εκλογής και εκπροσώπησης στο δημοτικό-περιφερειακό συμβούλιου. Αυτή η ‘ευκαιρία’ σχετίζεται και με πολιτικά κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς, που ιδίως σε δήμους μικρού και μεσαίου μεγέθους είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα εκλογής. Η ‘ευκαιρία’ ή αλλιώς, οι ‘ευκαιρίες’ δεν ενσκήπτουν μεταφυσικώ τω τρόπω, αλλά, αντιθέτως, ανακύπτουν πολιτικά, προτάσσοντας την συνεργασία-συμμαχία για να καταστεί περισσότερο εφικτό να υπερβούν αυτοδιοικητικά σχήματα τον πήχη του πλαφόν, κομίζοντας ένα εναλλακτικό μοντέλο διοίκησης.
Οπότε, για κόμματα όπως το ΚΚΕ, που κατέρχεται στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις με το μετωπικό σχήμα της ‘Λαϊκής Συσπείρωσης’ επιλέγοντας την αυτόνομη καταγραφή πάνω σε ένα διακριτό πολιτικό-προγραμματικό πλαίσιο, το πλαφόν που θα επιλεγεί, θέτει επίδικα αυτοδιοικητικών-πολιτικών συγκλίσεων ώστε να συνεχίσει να υπάρχει εκπροσώπηση έως και συμμετοχή στη διοίκηση ενός δήμου.
Ο ‘κίνδυνος’ αντίστοιχα, (αυτοδιοικητική διαλεκτική), συνδέεται κύρια με το ενδεχόμενο να τεθεί ψηλά ο πήχης εκλογής ενός συνδυασμού, υπονομεύοντας έτσι εκ των έσω και δραστικά την δυνατότητα της εκπροσώπησης και δη της πληρέστερης και αναλογικής εκπροσώπησης σε ένα δημοτικό και σε ένα περιφερειακό συμβούλιο. Διότι, ένα από τα εμπρόθετα ζητούμενα της εγχώριας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οφείλει να είναι η μεγαλύτερη δυνατή εκπροσώπηση, ως καταγραφή των διαφόρων κοινωνικών συμμαχιών που συγκροτούνται σε τοπικό επίπεδο.
Ως συμβολή στον πολιτικό διάλογο και στην ακόμη και εύρυθμη λειτουργία ενός δήμου που δεν παύει να αναζητεί ‘στίγμα.’
Και το κλειδί για να καταστεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση, Αυτοδιοίκηση αρχών, συνδράμοντας επίσης στην εξέλιξη της οιονεί κουλτούρας του διαλόγου, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες σε διάφορα επίπεδα, όντας παράλληλα έτοιμη να διεκδικήσει και να διαχειρισθεί περισσότερες αρμοδιότητες που άπτονται και του καταστατικού πυρήνα του κοινωνικού κράτους, είναι η εύρεση μίας ισορροπημένης εκλογικής-πολιτικής φόρμουλας, που ναι μεν θα διασφαλίζει την περιώνυμη κυβερνησιμότητα των δήμων και των περιφερειών ώστε η δημοτική αρχή να εφαρμόζει ‘πρόγραμμα,’ και από την άλλη δε, θα τείνει ευήκοον ους στην όσο το δυνατό αναλογική εκπροσώπηση διαφορετικών θέσεων, κάτι που συνάμα αποτελεί και έναυσμα για την ενίσχυση της διαφάνειας, του ελέγχου και της λογοδοσίας.
Αυτή η πρόνοια πρέπει να ληφθεί υπόψιν από την κυβέρνηση, η οποία και, ακόμη και πριν από την ψήφιση του σχεδίου νόμου, καλείται ουσιαστικά να το καταθέσει ενώπιον των αρμόδιων αυτοδιοικητικών οργάνων, αναζητώντας κοινωνικές και αυτοδιοικητικές συναινέσεις, και λαμβάνοντας και ενσωματώνοντας στο σχέδιο τυχόν προτάσεις βελτίωσης που θα υποβληθούν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Για τις ‘αδυναμίες’ της απλής αναλογικής, επιχειρηματολογεί πειστικά ο Ξενοφών Κοντιάδης, δίδοντας έμφαση στο ό,τι η απλή αναλογική δεν δύναται να συμβάλλει στη διασφάλιση της κυβερνησιμότητας των δήμων. Βλέπε σχετικά, Κοντιάδης Ξενοφών, ‘Το ισχύον αναλογικό εκλογικό σύστημα για την αυτοδιοίκηση που εισήγαγε η παρούσα κυβέρνηση το 2018 δεν διασφαλίζει την κυβερνησιμότητα των δήμων,’ ‘Σύνταγμα watch,’ https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-analogiko-systima-eksypireti-ti-leitourgia-ton-archon-topikis-aftodioikisis/
[2] Βλέπε σχετικά, Ευαγγελοδήμου Ελένη, ‘Δήμαρχος με 40%-43% από την πρώτη Κυριακή,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 25/01/2021, σελ. 50.
[3] Η διδακτορική διατριβή του Παναγιώτη Βασιλάκη που κατατέθηκε το 2017 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συνιστά μία συμβολή στην μελέτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εν Ελλάδι και των επιμέρους χαρακτηριστικών της, με τον συγγραφέα της να εξετάσει κατατοπιστικά τους όρους συγκρότησης και εξέλιξης αυτού που είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση από τις απαρχές του ελληνικού κράτους έως την ‘σύλληψη’ και εφαρμογή του Σχεδίου ‘Καλλικράτης’ του 2010. Βλέπε σχετικά, Βασιλάκης Παναγιώτης, ‘Η τοπική αυτοδιοίκηση στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό: προσεγγίζοντας τους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς όρους συγκρότησής της από τη μετεπαναστατική περίοδο μέχρι τη σύγχρονη φάση της διοικητικής αναδιάρθρωσης του Σχεδίου Καποδίστρια και του Προγράμματος Καλλικράτη,’ Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών-Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα, 2017.