Του Λεωνίδα Κακάρογλου
«Ο θάνατος δεν μας καταστρέφει, μας κάνει αόρατους» (Σατομπριάν)
Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα τον θείο Γιώργο. Είχα χρόνια να τον δω κι όμως η παρουσία του ήταν πολύ έντονη. Μπορεί και να έφταιγε το παλιό εκείνο βιβλίο με τις φωτογραφίες κι ανάμεσά τους κι εκείνη με τον θυρωρό της πολυκατοικίας του θείου μαζί με το μικρό σκυλάκι.
Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα αναστατωμένος από τις παρουσίες της φωτογραφίας. Είχα την εντύπωση πως οι πεθαμένοι με κυνηγούσαν όπου και να πήγαινα, γι’ αυτό σηκώθηκα. Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άνοιξα το παράθυρο του δρόμου και κοίταξα έξω. Ένας δυνατός αέρας σάρωνε την πόλη και το σπίτι έτριζε σαν να επρόκειτο να γκρεμιστεί. Γύρισα πάλι στο δωμάτιό μου και προσπάθησαν να κοιμηθώ. Ο ύπνος μου γέμισε πάλι πεθαμένους που με έδειχναν με το δάχτυλό τους και με κορόιδευαν. Ήταν γραφτό μου λοιπόν οι πεθαμένοι να μ’ ακολουθούν…
Ο θείος Γιώργος είχε αποφοιτήσει από την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης κι ύστερα πήγε στη Γαλλία και σπούδασε στη Γεωπονική Σχολή του Aix Les Bains. Το διάστημα που βρισκόταν εκεί δεν παρέλειπε να μου γράφει αρκετά συχνά. Οι επιστολές του εκτός των πληροφοριών για τις σπουδές και την υγεία του περιλάμβαναν πληροφορίες και διάφορα θέματα ζωής. Μου έγραφε με λεπτομέρειες για το καθετί και τελείωνε πάντα με τη σημείωση «Πρόσεξέ το, θα σου χρειαστεί».
Όταν έφυγε από το Aix Les Bains και πήγε στο Παρίσι μεσολάβησαν αρκετοί μήνες μέχρι να πάρω γράμμα του. Δεν μπορούσα να υποθέσω γιατί συνέβαινε αυτό αλλά όταν τελικά πήρα επιστολή από τη νέα διεύθυνση, κατάλαβα γιατί είχε καθυστερήσει. Εξάλλου μου το εξήγησε και ο ίδιος.
Είχε γνωρίσει, λέει μια κοπέλα πολύ συμπαθητική, και την είχε ερωτευτεί. Όμως εκτός των παραπάνω η αλλαγή κατοικίας τον είχε φορτώσει με ένα σωρό υποχρεώσεις.
Η καινούργια κατοικία ήταν σε μια πολυκατοικία κοντά στη Βαστίλλη με αριστοκρατική είσοδο, μεγαλοπρεπή θα ταίριαζε καλύτερα. Δεν είχα δει ανάλογα κτίρια στη Σμύρνη και την Αθήνα ή όσα είχα δει δεν είχαν τη μεγαλοπρέπεια εκείνης της φωτογραφίας
Ύστερα με μπέρδευε ο θυρωρός. Ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του. Ο θείος μου τον παρουσίαζε σαν έναν άνθρωπο ικανό για τα πάντα. Τόσο στις εργασίες συντήρησης, όπου ήταν απαραίτητες, όσο και στις εργασίες ανακαίνισης. Η επισήμανση του θείου ότι η θέση του θυρωρού είναι σημαντική και απαραίτητη με γέμισε ερωτηματικά. Η φωτογραφία της δικής του πολυκατοικίας έδειχνε έναν άντρα κουρασμένο, με καταγωγή αγροτική και μάλλον επιρρεπή στον «ύπνο». Εξάλλου αυτό ήταν προφανές στην όλη παρουσία του θυρωρού. Σε νεότερη επιστολή έμαθα ότι τον έλεγαν Ντενίς Παντοβάν, με καταγωγή από μια αγροτική περιοχή της Βορειοδυτικής Γαλλίας. Σ’ αυτή την καταγωγή του οφείλεται και η παρουσία του μικρού σκυλιού με το όνομα Μπουλ. Ο λόγος; Σε μια επίσκεψη στο χωριό του, που συνοδευόταν από μια μεγάλη κακοκαιρία και μια ισχυρή χιονοθύελλα, πεισυνέλεξε από τον χιόνι τον μικρό Μπουλο. Έκτοτε οι δύο φιγούρες της φωτογραφίας ήταν αχώριστες.
Μάλιστα ο Ντενίς έπαιζε με τον Μπουλ ένα παιχνίδι που το είχε «εφεύρει» ο ίδιος. Του έλεγε «Έλα, μικρούλη μου, δείξε μου τα ματάκια σου». Έτσι ο Μπουλ έπρεπε να δείξει με τα ποδαράκια του τα ματάκια του. Τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής που το αφεντικό του καθόταν στη μεγαλοπρεπή είσοδο της πολυκατοικίας ο μικρός Μπουλ καθόταν δίπλα του. Αν το αφεντικό κοιμόταν, εκείνος έπρεπε να έχει ανοιχτά τα μάτια του ή το ανάποδο. Όπως επίσης όταν ο Ντενίς γυρνούσε την πολυκατοικία για τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης ο μικρός Μπουλ δεν τον ακολουθούσε αλλά έμενε ξαπλωμένος στην είσοδο για να προστατεύει τους ενοίκους του κτιρίου από την πιθανή είσοδο ατόμων επικίνδυνων γι’ αυτούς.
Ο θείος σε κάθε του γράμμα μου έγραφε πληροφορίες για τον θυρωρό και το μικρό σκυλάκι. Το πιο εντυπωσιακό της ιστορίας των δύο φίλων ήταν η συμμετοχή τους στο γύρισμα μιας ταινίας. Την είχα χάσει μέσα στα χαρτιά μου την αγαπημένη φωτογραφία και τώρα την ξαναβρήκα. Ο άντρας λαγοκοιμάται και το σκυλάκι έτοιμο για όλα. Τώρα ο θείος Γιώργος με συναντάει τα βράδια στα όνειρά μου και μου λέει νέα από τον Ντενίς και τον Μπουλ
Δεν μπορώ να τους ξεχάσω ποτέ κι έτσι αρκετά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα στο Παρίσι με φιλοξένησε ένας φίλος μου με τα όνομα κι αυτός Γιώργος. Στις βόλτες στην περιοχή ανακάλυψα με μεγάλη μου έκπληξη την πολυκατοικία της φωτογραφίας. Σε μία μικρή γωνία της εισόδου έγραφε:
«Εδώ γυρίστηκε η ταινία του Κλοντ Οτάν – Λαά “Το κόκκινο και το Μαύρο”». Ήταν απόγευμα που πήγαινε να νυχτώσει κι άκουσα ένα γάβγισμα κι ύστερα ένα μουρμούρισμα. Σαν κάποιος να ξανάγραφε την ιστορία και με καλούσε να πάρω μέρος κι εγώ.
Γύρισα κι έφυγα. Ψιχάλες βροχής με ακολουθούσαν.
Δημοσιεύτηκε στα “Νέα”, 13/1/2018