ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
1955 -1965. Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν καρόδρομοι, και η πόλη των Χανίων, είχε πληθυσμό γύρω στις 35.000 με 38.000. Τα ίχνη των Γερμανικών βομβαρδισμών , των επίλεκτων αεροπόρων της «Λουτβάφε» ήταν ακόμη εκεί, χαράσσοντας βαθιές ουλές στον οικιστικό ιστό του νησιού των γενναίων, όπως εκεί στο δρόμο της περιοχής του «Μακρύ τοίχου», βρισκόταν και το μνημείο των Γερμανών, με τον αητό και τα σύμβολα της Γερμανικής αεροπορίας, που οι ντόπιοι το ονόμαζαν «Γερμανικό πουλί», το οποίο άφησαν οι Γερμανοί ως ανάμνηση, για την κατάληψη της Κρήτης, από τον αέρα. Η Κρήτη δεν είχε ακόμη τουρισμό ,και ζούσε κυρίως από την αγροτική της οικονομία, και μια μικρομεσαία μεταποίηση. Οι συνθήκες στα χωριά ήταν άθλιες και οι άνθρωποι της ενδοχώρας, στέναζαν από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Καλλιεργούσαν τα χωράφια τους με το άροτρο, και την γελάδα ή το άλογο και επειδή ο Χανιώτικος όγκος είναι κυρίως ορεινός, και τα λιπάσματα δεν χρησιμοποιούταν ακόμη για την αύξηση της παραγωγής υπήρχε επισιτιστική κρίση. Περιττό να πούμε ότι το οδικό δίκτυο της υπαίθρου ήταν άθλιο, οι δρόμοι στενοί και γεμάτοι στροφές.
Στα χωριά το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε πάει ακόμη, και οι άνθρωποι βολευόταν με λάμπες πετρελαίου, και με λυχνάρια. Η σύγχρονη τεχνολογία δεν είχε προχωρήσει τότε αρκετά, ούτε στις ανεπτυγμένες χώρες.. Στις ΗΠΑ είχαν ήδη τηλεοράσεις αλλά στα χωριά της Ελλάδας υπήρχαν μονάχα φωνογράφοι, που ονόμαζε ο λαός «γραμμόφωνα» όπου τους έβαζες ένα δίσκο βυνιλίου, τα κούρδιζες κι άρχιζε ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια να τραγουδάει, καθώς και ραδιόφωνα μπαταρίας. Ραδιόφωνο όμως λόγω έλλειψης χρημάτων είχε μονάχα το καφενείο του χωριού. Στο το χωριό κανείς δεν είχε λεφτά εκείνη την εποχή. Μονάχα ο σταθμάρχης αν είχε σταθμό χωροφυλακής ,και ο παπάς του χωριού. Οι χωρικοί λόγω της ακραίας φτώχειας , και του διωγμού των αριστερών από τους νικητές του εμφυλίου, έφευγαν από τα χωριά τους, και μετανάστευαν στην Αθήνα, και Θεσσαλονίκη κυρίως ,αλλά και σε μικρότερες Ελληνικές πόλεις. Κατά χιλιάδες έφευγαν οι νεότεροι για την Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία αναζητώντας εργασία και καλύτερες συνθήκες ζωής. Στην πόλη των Χανίων , στην φτωχική συνοικία της νέας χώρας με τα στενά δρομάκια και τα ταπεινά σπιτάκια, είχε μετακομίσει η πολυμελής οικογένεια του κυρ Βαγγέλη, από το μακρινό χωριό του. «Πήγα ένα πρωί διηγιόταν ένας φίλος των παιδιών του -«και είδα να βγαίνουν ένα τσούρμο αγόρια και κορίτσια από το δωμάτιο, που είχαν για κρεβατοκάμαρα». «Παρόλο που κι εμείς ήμασταν μεγάλη οικογένεια, ειλικρινά έμεινα έκπληκτος». Κάποιο απόγευμα ήρθε στο φτωχικό σπιτάκι του κυρ Βαγγέλη η κυρά Κωστούλα, γειτόνισσα και μακρινή συγγενής της κυράς Φωτεινής, της γυναίκας του κυρ Βαγγέλη. Τους έφερνε προξενιό, για την Σταυρούλα μίας από τις πέντε θυγατέρες της οικογένειας. Το είπαν στην κόρη τους αυτή ήταν ντροπαλή όμως ένευσε θετικά, και έδωσαν ραντεβού σένα ζαχαροπλαστείο της πόλης να βρεθούν, γονείς προξενήτρα και γαμπρός, για να γνωριστούν. Ο Στράτος έτσι ονόμαζαν τον γαμπρό δούλευε ως βοηθός τσαγκάρη σε μία βιοτεχνία υποδημάτων. Ο κυρ Βαγγέλης ήταν χαμάλης . Πήγαινε στην αγορά και βοηθούσε στους χονδρεμπόρους στο ξεφόρτωμα των φρούτων δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ για να βγάλει το μεροκάματο. Παρά την φτώχεια του, είχε ένα πλούσιο θείο στην Αμερική, κι ένα αδελφό τον Μανόλη, όπου του έστελναν τακτικά χρήματα όπου τα φύλαγε μέχρι που μαζεύτηκαν αρκετά για να αγοράσει δύο δωμάτια στην παλιά πόλη για την Σταυρούλα, στην οποία της είχε ιδιαίτερη αδυναμία γιατί έμοιαζε της μάνας του, της Σταυρούλας. Θεός σχωρέστην τώρα, εκεί ψηλά που βρίσκεται. Τα παιδιά αρραβωνιάστηκαν έμειναν μερικούς μήνες με τον αρραβώνα μέχρι να παντρευτούν. Εκείνη την εποχή ήταν τόσο αυστηρά τα ήθη όπου οι αρραβωνιασμένοι δεν έβγαιναν ποτέ μόνοι . Σαν κέρβερος τους ακολουθούσαν πότε οι γονείς, και πότε τα αδέλφια. Ο αρραβωνιαστικός της Σταυρούλας ο Στράτος ήταν ζηλιάρης και ένα απόγευμα που είχαν βγει επί τέλους μόνοι και κάθισαν σένα ζαχαροπλαστείο ένας νεαρός κοίταζε έντονα την Σταυρούλα . Αυτός του ζήτησε τον λόγο και βγήκαν έξω όπου πλακώθηκαν στο ξύλο. Η Σταυρούλα τον φοβόταν λίγο όταν θύμωνε τον Στράτο, αλλά περίμενε ότι θα ηρεμούσε μετά τον γάμο.