Ο Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων κ. Μιχάλης Ανδριανάκης με κείμενό του, το οποίο ανέρτησε και στην ομάδα “Χανιά – Όχι στο θάψιμο της ιστορίας” αναφέρεται στην ιστορία της κρήνης στην πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, ή Συντριβανίου:
Και πάλι στην επικαιρότητα το θέμα της κρήνης στην πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, ή Συντριβανίου, με τον καθένα να λέει “τα δικά του”. Δίνω λοιπόν στη δημοσιότητα κάποια στοιχεία για να βοηθήσω το διάλογο, που ανοίχτηκε, υπενθυμίζοντας το “άχρι πεδίλων” του αρχαίου ζωγράφου Απελλή. Ας δούμε λοιπόν πως έχει το θέμα;
Μετά την ολοκλήρωση του νέου έργου ύδρευσης της πόλης των Χανιών το 16ο αιώνα από τις πηγές στα Μπουτσουνάρια του χωριού Περιβόλια, φαίνεται πως αποφασίστηκε η κατασκευή μιας δημόσιας κρήνης στην-κλειστή τότε-πλατεία κοντά στο Λιμάνι. Ο αγωγός κατέβαινε από τη Ruga Magistra (σημερινή οδός Χάληδων) και από κάποιο σημείο, που δεν έχει εντοπιστεί όδευε προς την πλατεία της Σπλάντζιας, όπου υπήρχαν οι μεγάλες υπόγειες δεξαμενές.
Ο αγωγός συνέχιζε την πορεία του μέχρι το σημείο διασταύρωσης της οδού Χάληδων με την οδό Καραολή- Δημητρίου, όπου ακριβώς κατασκευάστηκε, ανάμεσα στα 1551 και 1554, η μικρή κρήνη, που λειτουργούσε διαρκώς με την εκτόνωση του νερού του αγωγού.
Από πολλές απεικονίσεις σε χάρτες της εποχής, συμπεραίνουμε πως η κρήνη είχε τη μορφή δυο, ή τριών (δεν είναι απολύτως σαφές, πιθανότερη είναι η πρώτη) μαρμάρινων λεκανών, στις οποίες έπεφτε το νερό διαδοχικά, καθώς ξεπηδούσε από πάνω με τη μορφή πίδακα. Από την κατασκευή αυτή σώζεται σήμερα η μικρότερη λεκάνη, εξωτερικά ορθογώνια, εσωτερικά κυκλική με διακοσμητικές λεοντοκεφαλές στις γωνίες, από τις οποίες έτρεχε το νερό και οικόσημα ευγενών, που είχαν σχέση με την κατασκευή της ενδιάμεσα.
Πρόκειται για ένα τυπικά μανιεριστικό έργο επαρχιακού χαρακτήρα, που δεν έχει σχέση με τη μεγαλοπρεπή κρήνη Morozini στην πρωτεύουσα Χάνδακα, της οποίας όμως η αντίστοιχη λεκάνη είναι εντελώς απλή (αντίθετα με τον υπόλοιπο πλούσιο διάκοσμο και τα αγάλματα) και στηρίζεται πάνω σε τέσσερα καθισμένα λιοντάρια (άλλης μορφής, ποιότητας και κλίμακας από τις εδώ απλές λεοντοκεφαλές). Χαρακτηριστικό είναι ότι η εντυπωσιακή αυτή κρήνη κυριαρχεί στην πόλη του Χάνδακα σε πολλές απεικονίσεις της εποχής. Καμία άλλη σχέση πέραν των λιονταριών λοιπόν ανάμεσα στις δυο κρήνες (ολόσωμα στη μια, κεφαλές-“μάσκες” στην άλλη), ώστε να αναζητούν κάποιοι “μεγαλεία” Χάνδακα.
Η κρήνη για λόγους πολιτικούς (ίσως ενοχλούσε ο γλυπτός διάκοσμος τους Οθωμανούς), ή καθαρά τεχνικούς (καλύτερη εξυπηρέτηση), αντικαταστάθηκε με τη φροντίδα του Γαζή Αχμέτ πασά μέσα στο 17ο αιώνα από μια ογκώδη ορθογώνια δεξαμενή, που “έκλεινε” στην ουσία την οδό Χάληδων, με οξυκόρυφα τόξα περιμετρικά και ένα περίεργο τρούλο και εξυπηρετούσε το κοινό με κρουνούς, από ένα σε κάθε τόξο. Για γούρνες φαίνεται πως είχαν χρησιμοποιηθεί αρχαίες σαρκοφάγοι. Ο όγκος και η θέση της κατασκευής ήταν η αιτία που κατεδαφίστηκε από το Δήμο το 1893.
Η τύχη της Βενετσιάνικης κρήνης είναι άγνωστη. Σώθηκε μόνο η ανώτερη λεκάνη, που χρησιμοποιήθηκε σαν γούρνα στην άλλη κρήνη, που υπήρχε (και υπάρχει σαν κέντρο Remezzo) στο ισόγειο του Ιμαρέτ (πρώην ξενοδοχείο “Πλάζα”). Εκεί τη βρήκε το 1914 ο αρχαιολόγος Giuseppe Gerola, που φρόντισε να τη μεταφέρει στο κοντινό Δημαρχείο, αφού πρώτα τη φωτογράφισε από όλες τις πλευρές πάνω σε μια κολώνα με θέα το Λιμάνι. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου τοποθετήθηκε πάνω σε ένα Βενετσιάνικο κιονόκρανο σαν βάση (δεν ανήκει στην κρήνη, όπως ίσως νομίζουν κάποιοι).
Στη δεκαετία του 1980 ο Δήμος αυθαίρετα και χωρίς ουσιαστικό λόγο απομάκρυνε από τον τεκέ τον Μεβλεβήδων (πρώην Ορφανοτροφείο) μια εξαιρετική, χαρακτηριστικά Οθωμανική κρήνη, με πρόθεση να την τοποθετήσει στην πλατεία Συντριβανίου σε ανάμνηση της Βενετσιάνικης. Πολύς λόγος έγινε και τότε δεδομένου ότι η μορφή της κρήνης δεν είχε καμία σχέση με την αρχική και η τοποθέτησή της στο κεντρικότερο σημείο του Ιστορικού Κέντρου, θα του έδινε ένα χαρακτήρα διαφορετικό με προεκτάσεις και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (επίκαιρα πάντα). Έτσι τοποθετήθηκε σε μια άλλη επίσης κεντρική πλατεία της πόλης, από την οποία καλό θα ήταν να επανέλθει κάποτε στην αρχική της θέση για λόγους επιστημονικής, αλλά και πολιτικής δεοντολογίας.
Μετά από πολλές συζητήσεις και προτάσεις μεταξύ του Δήμου και των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, αποφασίστηκε η κατασκευή μιας απλής μαρμάρινης κρήνης, στη μορφή και την κλίμακα περίπου της αρχικής, χωρίς ιδιαίτερα διακοσμητικά στοιχεία, αφού (εκτός από τη “φορτωμένη” από διάκοσμο μικρή λεκάνη) αγνοούσαμε τα υπόλοιπα και οποιαδήποτε προσέγγιση, θα ήταν αυθαίρετη και αντιδεοντολογική.
Κάποιες κατασκευαστικές και λειτουργικές ατέλειες (όπως ο έλεγχος της ροής με ένα κοινό “φλοτέρ”, αντί του υπόγειου ηλεκτρονικού συστήματος κόστους περίπου 100 Ευρώ, που κλάπηκε και ποτέ δεν αντικαταστάθηκε, ή η στιλπνή επεξεργασία του μαρμάρου) με την εμμονή κάποιων και τον υπερτονισμό τους, δημιούργησαν ένα κλίμα απαξίωσης το οποίο πιστεύω πως πήρε υπερβολικές διαστάσεις και εξελίχθηκε σε μείζον θέμα, που υπερκαλύπτει ακόμη και τα όσα στραβά συμβαίνουν από την υπερεκμετάλλευση του μνημείου της παλιάς πόλης.
Πιστεύω πως μια αντιμετώπιση αυτών των δυο θεμάτων και μια σωστή ενημερωτική πινακίδα σε κατάλληλη θέση είναι αρκετά, ώστε οι αρμόδιοι να στραφούν στην επίλυση άλλων σημαντικών προβλημάτων που χρονίζουν.
Όσον αφορά στο σχέδιο που έγινε (σε διάφορες παραλλαγές, κατά τη διάρκεια του διαλόγου) από τον εξαίρετο αρχιτέκτονα και φίλο Φίλιππο Τσαγάκη (του οποίου η προσφορά στην ανάδειξη των μνημείων είναι και μεγάλη και γνωστή) και χρησιμοποιεί το αυθεντικό κομμάτι της Βενετσιάνικης κρήνης (σε εκμαγείο, ή αντίγραφο), πιστεύω ότι δεν προσφέρει κάτι καλύτερο αισθητικά, αφού προχωρεί αναγκαστικά στη ανάμιξη μάλλον ετερόκλητων στοιχείων. Αυτά ως συνεισφορά μου στο διάλογο.