Η φράση «κοινωνική κινητικότητα» είναι ριζωμένη στην πολιτική και τη συζήτηση γύρω από την ισότητα και τις ευκαιρίες. Φέρνει στο μυαλό εικόνες ατόμων που ανεβαίνουν την κοινωνικοοικονομική ιεραρχία, ξεπερνώντας τις συνθήκες της γέννησής τους φτάνοντας προς αυτό που έχει οριστεί ως «επιτυχία».
Η έννοια παρουσιάζεται και γίνεται ευρέως αποδεκτή ως επιθυμητή και κοινωνικά δίκαιη, ωστόσο μια ανησυχία με διακατέχει κάθε φορά που την ακούω. Αυτό το γραπτό αποτελεί μια προσπάθεια αποσαφήνισης αυτής της ενστικτώδους αντίδρασης και μια εξερεύνηση των πολυπλοκότητας, των ταξικών υπονοούμενων και των εσωτερικών αποικιοκρατιών που είναι τυλιγμένα σε μια φορτισμένη φράση.
Πρώτον, η γλώσσα είναι επιβλαβής. Η «κοινωνική κινητικότητα» απλοποιεί γλωσσικά ένα πολύπλοκο ζήτημα σε δύο μόνο λέξεις.
Οι προσπάθειες να κρίνουμε την επιθυμητή εκπαίδευση, το εισόδημα και το επάγγελμα των ατόμων σε σχέση με τους άλλους είναι προβληματικές όταν αρχίζουμε να θέτουμε ερωτήματα σχετικά με το ποιος ορίζει την επιτυχία, αλλά η περαιτέρω γλωσσική αναγωγή αυτών των πολύπλοκων ζητημάτων αποσιωπά τις περιπλοκές και τις αποχρώσεις των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και τις ποικίλες εμπειρίες των ατόμων και των κοινοτήτων.
Η «κοινωνική κινητικότητα» υποδηλώνει την ανοδική πορεία σε κοινωνικά επιθυμητούς χώρους και αποτυπώνει την εγκατάλειψη κοινωνικά “ανεπιθύμητων” χώρων. Η έννοια οχυρώνει μια ταξική ιεραρχία, αγνοεί την ταυτότητα και απαξιώνει το ανήκειν αυτών που πλέον αναγνωρίζονται ως αυτοί που “έχουν μείνει πίσω”. Επίσης, κατ’ ένα τρόπο, λειτουργεί ως ένα ταξικό “brain drain”.
Εάν θεωρήσουμε ότι η φράση αναφέρεται στην κίνηση προς την οικονομική ισότητα, αντί να αναγνωρίσουμε τις διαρθρωτικές ανισότητες που εμποδίζουν την πρόοδο, εναποθέτει το βάρος αυτής της κίνησης στα άτομα. Υποδηλώνει ότι ο καθένας μπορεί να ανέβει στις κοινωνικές και οικονομικές βαθμίδες μόνο με σκληρή δουλειά και αποφασιστικότητα.
Η απόκρυψη των ευρύτερων συστημικών ζητημάτων με την τοποθέτηση της κοινωνικής κινητικότητας ως ατομικιστικής επιδίωξης οδηγεί στην κατηγοριοποίηση των θυμάτων, όπου όσοι δεν επιτυγχάνουν ανοδική κινητικότητα θεωρούνται ότι δεν καταβάλλουν προσπάθειες ή δεν έχουν ικανότητες. Εν τέλει, δεν ενοχοποιούνται μόνο τα άτομα που δεν πετυχαίνουν μία “ανοδική” κινητικότητα αλλά μία ολόκληρη τάξη, η εργατική”, η οποία πλέον αναγνωρίζεται ως ένα σύνολο ατόμων που έχουν αποτύχει να κινηθούν “ανοδικά”. Όλα αυτά σε μία εποχή όπου η “κοινωνική κινητικότητα” σε μία σειρά από χώρες της Δύσης είναι νεκρή.
Είναι επίσης επιζήμιο για το άτομο να διαιωνίζεται η ιδέα μιας αξιοκρατίας, όπου η επιτυχία καθορίζεται αποκλειστικά από την ατομική αξία και προσπάθεια. Αυτός ο μύθος υπονοεί ότι οποιοδήποτε εμπόδιο μπορεί να ξεπεραστεί απλά και μόνο αν δουλέψει κανείς αρκετά σκληρά.
Στην πραγματικότητα, η “αξιοκρατία” συγκαλύπτει τα προνόμια και ανταμείβει άδικα εκείνους που ήδη διαθέτουν πλεονέκτημα. Αποτυγχάνει να λάβει υπόψη της τον ρόλο της τύχης και των κληρονομικών προνομίων στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων της ζωής ενός ατόμου. Η αποτυχία να αναγνωριστούν αυτά, ενώ παράλληλα εναποθέτει την ευθύνη για την επιτυχία στα χέρια του ατόμου, διαιωνίζει τα αισθήματα ντροπής και αποτυχίας όταν τα συστημικά εμπόδια καθιστούν αδύνατες τις εξαντλητικές τους προσπάθειες.
Η έννοια της κοινωνικής κινητικότητας συχνά επικεντρώνεται στην ικανότητα των ατόμων να ανεβαίνουν την κοινωνικοοικονομική κλίμακα σε σχέση με την αφετηρία τους. Αν και αυτή η προσέγγιση μπορεί να φαίνεται θετική, τείνει να δίνει προτεραιότητα στη σχετική επιτυχία έναντι της απόλυτης ευημερίας.
Σε μια κοινωνία με μεγάλη εισοδηματική ανισότητα, η ανοδική κινητικότητα για κάποιους μπορεί να σημαίνει ότι άλλοι μένουν πιο πίσω. Μια πιο δίκαιη προσέγγιση θα πρέπει να εστιάζει στη βελτίωση της συνολικής ευημερίας όλων των πολιτών και των κοινοτήτων και όχι ορισμένων εκλεκτών. Σε μία λειτουργική κοινωνία κάθε μέλος της, ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης, απολαμβάνει τα βασικά της ζωής με αξιοπρέπεια.
Η αξία μιας κοινωνίας δεν θα πρέπει να καθορίζεται αποκλειστικά από το βαθμό στον οποίο τα μέλη της μπορούν να αναρριχηθούν οικονομικά. Η «κοινωνική κινητικότητα» δίνει δυσανάλογη έμφαση στην υλική επιτυχία και την οικονομική συνεισφορά. Αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την εγγενή αξία κάθε ατόμου, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση. Η επιτυχία μιας κοινωνίας θα πρέπει να μετράται από την προσωπική, πολιτιστική και κοινωνικοοικονομική ευημερία των μελών και των κοινοτήτων της.
Η αποτελεσματική κοινωνική κινητικότητα αφήνει τους φτωχούς ακόμη πιο πίσω, καθώς εξαντλεί τις εργατικές τάξεις από εκείνους που είναι σε θέση να επιτύχουν εκπαιδευτική επιτυχία παρά τις αντιξοότητες. Η ανελέητη εστίαση στις φιλοδοξίες και στη βελτίωση του εαυτού μας έχει ως αποτέλεσμα ένα φαινόμενο όπου μεγάλος αριθμός αποφοίτων από την εργατική τάξη δεν μπορούν να βρουν εργασία για πτυχιούχους.
Αυτό που χρειαζόμαστε σε μία Ελλάδα που έχει πληγεί από τη λιτότητα δεν είναι μια αμείλικτη εστίαση στην κοινωνική κινητικότητα, αλλά μια πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην επίτευξη μεγαλύτερης κοινωνικής και οικονομικής ισότητας. Η ατομική επιτυχία δεν αποτελεί απάντηση στο ευρύτερο κοινωνικό πρόβλημα των αυξανόμενων ταξικών ανισοτήτων.
* Με πληροφορίες από άρθρο της Laura Kayes, καθηγήτριας στη μάθηση και την αξιολόγηση και λέκτορας HE creative arts στο Leeds City College και Research Further Scholar